Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
Η ιδιωτική μου αντωνυμία
Μικρά πεζά. Εκδόσεις Κίχλη
σελ. 176, τιμή 12,80 ευρώ
Πέντε βιβλία αντιπροσωπεύουν την πεζογραφία του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη: το αφήγημα Τρεις μνήμες και δύο ζωές (2005), η νουβέλα Καλά μόνο να βρεις (2006), τα μυθιστορήματα Το παραμύθι του ύπνου (2008) και Αστοχία υλικού (2010) και η συλλογή διηγημάτων Ζώνη πυρός (2014). Το βλέμμα του συγγραφέα θα στραφεί ευθύς εξαρχής στις καχεξίες της ελληνικής κοινωνίας: στις παρατεταμένες αυταπάτες της για απαστράπτουσα καριέρα και ευημερία, στη λατρεία της για τη μικροεξουσία, καθώς και στην αδυναμία της να συνειδητοποιήσει τα πάθη του παρελθόντος, πρόσφατου και απώτερου. Και δεν είναι μόνον αυτά, αλλά και η πολιτικολογία και ο πολιτικαντισμός, το δημοσιοϋπαλληλίκι, οι εθνικές και οι φυλετικές βεβαιότητες ή η αρχαιομανία. Το καινούργιο βιβλίο του Χατζημωυσιάδη, η συλλογή μικρών πεζών Η ιδιωτική μου αντωνυμία, επιστρέφει στον δημόσιο χώρο μέσω μιας ατομικής οδού, που είναι η ανακίνηση των παιδικών και των εφηβικών αναμνήσεων.
Για να ξεκινήσουμε από τον τίτλο του βιβλίου, πότε ακριβώς καλούμαστε να χρησιμοποιήσουμε στον λόγο τις αντωνυμίες; Μα, όταν θέλουμε να αποφύγουμε τα ονόματα και τα επίθετα. Χρησιμοποιούμε προσωπικές αντωνυμίες για να αναφερθούμε σε πρόσωπα, κτητικές για τον κτήτορα, αυτοπαθείς για πρόσωπο που ενεργεί και δέχεται ταυτοχρόνως την ενέργειά του, οριστικές για να ξεχωρίσουμε κάτι, δεικτικές για να δείξουμε, αναφορικές για να παραπέμψουμε σε πλήρη πρόταση με μία και μόνο λέξη, ερωτηματικές για να ρωτήσουμε και αόριστες για να μην κατονομάσουμε πρόσωπο ή πράγμα. Διαρθρωμένο σε οκτώ αντίστοιχες ενότητες, το βιβλίο του Χατζημωυσιάδη μπορεί να μην ονομάζει ρητώς την κοινωνική πραγματικότητα των δεκαετιών του 1970 και του 1980 όπου κινείται ο μνημονικός μίτος (τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια του συγγραφέα), αλλά ανοίγει την πίσω πόρτα για την είσοδό της στη σκηνή: η καθημερινή ζωή με τις απειράριθμες ελλείψεις και τις ελάχιστες (κυρίως φυσικές) χαρές της σε ένα χωριό της Μακεδονίας, οι βαριές και ατέλειωτες αγροτικές εργασίες, οι εκ των πραγμάτων περιορισμένοι ορίζοντες των γονιών, όπως και οι διερευνητικές ακόμη αναγνώσεις της εφηβείας και της πρώιμης νιότης.
Η μνήμη προσφεύγει κάθε φορά σε διαφορετικά επίπεδα του χρόνου, κινούμενη με άτακτο τρόπο στο άνυσμά του (εμπρός, πίσω και πλαγίως – πλαγίως όποτε πρέπει να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν), και βασισμένη σε μια μεγάλη ποικιλία εμπράγματων στοιχείων: μυρωδιές, χρώματα, ανάσες και αγγίγματα, αλλά και χώροι, ρούχα ή αντικείμενα που μεταφέρουν τη δική τους αύρα από την εποχή την οποία εκπροσωπούν. Κάτι πάντως δεν μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε απερίσπαστα με τις εικόνες που αποδεσμεύει η λειτουργία της μνήμης. Οταν ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής ταξιδεύει πλαγίως στον χρόνο, συνενώνοντας, όπως το έλεγα πρωτύτερα, το παρελθόν και το παρόν στην ίδια χρονική μονάδα, το αποτέλεσμα καταλήγει κάπως αφηρημένο. Αντί το παρελθόν να γίνει ένα κουβάρι που θα διασχίσει με το ξετύλιγμά του εγκάρσια το παρόν, προκαλώντας αμέσως τη συγκινησιακή μας αντίδραση, μετατρέπεται σε ένα είδος πλαδαρής, συγκολλητικής ουσίας – μια ουσία που μένει παγιδευμένη στα εκβιαστικά αισθήματα της νοσταλγίας ακόμη κι αν ο εμπράγματος κόσμος του συγγραφέα συνεχίζει να δίνει ανυποχώρητα το «παρών».
Το άλλο πρόβλημα με τις μνημονικές εικόνες του βιβλίου είναι η συγκατοίκησή τους με συνεχείς αποφάνσεις περί λογοτεχνίας, γραφής και τέχνης γενικότερα. Εδώ χάνεται και το προβάδισμα που προσφέρει ο εμπράγματος κόσμος, παραχωρώντας τη θέση του σε μιαν ομφαλοσκόπηση που δεν επιτρέπει στις όντως πολλές καλές στιγμές των πεζών του Χατζημωυσιάδη να απελευθερωθούν από την τυραννία των συγγραφικών ιδεών και να αυτενεργήσουν.