Η επωδός μόνιμη, σχεδόν απαράλλαχτη, μια προσπάθεια η πηχτή βαρεμάρα να ακούγεται ειλικρινής προθυμία. «Σας ευχαριστώ για την αναμονή. Ονομάζομαι Τζίμι. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» λέει ο κεντρικός ήρωας αυτής της ιστορίας κάθε φορά που ένα κόκκινο κουμπάκι αναβοσβήνει απέναντί του και ο ίδιος δεν μπορεί παρά να ανταποκριθεί στις εισερχόμενες κλήσεις, δηλαδή στα επιθετικά αιτήματα των πελατών από κάθε γωνιά του πλανήτη.

Στην πραγματικότητα, όποτε ο Τζίμι απαντά με την προβλεπόμενη ψεύτικη ευγένεια, είναι σαν να διερωτάται παράλληλα τι είδους καταστάσεις πρόκειται να αντιμετωπίσει πάλι στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής (από συμπαθητικές χαζομάρες και εκκεντρικές υπερβολές μέχρι αφοπλιστικές ανοησίες και αδιανόητες τρέλες, προερχόμενες από κακομαθημένους τουρίστες που, εφόσον πληρώνουν, λογαριάζουν ότι τους ανήκει όλος ο κόσμος).

Πλην όμως, επειδή «τα κουτσομπολιά κυλούσαν στις φλέβες του Τζίμι σαν φυσαλίδες χαράς και ανεμελιάς», χαρακτηριστικό που ίσως σχετίζεται ευθέως με την κουλτούρα της Νότιας Ευρώπης μέσα στην οποία πρόλαβε να μεγαλώσει αλλά αναγκάστηκε ύστερα να εγκαταλείψει, δεν θα ήταν και εντελώς αβάσιμο να ισχυριστούμε ότι ο Τζίμι μάλλον έχει βρει τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο να αισθάνεται οικεία μες στη διαχείριση των προβλημάτων των άλλων και, γιατί όχι, να αντλεί από αυτή την επαναλαμβανόμενη διαδικασία κάποια ικανοποίηση (βεβαίως, μην παρεξηγηθούμε, ικανοποίηση και απόλαυση διαφέρουν ουσιαστικά, δεν πρέπει να συγχέονται, ιδίως σε τούτη την αφήγηση που στοιχειώνεται από τη διαβρωτική απουσία της απόλαυσης σε κάθε επίπεδο).

Ο Τζίμι δεν κάνει μια δουλειά που του αρέσει, αλίμονο, κάνει μια δουλειά που απλώς δεν εξελίσσεται τόσο ανυπόφορα όσο η υπόλοιπη ζωή του. Επιπλέον η συγκεκριμένη δουλειά, αγχωτική και άθλια σε αδρές γραμμές για τους περισσότερους, προσλαμβάνει ιδίως στην περίπτωσή του μια απροσδόκητα καθησυχαστική διάσταση: δεν απαιτεί την εξωτερική του εμφάνιση, απαιτεί μόνο τη φωνή του.

Μικρόκοσμος γραφείου

Ο πρωταγωνιστής στο δεύτερο μυθιστόρημα της 37χρονης Καταρίνα Φόλκμερ που τιτλοφορείται Wonderfuck (μόνο στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, σε μια ηδονικά φορτισμένη σκηνή εξ αποστάσεως, αποκαλύπτεται η έμπνευση της συγγραφέως) είναι ένας νεαρός άνδρας παχύς, πάρα πολύ παχύς, με σγουρά μαλλιά και μεσογειακή επιδερμίδα (ιταλικής καταγωγής, σιτσιλιάνικης για να είμαστε ακριβείς), ο οποίος εργάζεται εσχάτως στον έκτο όροφο ενός γκρίζου κτιρίου σε μια φτηνή γειτονιά του σημερινού Λονδίνου, στο τμήμα παραπόνων του κέντρου εξυπηρέτησης πελατών της εταιρείας Vanilla Travels Limited (ενός διεθνούς πρακτορείου ταξιδίων που φημίζεται, υποτίθεται, για τις υψηλότατες προδιαγραφές του, οι οποίες, εξυπακούεται, δεν αφορούν τους εργαζόμενους, αφού τέτοιοι εργαζόμενοι είναι «ένα μάτσο κόκαλα χωρίς αξιοπρέπεια»).

