«Λέγε με Ισμαήλ». Με αυτή τη θρυλική, πλέον, φράση αρχίζει το Μόμπι Ντικ ή H φάλαινα, του Χέρμαν Μέλβιλ (1819-1891), ένα από τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών.
Κι όμως το βιβλίο όταν κυκλοφόρησε το 1851 δεν είχε την κριτική αποδοχή που του άξιζε, υπήρξε εμπορική αποτυχία και γρήγορα λησμονήθηκε. Επρεπε να περάσει ένας αιώνας σχεδόν από τη γέννηση του Μέλβιλ για να καθιερωθεί το μυθιστόρημά του τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στο εξωτερικό ως αδιαμφισβήτητο αριστούργημα.
Ο συγγραφέας γράφοντας μια συνηθισμένη για τα δεδομένα της εποχής ιστορία κατάφερε το σχεδόν αδύνατον: να υπερβεί τα όρια της αφήγησής του αλλά και της εποχής του. Οπως συμβαίνει στις σπάνιες μεγαλοφυείς συλλήψεις ο Μόμπι Ντικ ήταν ένα βιβλίο εποχής αλλά ερχόταν, όπως λέμε, από το μέλλον.
Ο Ισμαήλ που λέει την ιστορία ήταν ένας από τους νέους του καιρού του οι οποίοι μπάρκαραν στα φαλαινοθηρικά για να βρουν την τύχη τους. Τον 19ο αιώνα τα νέα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν βρίσκονται στην ξηρά αλλά στη θάλασσα, λες και οι Αμερικανοί ανακάλυπταν εκείνο που είχε γράψει είκοσι τρεις αιώνες νωρίτερα ο Θουκυδίδης: «Μέγα το της θαλάσσης κράτος».
Δεν ήταν οι πρώτοι (προηγήθηκαν πολύ νωρίτερα οι Πορτογάλοι και οι Ισπανοί) αλλά οι μόνοι που πάνω στον καθρέφτη της θάλασσας (ή πιο σωστά του ωκεανού) έστησαν μια αυτοκρατορία η οποία επιβιώνει ως τις μέρες μας.
Κι ακόμη περισσότερο: η θάλασσα γι’ αυτούς δεν υπήρξε απλώς πηγή δύναμης αλλά και πλούτου, που κατά κύριο λόγο προερχόταν από το μεγαλύτερο πλάσμα των ωκεανών: τη φάλαινα. Αυτό το σκοτεινό – αλλά πέρα για πέρα αληθινό – παραμύθι υφαίνει στον Μόμπι Ντικ ο Μέλβιλ.
Ενα καταραμένο πλοίο
Είναι φθινόπωρο του 1841 και ο αφηγητής Ισμαήλ (περσόνα του Μέλβιλ) φτάνει στην πόλη Νιου Μπέντφορντ για να βρει ένα φαλαινοθηρικό και να μπαρκάρει. Σε κάποιο πανδοχείο θα συναντήσει τον ιθαγενή καμακιστή Κουίκουεγκ, με τον οποίο θα συνδεθεί με βαθιά φιλία και θα τριγυρνάει μαζί του στο λιμάνι.
Εκεί θα συναντήσουν τον παλιό ναύτη Ελιά που θα τους προειδοποιήσει να μην μπαρκάρουν με το φαλαινοθηρικό «Πίκουοντ», καπετάνιος του οποίου είναι ο Ααχάβ. Το πλοίο, λέει, είναι καταραμένο. Οσοι ταξιδέψουν μ’ αυτό θα πεθάνουν εκτός από έναν. Οι δύο φίλοι δεν δίνουν σημασία· μπαρκάρουν στο «Πίκουοντ» και βγαίνουν στον Ατλαντικό Ωκεανό.
