Αυτό είναι το τρίτο βιβλίο της Λόρεν Γκροφ που εκδίδεται στα ελληνικά. Είναι ασφαλώς αξιοσημείωτο που τρία από τα πέντε μυθιστορήματά της μεταφράστηκαν στη γλώσσα μας, δεδομένου ότι η συγγραφέας ανήκει στη νεότερη γενιά των αμερικανών πεζογράφων (γεννήθηκε το 1978). Προηγήθηκαν το Ευμενίδες και Ερινύες (2019) και Τα τέρατα του Τέμπλετον (2013). Το Matrix (εκδ. Πόλις) είναι το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημα της Γκροφ τόσο ως σύλληψη όσο και ως τελικό αποτέλεσμα. Δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιήσει ένα ιστορικό πρόσωπο ως κεντρικό σε ένα μυθιστόρημα καθαρής μυθοπλασίας ο πεζογράφος, μολονότι το έχουν επιχειρήσει αρκετοί καλοί συγγραφείς εδώ και χρόνια με αξιόλογα αποτελέσματα.

Μοιάζει όμως σχεδόν αδιανόητο το να καταφύγει σε ένα ιστορικό πρόσωπο για τη ζωή του οποίου υπάρχουν ελαχιστότατες και αντικρουόμενες πληροφορίες και να αναπτύξει μιαν αφήγηση που όχι απλώς συμπληρώνει τα τεράστια κενά αλλά και ανάγεται στο επίπεδο της μυθοπλασίας. Αυτό το «σχεδόν αδιανόητο» επιχείρησε η Γκροφ και μας έδωσε ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, το οποίο δικαίως την κατατάσσει στους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς της.

Ιστορία μιας άγνωστης ιστορίας

Οσοι διάβασαν κι αγάπησαν το Ευμενίδες και Ερινύες θα εκπλαγούν ευχάριστα με το Matrix. Κι όχι τόσο γιατί συνιστά σημαντική συμβολή σε αυτό που συμβατικά αποκαλούμε γυναικεία υπόθεση. Προηγήθηκαν άλλωστε σ’ αυτό κορυφαίες γυναίκες πεζογράφοι: η Κολέτ, η Βιρτζίνια Γουλφ, η Ελσα Μοράντε, η Τόνι Μόρισον, οι αδελφές Μπροντέ – ακόμη και η αγρίως υπερτιμημένη μια εποχή Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Lauren Groff, Matrix Μετάφραση Χρήστος Οικονόμου. Εκδόσεις Πόλις, 2024, σελ. 288, τιμή 17,70 ευρώ

Εδώ έχουμε κάτι εντελώς διαφορετικό: μια ιστορία που αναπλάθει μιαν άλλη ιστορία εν πολλοίς άγνωστη: εκείνη της Μαρίας της Γαλλίας (του 12ου αιώνα), της πρώτης γαλλίδας ποιήτριας, που ενώ μεγάλο μέρος του έργου της έχει διασωθεί και μελετηθεί, ο βίος της μας είναι άγνωστος και οι «πληροφορίες» που έχουμε παραμένουν στο πεδίο των εικασιών. Και η ίδια, στα κείμενά της, μας δίνει μόνο το όνομά της.

Η Γκροφ ελάχιστα αναφέρεται στο σημαντικό λογοτεχνικό έργο της Μαρίας της Γαλλίας. Ασφαλώς και το γνωρίζει, αλλά θαρρώ πως διαβάζοντας κάτω από τις γραμμές μάς δίνει το φανταστικό πορτρέτο μιας επιβλητικής, παθιασμένης και οραματικής γυναίκας, με ηγετικά προσόντα, με σπάνια μόρφωση και με πάθος για τη ζωή. Η επίδραση της ποίησής της στη λογοτεχνία του Μεσαίωνα αλλά και αργότερα είναι ένα άλλο κεφάλαιο, το οποίο φρονίμως ποιούσα η Γκροφ απέφυγε να το γράψει.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με μια υποβλητική περιγραφή, όπου η Γκροφ μας συστήνει την πρωταγωνίστριά της που «βγαίνει μονάχη από το δάσος, καβάλα στο άλογό της. Δεκαεφτά χρονών, στο κρύο ψιλόβροχο του Μάρτη, η Μαρία από τη Γαλλία». Βρισκόμαστε στο «σωτήριον έτος 1158». Την έχουν διώξει από την αυλή της βασίλισσας Ελεονώρας της Ακουιτανίας.

