«Σοφία Καικιλία Καλού». Παραδόξως, τα ονόματα στο επίσημο έγγραφο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης που πιστοποιεί τη γέννησή της στις 2 Δεκεμβρίου 1923 δεν αντιστοιχούν ούτε στο πλήρες επώνυμό της ούτε στο όνομα με το οποίο έγινε διάσημη. Η Μαρία Καλογεροπούλου επρόκειτο να σταδιοδρομήσει παγκοσμίως ως «Μαρία Κάλλας», ο πατέρας της, όμως, όντας μόλις έξι μήνες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν τότε γνωστός ως «Γιώργος Καλός». Αυτή η μεταβλητότητα της ονοματοδοσίας, χαρακτηριστική της μεταναστευτικής ταυτότητας, μοιάζει εκ των υστέρων εμβληματική της αβεβαιότητας που θα διέκρινε πτυχές του βίου της. Ελληνίδα ή Αμερικανίδα, γυναίκα ή σοπράνο, σύζυγος ή ερωμένη, θα ταλαντευόταν κατά καιρούς ανάμεσα σε ιδιότητες που προσπαθούσε είτε να συμβιβάσει είτε να διαχωρίσει.
Οι εντάσεις όμως αυτές αφορούσαν την ιδιωτική της ζωή. Δημοσίως, αναγνωρίστηκε ως μία από τις πιο εξέχουσες φωνές του 20ού αιώνα, πολιτισμικό φαινόμενο που για μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης προσωποποιούσε την ίδια την εικόνα της όπερας ως μουσικού είδους. Τη διαδρομή αυτή από τη Νέα Υόρκη του Μεσοπολέμου στη Σκάλα του Μιλάνου, τη Μετροπόλιταν Οπερα και τις υπόλοιπες κορυφαίες λυρικές σκηνές ανά τον κόσμο αποτυπώνει με ενάργεια η πρόσφατη βιογραφία Η απόλυτη ντίβα του Τζον Λούις Ντι Γκαετάνι, η οποία είναι και η νέα μεγάλη προσφορά του Βήματος στους αναγνώστες του.
Τα χρόνια της ανάδειξης
Οι περιστάσεις αυτές βρίσκονται στο υπόβαθρο της ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ μητέρας και κόρης: η Κάλλας θεώρησε υπεύθυνη την Ευαγγελία για τους κινδύνους που διέτρεξαν βιώνοντας στην Ελλάδα τη σκληρή δοκιμασία του πολέμου και της Κατοχής. Στα δύσκολα αυτά χρόνια, υπό την καθοδήγηση της ισπανίδας διεθνούς σοπράνο Εβίτα ντε Ιντάλγκο που αντιλήφθηκε από νωρίς τόσο τις ιδιαιτερότητες όσο και τις τεράστιες δυνατότητες της φωνής της Μαρίας, τέθηκαν ωστόσο οι βάσεις της μελλοντικής καριέρας της. «Η πειθαρχία της Κάλλας, η μουσική της ιδιοφυΐα, οι υποκριτικές της ικανότητες, η ικανότητά της να κατανοεί και να απομνημονεύει μια παρτιτούρα όπερας» ήταν εμφανείς από νωρίς.
Θα χρειαζόταν όμως μια οδύσσεια δύο ετών, η επιστροφή στις ΗΠΑ, η μάταιη επιδίωξη των μεγάλων σκηνών και η μετάβαση στην Ιταλία προτού έρθει τελικά το διεθνές ντεμπούτο της στη Βερόνα στην «Τζιοκόντα» του Αμίλκαρε Ποντσιέλι τον Αύγουστο του 1947. «Μια πολλά υποσχόμενη νεαρή Αμερικανίδα» με ξεχωριστή σκηνική παρουσία και υποκριτικές ικανότητες, στην αρχή, κατόρθωσε μέσα σε τρία χρόνια να φτάσει ως τη Σκάλα του Μιλάνου, έστω αναπληρώνοντας την ντίβα της εποχής, Ρενάτα Τεμπάλντι. Αυτοδικαίως θα τραγουδούσε εκεί το 1952, όταν πια η φωνητική της ευελιξία θα συνδυαζόταν με την οργανωτική δεξιοτεχνία του συζύγου της, Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι. Εκτοτε, και για μια εικοσαετία, οι μεγαλύτερες λυρικές σκηνές του κόσμου θα της άνοιγαν τις πύλες της, οι κριτικοί θα τις επιδαψίλευαν επαίνους, πρωτοπόροι δημιουργοί όπως ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι θα συνεργάζονταν μαζί της, το κοινό θα την αναδείκνυε σε ποπ είδωλο.