Τις πρώτες μέρες όλα πηγαίνουν καλά, όμως ο καπετάνιος Αχαάβ δεν εμφανίζεται. Ακούνε μόνο τα βράδια τα χτυπήματα από το πρόσθετο πόδι του πάνω στη γέφυρα. Το πόδι του το απέκοψε από το γόνατο μια φοβερή τεράστια λευκή φάλαινα-φυσητήρας. Αυτή είναι ο Μόμπι Ντικ.
Οταν εμφανίζεται μπροστά στο πλήρωμα ο Αχαάβ τούς ανακοινώνει ότι ο σκοπός του ταξιδιού είναι ένας και μοναδικός: να βρουν και να σκοτώσουν τον Μόμπι Ντικ. Και σ’ όποιον τον πρωτοδεί υπόσχεται ένα χρυσό νόμισμα.
Πρόκειται για ταξίδι εκδίκησης αλλά δεν είναι μόνο αυτό, ή πιο σωστά: δεν είναι κυρίως αυτό. Οταν το «Πίκουοντ» συναντά την τεράστια φάλαινα, ο Αχαάβ αρχίζει το κυνήγι εγκαταλείποντας ένα μεγάλο κοπάδι από φάλαινες που βρίσκονταν εκεί. Και αρνείται να βοηθήσει τον πλοίαρχο ενός άλλου πλοίου να βρει τον γιο του που έχει χαθεί στη θάλασσα.
Ο παράφρων Αχαάβ κατεβάζει δύο βάρκες με καμακιστές – και μπαίνει κι εκείνος σε μία από αυτές. Δεν καταφέρνουν να σκοτώσουν τη φάλαινα, που τους παρασέρνει στον βυθό όπου πνίγονται όλοι. Οταν ο Μόμπι Ντικ ανεβαίνει στην επιφάνεια, στην πλάτη του είναι νεκρός ο Αχαάβ τυλιγμένος στα σχοινιά των καμακιών.
Η φάλαινα όμως δεν μένει σ’ αυτό αλλά και στρέφεται εναντίον του πλοίου. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο ο υποπλοίαρχος Στάρμπακ δίνει εντολή να απομακρυνθούν αμέσως. Εις μάτην. Ο Μόμπι Ντικ επιτίθεται στο «Πίκουοντ» και το βυθίζει.
Θα πνιγούν όλοι και θα σωθεί μόνο ο Ισμαήλ κρατημένος από ένα ξύλινο φέρετρο που επέπλεε. Το είχε παραγγείλει ο Κουίκουεγκ στον ξυλουργό του πλοίου για τον εαυτό του, λες και είχε προβλέψει το τέλος του. Τον Ισμαήλ τον περισυλλέγει το πλοίο «Ραχήλ» που έπλεε εκεί κοντά.
Αλληγορίες και συμβολισμοί
Αυτό είναι το περίγραμμα της ιστορίας, όμως ο Μόμπι Ντικ δεν συνδυάζει μόνο ρεαλιστικά και ρομαντικά στοιχεία αλλά εκτείνεται και σ’ ένα τεράστιο φάσμα αλληγοριών και συμβολισμών. Αρχίζοντας από τα ονόματα, δεν είναι τυχαίο που αρκετά προέρχονται από την Παλαιά Διαθήκη.
Πρώτα-πρώτα, των δύο πρωταγωνιστών: Ο Αχαάβ παραπέμπει στον βιβλικό βασιλιά με το ίδιο όνομα.
Ο Μέλβιλ παίρνει το όνομα από το Βιβλίο της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης. Οπως ο βιβλικός ειδωλολάτρης βασιλιάς ήταν τύραννος του λαού του, έτσι και ο παρανοϊκός καπετάνιος του «Πίκουοντ» είναι τύραννος του πληρώματός του.
Το Ισμαήλ παραπέμπει επίσης στο βιβλίο της Γενέσεως (μολονότι το όνομα απαντά και στην εβραϊκή Τορά και στο Κοράνι). Στη Γένεσιν ο Ισμαήλ είναι τέκνο του Αβραάμ που το απέκτησε από την Αγαρ, τη δούλη της συζύγου του Σάρας. Και μολονότι η Σάρα, που δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, ζήτησε από τον Αβραάμ να συνευρεθεί με την Αγαρ ώστε ν’ αποκτήσουν παιδί, όταν η τελευταία μένει έγκυος τη διώχνει από το σπίτι.
