Πολ Βεν Και στην αιωνιότητα δεν θαπλήττω. Αναμνήσεις Μετάφραση, Γιώργος Καράμπελας Εκδόσεις Εστίας, 2018 σελ. 302, τιμή 19 ευρώ «Εκκεντρικός; Δεν μου αξίζει ο τίτλος: δεν είμαι παρά ένας ψευτο-μποέμ με έφεση στον ρομαντισμό, αυτό είναι όλο. Δεν με νοιάζουν τα λεφτά, αφήνω καλά πουρμπουάρ αλλά χωρίς να ξεπαραδιάζομαι κιόλας· δεν αμέλησα ποτέ την πανεπιστημιακή μου καριέρα και δεν άγγιξα ποτέ ναρκωτικά. Ντύνομαι και κουρεύομαι όπως όλος ο κόσμος. Δεν είχα ποτέ τροχαίο ατύχημα». Ο άνθρωπος που συστήνεται με αυτό τον τρόπο, που αυτοβιογραφείται, αυτοσαρκάζεται και αυτοαναλύεται στο βιβλίο με τον τίτλο «Και στην αιωνιότητα δεν θα πλήττω» είναι ο κορυφαίος γάλλος ιστορικός της ρωμαϊκής αρχαιότητας, ο 89χρονος σήμερα Πολ Βεν. Από τα τελευταία εν ζωή μεγάλα ονόματα της Σχολής των Annales, φίλος του φιλοσόφου Μισέλ Φουκό και του ποιητή Ρενέ Σαρ, ομότιμος καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας, αποφασίζει το 2014 να καταγράψει ελεύθερα τις αναμνήσεις του – και η ελευθεριότητα της σκέψης και η αμεσότητα της γραφής του παράγει ένα εκπληκτικά γλαφυρό αφήγημα. Νεότητα και πολιτική Ο νεαρός Πολ Βεν μεγαλώνει στην Εξ-αν-Προβάνς της Προβηγκίας, στον γαλλικό Νότο. Προέρχεται από οικογένεια μικρεμπόρων, «περιβάλλον σχεδόν πληβειακό» το ονομάζει ο ίδιος, αν και η οικογένειά του είχε ήδη πλουτίσει. Η εκπαίδευση, «το κοινωνικό ασανσέρ της Γαλλικής Δημοκρατίας», τον βοηθά να ξεφύγει από τους περιορισμούς του τόπου και του χρόνου του. Αρχικά, διαφεύγει από τις γερμανόφιλες αντιλήψεις του πατέρα του που στη διάρκεια της Κατοχής υποστήριζε το καθεστώς του Βισί. Διαφεύγει από την επαρχιακή πραγματικότητα μιας περιοχής όπου υπήρχε Μουσείο Καλών Τεχνών, αλλά επί δωσιλογικής κυβέρνησης Πετέν απαγορευόταν η είσοδος στους νέους «γιατί είχε μέσα γυμνά», χάρη στη συνάντησή του με τα ρωμαϊκά ερείπια, τον Ομηρο, τον Γκιστάβ Φλομπέρ, το πάθος του για την Ιστορία που τον στέλνει, μετά από επίπονες εξετάσεις στην παρισινή École Normale Supérieure. Η μαρξιστική πρωτοπορία ενός καιρού που ερχόταν μετά τα δεινά του 20ού αιώνα τον γοητεύει: όχι τόσο το ίδιο το περιεχόμενο του κομμουνισμού («δεν πίστευα ούτε γι’ αστείο σ’ εκείνα τα «αύριο που τραγουδούν» κατά Αραγκόν»), αλλά το ότι γινόταν νοητός ως ο κατ’ εξοχήν αγώνας της στιγμής («να πάρω μέρος στη σταυροφορία της εποχής μου»). Θα μπει στο κόμμα από «αλτρουισμό, αλληλεγγύη, φιλανθρωπία, επιθυμία για δικαιοσύνη», θα παραμείνει όμως «σχολαστικός γραμματιζούμενος, «μαρξιστής και τζέντλεμαν»». Από την κριτική σκοπιά του βλέπει την πλειοψηφία των στρατευμένων του ΚΚΓ ως ανθρώπους που κι αυτοί κινητοποιούνταν από την αλληλεγγύη και το ίδιο το κόμμα ως όλο και πιο συντηρητική οργάνωση, διεκδικητικό μοχλό περισσότερο παρά φορέα ουτοπικής ιδεολογίας. Θα το εγκαταλείψει το 1956, στον απόηχο της σοβιετικής εισβολής στην Ουγγαρία, όπως και τα μισά περίπου μέλη του. Αντισυμβατική ωριμότητα Πέρα από συμβατικότητες και κανόνες, ο Βεν αποδεικνύεται αδιάφορος για τα καλούπια της εποχής του. Τεκμηριώνει την απόφασή του να μην επιδιώξει να διδάξει εξαρχής στο Παρίσι γράφοντας ότι η Σορβόννη ήταν «απηρχαιωμένη», ενώ στην επαρχία «πας στους φίλους σου με τα πόδια, βρίσκεστε όλοι μαζί στο κοντινό εστιατόριο, οι κινηματογράφοι είναι επίσης κοντά». Ο Ντε Γκωλ υπήρξε «ο μεγαλύτερος αριστερός μεταρρυθμιστής του αιώνα του» ασκώντας αριστερή πολιτική (αποαποικιοποίηση, γυναικεία ψήφος, κοινωνική ασφάλιση) διαισθανόμενος την κίνηση της Ιστορίας. Εξηγείται έτσι και ο αφορισμός του Βεν προς το 1968, το οποίο χαρακτηρίζει «ιλαρό». Συμπαθώντας τη φοιτητική αναζήτηση της ανατροπής, ο ίδιος κρίνει ως σημαντικότερη κληρονομιά του την «επανάσταση των ηθών» παρά οποιαδήποτε πολιτική παρακαταθήκη. «Διασκεδαστικά και ενδιαφέροντα παρά συγκλονιστικά» ήταν τα γεγονότα του Μάη. Η αντισυμβατικότητα του Βεν φαίνεται κατ’ εξοχήν στον απροκατάληπτο τρόπο με τον οποίο αφηγείται λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής: τη γενετική δυσμορφία που παραμορφώνει την αριστερή πλευρά του προσώπου του, την ξαφνική του μανία για την ορειβασία που γεννιέται μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, τη βασανιστική κατάθλιψη και τις αυτοκτονικές τάσεις της δεύτερης συζύγου του Εστέλ μετά τον θάνατο του γιου της Στεφάν από AIDS, την αυτοκτονία του δικού του γιου, Νταμιάν, τη σχέση, εν γνώσει και με τη σιωπηρή συμφωνία της Εστέλ, που συνάπτει με την καλύτερή της φίλη, Φρανσουάζ, ένα επεισόδιο οραματικής έκστασης που βίωσε από κοινού με την τελευταία. Και, ως αποτέλεσμα, σε καμία σελίδα του βιβλίου αυτού, ιστορική, πολιτική, προσωπική, δεν πλήττει κανείς, όπως αναμφίβολα δεν έπληξε στη μακρά ζωή του ο συγγραφέας του.