Αυτή η ψηλή σαν γίγαντας κοπέλα με το άχαρο σουλούπι θα βρεθεί σ’ ένα μίζερο αγγλικό αβαείο, όπου οι καλόγριες υποφέρουν από τις αρρώστιες και την ανέχεια. Αλλά η Μαρία δεν είναι από εκείνες που υποτάσσονται στη μοίρα τους. Είναι μορφωμένη, γνωρίζει να διαβάζει και να γράφει στα λατινικά, έχει πείσμα, διορατικότητα και πάθος. Σύντομα εκλέγεται ηγουμένη στο μοναστήρι και παρά την ανδροκρατική και καταπιεστική κοινωνία της εποχής το μεταμορφώνει σε μια ανθηρή ουτοπική κοινωνία γυναικών. Είναι μόνη αλλά αυτό δεν την πτοεί. Ούτε και το γεγονός ότι η ερωμένη της, Σεσίλια, αρνείται να την ακολουθήσει στο μοναστήρι, όπου η Μαρία θα περάσει πάνω από μισόν αιώνα της υπόλοιπης ζωής της.

Εχουμε φτάσει στο σωτήριον έτος 1212 (και λίγες σελίδες πριν από το τέλος του μυθιστορήματος). Είναι ένα έτος άθλιο και όχι «σωτήριον». Οι γονείς αγοράζουν στα παιδιά τους γερά παπούτσια και ρούχα, τους δίνουν ένα μπογαλάκι με ψωμοτύρι και λουκάνικο και τα στέλνουν σε σταυροφορία στους Αγίους Τόπους. Τα παιδιά θα σκοτωθούν ή θα πεθάνουν από τις κακουχίες και τις αρρώστιες, όμως οι γονείς πιστεύουν ότι έτσι εξασφαλίζουν μια θέση στον παράδεισο. Η Μαρία είναι εβδομήντα ενός ετών πλέον. «Κάποτε πίστευε ότι οι σταυροφορίες ήταν η ανθρώπινη γροθιά του Θεού. Τώρα ξέρει ότι είναι κάτι επαίσχυντο, γέννημα της αλαζονείας και της απληστίας». Η Γκροφ προς το τέλος χρησιμοποιεί ένα θαυμάσιο εύρημα: η βασίλισσα Ελεονώρα έχει πεθάνει, το μοναστήρι ανθεί: με τις καλλιέργειες, τα οικόσιτα ζώα και τις εξαιρετικές συνθήκες ζωής· και τότε, έπειτα από πενήντα χρόνια, τη Μαρία την επισκέπτεται η ερωμένη της: η Σεσίλια.

Ενα μοναστήρι επίγειος παράδεισος

Το αβαείο ήταν εκείνα τα χρόνια ένας επίγειος παράδεισος για τις γυναίκες: για τις απόκληρες, τις κατατρεγμένες, τις ελαφροΐσκιωτες, αλλά ακόμη και για τις πιο στρυφνές και αντιπαθητικές. Εδώ βρήκαν τη συναλληλία, την αλληλοβοήθεια, την ηρεμία που απαλύνει το κύλισμα του χρόνου και την αγάπη που όλα τα κατανικά. Συνηθίζουμε να θεωρούμε (κατά κοινή παραδοχή) ότι ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας ήταν μια μακροχρόνια σκοτεινή εποχή – που έχει μεν βάση αληθείας, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν και ξέφωτα, όπως αυτό που αναδεικνύει η Γκροφ στο Matrix. Η ιστορία της έχει παραδειγματική αξία γιατί καταφέρνει να την αποσπάσει από τον χρόνο και να τη μεταφέρει αλληγορικά στη δική μας εποχή.

Η Γκροφ ανήκει στους συγγραφείς που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «στυλίστες». Αλλά ταυτόχρονα γράφει απευθυνόμενη και στο μεγάλο κοινό. Ποιητικότητα και ρεαλισμός συνδυάζονται αρμονικά, η καθαρότητα της γραφής της είναι μοναδική, το πέρασμα από το τρίτο πρόσωπο – όπου χρειάζεται – ευφυέστατο και ο αφηγηματικός ρυθμός δεν πέφτει σε κανένα σημείο της αφήγησης. Αυτά τα γνωρίσματα τα διακρίνει κανείς και στην ελληνική μετάφραση. Στον μεταφραστή Χρήστο Οικονόμου αξίζει κάθε έπαινος.

Ο Τραμπ και η κοινοτική ζωή

Η Γκροφ είπε πως έγραψε το Matrix προκειμένου να απομακρυνθεί όσο ήταν δυνατόν από την Αμερική του Τραμπ. Ωστόσο, αυτό δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα αλλά ένα μοντέρνο βιβλίο. Δεν πρόκειται για απόδραση από το παρόν (κάτι που θα το έλεγε κανείς για τη Σαλαμπό του Φλομπέρ, λόγου χάρη). Αναδημιουργώντας μιαν άγνωστη ιστορία η συγγραφέας αναδεικνύει τη γυναικεία δημιουργικότητα, τη φιλοδοξία και πάνω απ’ όλα την κοινοτική ζωή. Το αβαείο είναι μια κοινωνία όπως πρέπει να είναι η κοινωνία και σήμερα. Είμαι σχεδόν βέβαιος πως το βιβλίο θα αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας στο σύνολό του – και όχι μόνο από το γυναικείο.