Η Αγαρ περιφέρεται στην έρημο, όπου συναντά έναν άγγελο που της λέει: «Ιδού, συ εν γαστρί έχεις και τέξη υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ισμαήλ». Από εδώ αντλεί την πρώτη φράση «Λέγε με Ισμαήλ» στον Μόμπι Ντικ ο Μέλβιλ που ήταν καλβινιστής.
Εξ αυτού και ο συμβολισμός: Ο Ισμαήλ του μυθιστορήματος είναι κι εκείνος ορφανός, εξόριστος και περιθωριακός. Γι’ αυτό και πιστεύει πως το σκοτάδι είναι η ουσία της ύπαρξής μας, μέσα στην οποία ενεδρεύει το κενό και το ασήμαντο. Αλλά αυτά που εκφράζει το αριστούργημα του Μέλβιλ θα τα ανακάλυπταν οι μεταφυσικοί και οι υπαρξιστές έναν αιώνα σχεδόν αργότερα.
Μεταφυσικός τρόμος
Ο Αχαάβ είναι χαρακτήρας εντελώς διαφορετικός από τον Ισμαήλ. Δεν είναι ακριβώς άπιστος, αλλά την έννοια της θεότητας την προσεγγίζει ανθρωπομορφικά γιατί πιστεύει ότι θεός είναι ο ίδιος – και άρα έχει κάθε δικαίωμα να ταυτίζεται με το σκοτάδι, που είναι το κενό του φωτός, όπως ισχυρίζεται βλαστημώντας.
Στο κενό αυτό, εν τούτοις, ενεδρεύει το κακό, δηλαδή το τέρας, ο Λεβιάθαν της θάλασσας, ο Μόμπι Ντικ. Κι εδώ έχουμε μια μεγαλειώδη αλληγορία, η ρίζα της οποίας βρίσκεται στον μύθο του Νάρκισσου, τον οποίο ο Μέλβιλ γνώριζε έχοντας μελετήσει τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου.
Ο Νάρκισσος πέφτει στο νερό και πνίγεται γιατί αυταπατάται πως το είδωλο που βλέπει στον υδάτινο καθρέφτη είναι ο πραγματικός του εαυτός (προλέγοντας κατά κάποιον τρόπο τον Φρόιντ). Ομως ο Μέλβιλ προεκτείνει τη μεταφορά και την καθιστά τεράστια:
Ο καθρέφτης του Αχαάβ (και του Μέλβιλ) είναι απέραντος, είναι ο δίχως αρχή και πέρας ωκεανός – που μας μεταφέρει σε μιαν εξίσου μεγαλειώδη αλληγορία: ο καθρέφτης αυτός είναι ο καθρέφτης του νου όπου κυριαρχεί ο βιβλικός Λεβιάθαν, ο οποίος, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, θα μπορούσε να καταπιεί ένα πλοίο σαράντα μέτρων.
Ο μεταφυσικός τρόμος που εισάγεται επί του προκειμένου δεν είναι ικανός να σταματήσει τον Αχαάβ που γνωρίζει ασφαλώς πως το ταξίδι το οποίο επιχειρεί είναι κολασμένο αλλά ταυτοχρόνως και ο μόνος τρόπος να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ακατανίκητη έλξη που ασκεί ο Μόμπι Ντικ στον Αχαάβ είναι εκείνη που ωθεί τον Ισμαήλ στο να γνωρίσει τον παρανοϊκό καπετάνιο – μολονότι από ένα σημείο και έπειτα είναι εμφανέστατο το χάσμα που μεσολαβεί ανάμεσα στον αυταρχικό κυβερνήτη και το δημοκρατικό πλήρωμα.