Τα χρόνια της διασημότητας
Πίσω από τη βιτρίνα μιας τελειομανούς, άψογης επαγγελματία της οποίας η τέχνη αμειβόταν αδρά κρυβόταν ωστόσο ένας χαρακτήρας με πολύ λιγότερες βεβαιότητες από όσες προβάλλονταν εξωτερικά. Η «συναδελφοφάγος» Κάλλας που καυγάδιζε με ερμηνευτές, σχολίαζε υποτιμητικά άλλες σοπράνο και διαπληκτιζόταν δημοσίως με δικαστικούς επιμελητές φορώντας ακόμη τα κοστούμια της παράστασης είναι ένα μέρος του θρύλου. Εκτός του οξύθυμου, ανασφαλούς χαρακτήρα της ήταν και αποτέλεσμα συνειδητής στρατηγικής εξασφάλισης της δημοσιότητας. Παράδοση αντιπαλότητας μεταξύ κορυφαίων ομολόγων υπήρχε στον χώρο της όπερας και, εφόσον τηρούνταν κάποια όρια, εξήπτε το ενδιαφέρον του κοινού ενσαρκώνοντας τον επί σκηνής ανταγωνισμό.
Εδώ εντάσσονται οι τακτικές προκλητικές ρήσεις όπως η περίφημη αποστροφή της «είναι σαν να συγκρίνεις σαμπάνια με Coca-Cola» για την Τεμπάλντι. Η απομάκρυνση όμως από την οικογένειά της, η διαρκής καχυποψία για τα πρόσωπα του στενού της κύκλου, η ανάγκη να αποτελεί διαρκώς το επίκεντρο της προσοχής ήταν ενδείξεις μιας βαθύτερης αστάθειας την οποία επέτεινε τελικά το διαζύγιο με τον Μενεγκίνι και η προσκόλλησή της στον Αριστοτέλη Ωνάση. Γοητευμένη από την προσωπικότητά του, η Κάλλας δεν έπαψε σε όλη τη διάρκεια της μακρόχρονης σχέσης τους να ελπίζει σε γάμο – ακόμη και όταν εκείνος ήταν πια παντρεμένος με την Τζάκι Κένεντι.
Σε αυτό το σημείο τέμνονται η επαγγελματική και η προσωπική ζωή της Μαρίας Κάλλας. Εχοντας καταφύγει από νεαρή ηλικία σε αδυνατιστικά χάπια προκειμένου να ελέγξει το βάρος της, καπνίστρια για τον ίδιο λόγο, εγκατέλειψε μετά τον χωρισμό της από τον Μενεγκίνι την αδιάκοπη φροντίδα για τη φωνή της στην οποία εκείνος την παρότρυνε. Τραγουδώντας ρόλους με μεγάλες εναλλαγές, με υπερβολικά μεγάλη διάρκεια, σε υπερβολικά πολλές παραστάσεις, δίχως να συγκρατεί την ένταση ή τις ψηλές νότες στις πρόβες, βρέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 να ταλαιπωρείται από φωνητικά προβλήματα. Διάφορες εναλλακτικές οι οποίες της παρουσιάστηκαν (ο κινηματογράφος με τη «Μήδεια» του Παζολίνι το 1969, η διδασκαλία με ένα ανεπανάληπτο master class στη διάσημη Σχολή Τζούλιαρντ το 1971-1972) δεν καρποφόρησαν.
Οι τελευταίες της περιοδείες, μια σειρά ρεσιτάλ με τον φημισμένο τενόρο Τζουζέπε ντι Στέφανο το 1973 και το 1974, διέρρηξαν τη φιλία τους και αποκάλυψαν, παρά το γενναιόδωρο χειροκρότημα του κοινού, ότι οι άλλοτε ηγεμονικές παρουσίες της σκηνής υστερούσαν πλέον. Απρόθυμη να συμβιβαστεί με μικρότερους ρόλους στους οποίους ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσε να δώσει έξοχες ερμηνείες, η Κάλλας αποσύρθηκε στην κατοικία της στο 16ο Διαμέρισμα του Παρισιού. Ο θάνατος του Ωνάση, το 1975, υπήρξε ισχυρό πλήγμα. Ο δικός της, στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, σε ηλικία 54 ετών, αιφνιδίασε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Αν και αποδόθηκε σε καρδιακή προσβολή, διακινήθηκαν φήμες περί αυτοκτονίας χωρίς ωστόσο να προκύψει ποτέ οποιαδήποτε τεκμηρίωση. Η τελευταία πράξη μιας φρενήρους ζωής παίχθηκε την άνοιξη του 1979, όταν σύμφωνα με επιθυμία της, οι στάχτες της που είχαν μυστηριωδώς κλαπεί από το νεκροταφείο Περ Λασέζ και στη συνέχεια ανακτηθεί, διασκορπίστηκαν στο Αιγαίο.
Η ταχύρρυθμη αφήγηση
Ολα αυτά η βιογραφία του Τζον Λούις Ντι Γκαετάνι, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Χόφστρα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και συγγραφέα πολλών βιβλίων γύρω από τον Ρίχαρντ Βάγκνερ, τον Τζιάκομο Πουτσίνι και την ιστορία της όπερας, τα πραγματεύεται με σαφήνεια, αφηγηματική ευχέρεια και σεβασμό στις πηγές. Η προσεκτική καταγραφή της επαγγελματικής ανέλιξης της Μαρίας Κάλλας διαπλέκεται με τα συμβάντα της προσωπικής της ζωής, οι μουσικές της διαδρομές χρησιμοποιούνται για να φωτιστούν πτυχές του ιδιωτικού της βίου και το αντίθετο. Οι φιλίες, οι επιφυλακτικές σχέσεις και οι αντιπαλότητες αναδεικνύουν την ατμόσφαιρα του κόσμου της όπερας – ιδιαίτερα την έντονη αίσθηση μιας ιεραρχίας τόσο από πλευράς σκηνών (χαρακτηριστική η εξιστόρηση των προσπαθειών δημιουργίας όπερας στο Σικάγο) όσο και από πλευράς καλλιτεχνών.
