Τυχεροί είναι οι συγγραφείς που εκτός από ταλέντο έχουν και τους ευαγγελιστές τους, αυτούς δηλαδή που φροντίζουν για την έκδοση του έργου και την υστεροφημία τους. Ισως όμως μεγαλύτερη «τύχη» έχει ένας συγγραφέας που συναντιέται με έναν θερμό αναγνώστη πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, ειδικά όταν η πρόσληψή του περνά κρίση.
Τέτοια είναι η περίπτωση του γεννημένου στο Συρράκο ποιητή και πεζογράφου Κώστα Κρυστάλλη (1868-1894) που έχει βρει στο πρόσωπο του συγγραφέα, φιλολόγου και ομότιμου καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ευάγγελου Αυδίκου τον δικό του ευαγγελιστή. Με καταγωγή από το Συρράκο ο ίδιος, θα γνωρίσει το έργο του Κρυστάλλη το 1993 και έκτοτε θα τον στηρίξει με κάθε τρόπο. Ως συγγραφέας, με το μυθιστόρημα Οδός Οφθαλμιατρείου (εκδ. Εστία, 2019) θα μας μεταφέρει στο υπόγειο όπου ο Κρυστάλλης εξέδωσε τα πρώτα του έργα στην Αθήνα και ως κριτικός θα επιμεληθεί συλλογικούς τόμους. Τελευταία του συνεισφορά, ο τόμος Απαντα, η έκδοση του συνόλου του έργου του Κώστα Κρυστάλλη.
Ιδιαίτερα παραγωγικός στη σύντομη ζωή του, ο Κώστας Κρυστάλλης θα φύγει από τα Γιάννενα (διωκόμενος από τις τουρκικές αρχές μετά την έκδοση, το 1887, των πατριωτικών ποιημάτων Αι σκιαί του Αδου) για την Αθήνα, όπου θα εργαστεί περιστασιακά ως τυπογράφος, ενώ αναζητώντας σταθερότερη εργασία θα συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά δημοσιεύοντας λογοτεχνικά και λαογραφικά κείμενα και θα πεθάνει φυματικός στην Αρτα.
Ο επιμελητής οργανώνει το υλικό σε τρία μέρη (Ποίηση, Πεζά, Βιβλιογραφία κ.λπ.) παρακάμπτοντας τη συνήθη στις εκδόσεις Απάντων χρονολογική κατάταξη χάριν θεματικών ενοτήτων. Τα ποιήματα ομαδοποιούνται στις ενότητες: Ο κύκλος του εθνικού αιτήματος (όπου Αι σκιαί του Αδου και ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου)· Η στροφή: Τα βουνά και ο κάμπος (όπου τα Αγροτικά και τα περίφημα ποιήματα Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης)· Ο κύκλος του έρωτα και του πόνου (όπου οι «Χελιδόνες», η «Γκόλφω», το «Τραγούδι της βρύσης»). Στα πεζά βρίσκουμε τη (δημιουργική) Πεζογραφία (όπου τα Πεζογραφήματα του 1894), Ιστορικά και Λαογραφικά (όπου το εκτενές εθνογραφικό μελέτημα Οι Βλάχοι της Πίνδου) και Επιστολογραφία.
Στο τρίτο μέρος των Απάντων δημοσιεύεται γενική βιβλιογραφία των ετών 1887-2024 και λεξιλόγιο, το απαραίτητο ευρετήριο του τόμου και δύο αθησαύριστα κείμενα που εντόπισε και πρωτοδημοσίευσε στο περιοδικό «Μικροφιλολογικά» ο νεοελληνιστής του ΑΠΘ Λάμπρος Βαρελάς (ένα ποίημα στη μνήμη Θωμά Πασχίδη και το διήγημα «Η υπνοβάτις»). Ο τόμος ξεφεύγει από την κλασική έκδοση Απάντων και προσιδιάζει σε αυτό που στην αγγλοσαξονική εκδοτική πρακτική αποκαλείται companion· τα κείμενα συνοδεύει εκτενές και μεστό γραμματολογικό και ερμηνευτικό εισαγωγικό μελέτημα, στο οποίο ο επιμελητής παρουσιάζει τη βιογραφία του Κρυστάλλη, την ιστορία της πρόσληψής του και βασικά ερμηνευτικά κλειδιά του έργου του.
