ίδαν πολλά τα μάτια μας, φιλαράκο» λέει ο ένας. «Από πού ν’ αρχίσει κανείς, Τσάρλι» λέει ο άλλος. «Υπήρχαν εποχές που η τύχη μας χαμογέλαγε. Ζήτημα αν είχαμε μια αλλαξιά ρούχα μεταξύ μας, και ξαφνικά βρισκόμασταν στην Καζαμπλάνκα. Ή στο Πουέρτο Μπανούς. Ή γαμούσαμε και δέρναμε στη Μαρμπέγια. Μια εποχή η μπίζνα πήγαινε με τα χίλια» συνεχίζει ο ένας. «Ξέρεις γιατί, Τσάρλι; Γιατί αν οι Ιρλανδοί δίνουνε την ψυχή τους για το αλκοόλ, τη δίνουνε δυο φορές για το χόρτο άμα το δοκιμάσουνε, γιατί το χόρτο αποβάλλει το άγχος, κι είμαστε λαός πολύ αγχώδης» υπερθεματίζει ο άλλος. Δεκέμβριος 2018. Βρισκόμαστε στο λιμάνι της Αλχεθίρας, στον απώτατο ισπανικό Νότο και δύο Ιρλανδοί, ο Μόρις Χερν και ο Τσάρλι Ρέντμοντ, παλιόφιλοι από την πόλη του Κορκ και απόμαχοι του υποκόσμου, του κοινού ποινικού δικαίου, περιμένουν εναγωνίως να έλθει από απέναντι, από την Ταγγέρη του Μαρόκου, ένα πλοίο. «Στα πρόσωπά τους βλέπεις τα σημάδια του καιρού, στις σκληρές γραμμές των σαγονιών τους, στα χαώδη τους στόματα. Ομως διατηρούν – αν και μετά βίας – έναν αέρα ασωτίας». Κατά τη διάρκεια της πολύωρης αναμονής τους συλλογίζονται από κοινού τα περασμένα, ιστορίες σκοτεινές και φωτεινές, τα όσα διαμόρφωσαν τον καθένα στο διάβα του χρόνου και όσα συνετέλεσαν στην ενδυνάμωση της συμπόρευσής τους. Τα πράγματα πλέον έχουν ανατραπεί εντελώς. Διότι το ζητούμενο πια, στα πενήντα τους, δεν είναι το παράνομο χασισεμπόριο αλλά ο απολογισμός της ζωής τους, με αφορμή την εξαφανισμένη κόρη του ενός. Το Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (υποψήφιο στη μακρά λίστα για το Βραβείο Booker 2019), το τρίτο μυθιστόρημα του Ιρλανδού Κέβιν Μπάρι (γενν. 1969), με σαφείς αναφορές στον Μπέκετ και στον Τζόις, είναι απολαυστικό.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.