Λοιπόν, ο Τζίμι που ήδη (σύμφωνα με τον ανώτατο προϊστάμενό του, τον «μοχθηρό αφέντη» Σάιμον) δεν αποτελεί και κανένα υπόδειγμα αφοσιωμένης παραγωγικότητας, ο Τζίμι που εν τω μεταξύ έχει εμπλακεί και σε ένα επίμαχο περιστατικό στις τουαλέτες (με συμπρωταγωνιστή τον Ντάνιελ, έναν πολλαπλώς γνώριμο συνάδελφό του), πρόκειται να απολογηθεί σύντομα σε μια προγραμματισμένη και κρίσιμη συνάντηση εντός του «δήθεν γραφείου» (τον ανθρώπινο μικρόκοσμο του οποίου, κατά τα λοιπά, η Φόλκμερ αναδεικνύει με ζωηρές, σαρκαστικές και ανελέητες πινελιές, όπως τον «περίεργο Γερμανό» κατεξοχήν, τον διπλανό του Τζίμι).

Καταρίνα Φόλκμερ, Wonderfuck, Μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Εκδόσεις Στερέωμα, 2024, σελ. 192, τιμή 16,50 ευρώ

Το ασήκωτο φορτίο της ζωής

Τι θα συμβεί; Λίγη σημασία έχει, καθώς ο πληγωμένος Τζίμι ξέρει από γκρεμισμένα όνειρα, ανεκπλήρωτες επιθυμίες και καθημερινές κατραπακιές. Ξέρει ότι το σώμα του είναι το ασήκωτο φορτίο της ζωής του, ξέρει ότι είναι «παγιδευμένος μέσα στη δυσφορία και στη λαχτάρα» και ακριβώς αυτό τον μετατρέπει σε κάτι σημαντικό, στον απεγνωσμένο αλλά χαριτωμένο κόμβο μιας μυθοπλασίας που αρνείται να τζογάρει πάνω στον οίκτο και που στοχεύει να λειτουργήσει ως μια απαιτητική, ενίοτε άβολη, άσκηση ενσυναίσθησης, μια άσκηση διασκεδαστική και σοβαρή εξίσου, διότι η γραφή της Φόλκμερ απλώνεται με υπολογισμένο θράσος σε ένα πλέγμα ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, από τη γλώσσα και την εθνικότητα μέχρι το φύλο και τη σεξουαλικότητα.

Ωστόσο, γιατί ο Τζίμι διατηρεί ένα κόκκινο κραγιόν στα αισθαντικά του χείλη ενόσω εξυπηρετεί (ή δεν εξυπηρετεί, τέλος πάντων) τους πελάτες της τουριστικής εταιρείας με το ιδιόρρυθμο, ευφάνταστο, πληθωρικό ταπεραμέντο του;

Στο Wonderfuck υπάρχουν είτε απορίες που λύνονται πανεύκολα είτε απορίες που δεν λύνονται ποτέ. Η σχέση του Τζίμι με τη μητέρα του, τη Σινιόρα με την «αιώνια θλίψη», τη λαβυρινθώδη θλίψη της, η σχέση με τον γάτο του Χένρι αλλά και το παρελθόν του στο γραφείο τελετών του κυρίου Νόουμπς (όπου, ως απόφοιτος δραματικής σχολής, ο Τζίμι υποκρινόταν για κάποιο διάστημα τεθλιμμένους συγγενείς από το εξωτερικό ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπρεπής έκβαση κάθε κηδείας) φτιάχνουν τον χαλαρό καμβά ενός ενδιαφέροντος βιβλίου (που μετέφρασε με προσοχή και μπρίο η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη).

Η λογοτεχνική φωνή της Φόλκμερ είναι διακριτή, δηκτική, σαρωτική (μολονότι, πότε αρθρώνει καθαρά τις σκέψεις της και πότε χάνεται μες στην ίδια την ευστροφία της). Πάντως, ένα μυθιστόρημα χρειάζεται και οικονομημένη δομή και το Wonderfuck ως προς αυτό χωλαίνει, δεν αρκεί η φωνή για να καλύψει τα μπαλώματα και τις ραφές στην όποια σύνθεση. Υπενθυμίζουμε ότι από τις εκδόσεις Ποταμός κυκλοφόρησε, σε μετάφραση Δημήτρη Καρακίτσου, επίσης εντός του 2024, το Στον γιατρό ή Το εβραϊκό πουλί, το πρώτο βιβλίο της Φόλκμερ.