Ο Αχαάβ θα πάει να συναντήσει το πεπρωμένο του, δηλαδή τον θάνατο, παρασέρνοντας μαζί του και τους άλλους, απλούστατα γιατί οι άλλοι για τον ίδιο δεν υπάρχουν. Η απάντησή του στην ύβριν που διαπράττει είναι οι βλαστήμιες του. Και το αυτοκτονικό συμβόλαιο της συνάντησης με τη φάλαινα το έχει υπογράψει με τον εαυτό του.
Ο Μέλβιλ είναι τραγικός, όπως οι αρχαίοι έλληνες τραγικοί, όπως κι ο Σαίξπηρ, καθώς τόνιζε ο Καμί που είχε μελετήσει τον Μόμπι Ντικ. Ο Αχαάβ προσπαθώντας να βρει και να σκοτώσει τη φάλαινα δεν εκφράζει κατά βάθος παρά τη μανιώδη προσπάθειά του να αποκτήσει την ανωτερότητα και τη δύναμη που πιστεύει ότι την αξίζει. Τι έχουμε λοιπόν εδώ;
Ενα υπερτροφικό εγώ; Μα αν, σύμφωνα με τον Ρεμπό, (το) εγώ είναι ένας άλλος, το εγώ και ο άλλος στον Αχαάβ ταυτίζονται – γι’ αυτό και η ύβρις, γι’ αυτό και η τραγικότητα. Ακόμη κι αν μείνουμε στο θέμα της εκδίκησης, τι θέλει να εκδικηθεί ο τρελός πλοίαρχος;
Τη φάλαινα που του είχε κόψει το πόδι ή το σύμπαν; Και τι συμβαίνει αν, όπως εδώ, το σύμπαν ταυτίζεται με τη θάλασσα που καθώς βυθίζεται το «Πίκουοντ» καταπίνει και το τελευταίο κομμάτι του ουρανού το οποίο είχε απομείνει;
Ο στρατηγός-φάλαινα
Στους κύριους πρωταγωνιστές ανήκει ασφαλώς και η λευκή φάλαινα σε αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα. Τι ξέρουμε στ’ αλήθεια για το πλάσμα αυτό που στη φαντασία του πληρώματος του «Πίκουοντ» αποκτά μυθικές διαστάσεις;
Το πλήρωμα είναι πολυεθνικό γιατί από τότε ήταν πολυεθνικές οι Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε, που σημαίνει ότι υπάρχουν όρια σε όσα μπορεί να γνωρίσει ένας άνθρωπος· γι’ αυτό και οι ανακρίβειες, κατά τον Ισμαήλ, είναι αναπόφευκτες. Οχι όμως και για τον Αχαάβ, οι εμμονές του οποίου τον οδηγούν στην καταστροφή, ενώ για τον Ισμαήλ η αβεβαιότητα είναι στο τέλος η σωτηρία του.
Από τις αναρίθμητές μελέτες που έχουν γραφτεί – και συνεχίζουν να γράφονται – για τον Μόμπι Ντικ ας τονίσω την παρακάτω, που τη βρίσκω εκπληκτική, διότι εξηγεί τη συμπεριφορά της φάλαινας: Ο Μόμπι Ντικ μοιάζει με στρατηγό που ενώ υποχωρεί για να ξεφύγει στρέφεται ξαφνικά απότομα εναντίον όσων τον διώκουν, τους επιτίθεται και τους καταστρέφει.
Η φάλαινα μοιάζει αθάνατη για όλους πλην του παρανοϊκού καπετάνιου, που τεράστιος, θρυλικός, ημίθεος σχεδόν θα καταστραφεί από τον μύθο του Μόμπι Ντικ τον οποίο με μανία προσπαθεί να εξοντώσει.