Ο Ντι Γκαετάνι χαρτογραφεί μια πορεία κατά την οποία η Κάλλας μεταλλάσσεται από διασημότητα με περιστασιακή πρόσβαση στον χώρο του πλούτου σε πλήρες μέλος της «café society» για να καταλήξει μοναχική φιγούρα που δέχεται απανωτά πλήγματα στα οποία και τελικά υποκύπτει. Το βιβλίο του συνδυάζει την αρετή της ταχύρρυθμης αφήγησης με την αφαιρετική ικανότητα παράγοντας έτσι ένα ευσύνοπτο όσο και ελκυστικό για τον αναγνώστη αποτέλεσμα. Αυτή την αποτύπωση μιας ζωής θριάμβου και τραγωδίας, ειδωλοποίησης και απομόνωσης, ανεπανάληπτης επαγγελματικής επιτυχίας και μάταιης αναζήτησης της ευτυχίας θα προσφέρει μέσα στις επόμενες εβδομάδες «Το Βήμα» τη χρονιά που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, της απόλυτης ντίβας.
Η «επιστροφή» στη Μεγάλη Οθόνη
Καθώς η εκατονταετηρίδα από τη γέννηση της Κάλλας πλησιάζει, τον Οκτώβριο του 2022 ανακοινώθηκε ότι η Αντζελίνα Τζολί πρόκειται να πρωταγωνιστήσει στο βιογραφικό φιλμ «Μαρία» του Χιλιανού Πάμπλο Λαρέν, γνωστού από τα «Τζάκι» (2016) και «Σπένσερ» (2021) με θέμα την Τζάκι Κένεντι και τη λαίδη Νταϊάνα, αντίστοιχα. Η ταινία πρόκειται να ακολουθήσει το επιτυχημένο ντοκιμαντέρ «Maria by Callas» (2018) του Τομ Βολφ που αφηγείται τη ζωή της μέσα από προσωπικές επιστολές, συνεντεύξεις, βίντεο και αυτοβιογραφικά κείμενα και το «Κάλλας για πάντα» (2002) του Φράνκο Τζεφιρέλι, φίλου και συνεργάτη της κορυφαίας υψιφώνου, όπου τη Μαρία Κάλλας είχε υποδυθεί η διάσημη γαλλίδα ηθοποιός Φανί Αρντάν.
Εικόνα της εποχής
Η βιογραφία της Μαρίας Κάλλας είναι ταυτόχρονα και βιογραφία μιας εποχής. Τα χρόνια της ανάδυσής της είναι εκείνα της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου, των ετών της αποκατάστασης και ανοικοδόμησης της ερειπωμένης από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Ευρώπης. Πρόκειται επίσης για μια στιγμή διάχυσης της τεχνολογικής προόδου. Το 1949 η Κάλλας εγκαταλείπει τη χρονοβόρα πρακτική της διάπλευσης του Ατλαντικού για χάρη των αεροπορικών πτήσεων που περικόπτουν τις εβδομάδες του ταξιδιού αρχικά σε ημέρες και αργότερα σε ώρες. Γίνεται θιασώτης του τζετ σετ – και τακτική προσκεκλημένη των μαζικών μέσων ενημέρωσης. Διαισθητικά αντιλαμβάνεται την καταλυτική επιρροή που θα έχει η τηλεόραση σε σχέση με το ραδιόφωνο και συμμετέχει στην εκπομπή του Εντουαρντ Μάροου το 1956.
Στο μεταξύ όμως φροντίζει να αξιοποιήσει την έκρηξη του περιοδικού Τύπου – και μάλιστα εντύπων μεγάλης κυκλοφορίας που οι συνάδελφοί της ως τότε απαξίωναν: «Εδωσε συνεντεύξεις σε δημοφιλή ιταλικά περιοδικά όπως το Oggi και το Epoca σε μια εποχή που οι περισσότεροι τραγουδιστές της όπερας δεν ήθελαν να εμφανίζονται» σε αυτά. Καθώς τα LP, οι δίσκοι βινυλίου μεγάλης διάρκειας, αρχίζουν να διαδίδονται σε ευρύ κοινό, η Κάλλας συνάπτει συμβόλαιο για την ηχογράφηση των παραστάσεών της στη Σκάλα του Μιλάνου. Τη δεκαετία του ’60 η δημοτικότητα του ροκ εντ ρολ θα αναγάγει το LP στο κατεξοχήν μέσο μουσικής ακρόασης διαμορφώνοντας ταυτόχρονα μια παρόμοια αγορά και για την όπερα.