Το κήτος φορά τη λευκή μάσκα του κακού. Το κακό είναι παγκόσμιο (και προσωποποιημένο) αλλά ο Αχαάβ είναι ο μόνος που μπορεί να το νικήσει γιατί πιστεύει πως κατά βάθος ο ίδιος είναι αθάνατος. Αυτό υποδηλώνεται ακόμη και στην απάντησή του στο υποπλοίαρχό του Στάρμπακ που του ζητεί να εγκαταλείψει το κυνηγητό του Μόμπι Ντικ: ξέρει πως είναι τρελός αλλά δεν μπορεί να σταματήσει.
Το συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα μεταφράστηκε από πολλούς στη χώρα μας αλλά καλύτερη παραμένει η θαυμάσια μετάφραση του Α. Κ. Χριστοδούλου, ο οποίος ασχολείται εδώ και δεκαετίες με τον Μόμπι Ντικ και έχει εφοδιάσει το απαιτητικό κοινό με πλήθος μελέτες για τούτο το μείζον έργο, που υπερβαίνει τα είδη γιατί τα συνθέτει και τα περιέχει όπως ίσως κανένα άλλο έργο της παγκόσμιας πεζογραφίας.
Ο Μέλβιλ είναι ρεαλιστής, ρομαντικός, μοντερνιστής, σύγχρονός μας, βικτωριανός και αντι-βικτωριανός – είναι ό,τι θέλετε. Απλούστατα γιατί πάνω στον αχανή καθρέφτη της θάλασσας είδε την παγκόσμια κοινωνία της εποχής του αλλά και εκείνης που θα τη διαδεχόταν.
Από τον Μότσα Ντικ στον Μόμπι Ντικ
Πολλά μεγάλα μυθιστορήματα οφείλονται σε πραγματικά γεγονότα. Κλασικό παράδειγμα η Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ. Ενα πραγματικό γεγονός υπήρξε η αφορμή για να γράψει τον Μόμπι Ντικ ο Μέλβιλ.
Κανείς συγγραφέας της εποχής του δεν ήξερε τη θάλασσα σαν κι αυτόν, όπως προκύπτει κι από το υπόλοιπο έργο του. Ηταν φίλος ενός άλλου σπουδαίου συγγραφέα της εποχής, του Ναθάνιελ Χόθορν, με τον οποίο ήταν φίλοι, αλλά ακόμη και το καλύτερο μυθιστόρημα του τελευταίου, το Αλικο γράμμα, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Μόμπι Ντικ.
Εχει όμως σημασία να αναφέρω την αφορμή για τη γραφή του: Το 1839 στο περιοδικό «Knickerbocker» ο εξερευνητής των θαλασσών Ιερεμίας Ρέινολντς δημοσίευσε την (πραγματική) ιστορία της λευκής φάλαινας Μότσα Ντικ που την είχαν σκοτώσει την προηγούμενη χρονιά.
Το όνομά της οφειλόταν στην περιοχή όπου εντοπίστηκε για πρώτη φορά, κοντά στο νησί Μότσα της κεντρικής Χιλής. Η φάλαινα εκείνη είχε ως τότε βυθίσει είκοσι πλοία. Το κείμενο του Ρέινολντς έφερε τον τίτλο Μότσα Ντικ ή Η λευκή φάλαινα του Ειρηνικού, που το γνώριζε ο Μέλβιλ, ο οποίος ήταν από τους πιο μορφωμένους συγγραφείς του καιρού του.
Τον Ρέινολντς όμως τον γνώριζε και ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα: ο Εντγκαρ Αλαν Πόου. Αυτόν μάλιστα καλούσε μέσα στο παραλήρημά του που τον οδήγησε στον θάνατο, να έρθει και να του σώσει τη ζωή.
Ο Ρέινολντς τον ενέπνευσε να γράψει το μεγάλο του μυθιστόρημα, που θαύμαζε ο Μπόρχες: τις Περιπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ. Ομως γι’ αυτό το δεύτερο μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα της θάλασσας και για τον Εντγκαρ Αλαν Πόου την επόμενη Κυριακή.