Η θεματική ταξινόμηση έχει όμως το πλεονέκτημα ότι καθιστά πιο ευδιάκριτες εσωτερικές συσχετίσεις των κειμένων και τη σύνδεσή τους με φάσεις της πρόσληψης του Κρυστάλλη. Σε μια αντίρροπη κίνηση, όμως, την παρακολούθηση αυτής της πρόσληψης συσκοτίζει η ενοποίηση εργογραφίας και βιβλιογραφίας στο τρίτο μέρος και η καταγραφή τους σε χρονολογική σειρά, όπου συγχωνεύονται εκδόσεις του Κρυστάλλη με αυτοτελή δημοσιεύματα και άρθρα και με μνείες σε διάφορες μελέτες.
Ο Κρυστάλλης που δεν έφυγε
Φανερό είναι από τη βιβλιογραφία αυτή ότι ο Κρυστάλλης δεν έφυγε ποτέ από τα βιβλιοπωλεία και τις σχολικές τάξεις. Εχουμε πολλές εκδόσεις των Απάντων του και μεμονωμένων έργων. Στα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατό του έγινε μύθος και σύμβολο του κατατρεγμένου πατριώτη Ελληνα και του φτωχού επαρχιώτη που αγωνίζεται να επιβιώσει στο άστυ. Στον Μεσοπόλεμο το καθεστώς Μεταξά αξιοποιεί τη δημοφιλία του για να διακηρύξει την επιστροφή σε παλιές αξίες στο πλαίσιο του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού.
Από την άλλη, είναι σαφές πως απέναντι στη λαϊκή δημοφιλία υπάρχει το διαρκές ζήτημα της κριτικής υποδοχής του. Η βιβλιογραφία είναι πυκνή στο έτος του θανάτου του, αλλά αραιώνει πολύ στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα και στον 21ο, με τα περισσότερα δημοσιεύματα να προέρχονται ή να προκαλούνται από τον Ευάγγελο Αυδίκο. Παρόμοια, ο συγγραφέας που συμπεριλήφθηκε πολύ νωρίς σε ανθολογίες και στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα – ήδη από το 1917 με πλούσια παρουσία – αρχίζει να σπανίζει στα σχολικά αναγνώσματα από τη δεκαετία του 1980 και μετά.
Ποτέ δεν ξεχάστηκε, αλλά ποτέ δεν εκτιμήθηκε σωστά, είναι το υπόρρητο και ρητό σχόλιο του επιμελητή στην εισαγωγή και στις σημειώσεις του. Ο Γιάννης Αποστολάκης τον θεωρούσε στείρο μιμητή του δημοτικού τραγουδιού, ενώ ο Αλκης Θρύλος «φθάνει στα όρια της εμπάθειας, όταν γράφει για τον Κρυστάλλη πως «υπήρξε ο θάνατος φιλεύσπλαχνος προς τη λογοτεχνική του προσωπικότητα»». Αλλά και ο θετικά διακείμενος Παλαμάς για τα «ωμώς τσοπάνικα» δραματικά και τολμηρά ποιήματά του επαινούσε τον τραγουδιστή της στάνης, τον οποίο αποκάλεσε σε ομιλία του στον «Παρνασσό» «ποιητή ζωγράφο» κι όχι φιλόσοφο ποιητή. Ακόμη κι ο ίδιος ο εκδότης των Απάντων του, ο Μιχάλης Περάνθης, τον κατατάσσει στους «συμπαθείς» και όχι στους μεγάλους ποιητές.
Σήμερα βρίσκουμε τον Κρυστάλλη να ανθολογείται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Γυμνασίου, στην Ενότητα «Παλαιότερες μορφές ζωής», με το ποίημα «Το ηλιοβασίλεμα» από τη συλλογή O τραγουδιστής του χωριού και της στάνης. Μοιάζει να ανήκει σε έναν κόσμο κλειστό και περασμένο. Το πιο συχνά ανθολογημένο του ποίημα (21 φορές), «Ο τρύγος», από την ίδια συλλογή, προς την ίδια κατεύθυνση υποδεικνύει.
Για επιστροφή του Κρυστάλλη κάνει λόγο ο επιμελητής των Απάντων του και όχι για δικαίωση – ίσως όμως ενδόμυχα το δεύτερο επιδιώκει με αυτή την έκδοση-επιστροφή του Κρυστάλλη στο προσκήνιο από το οποίο απομακρύνεται τις τελευταίες δεκαετίες.
Το βάρος στα λαογραφικά κείμενα
Πιθανότατα δεν είναι η δημοτική ποιμενική του ποίηση που ελκύει τον σύγχρονο αναγνώστη, ούτε από τη σκοπιά της νεότερης οικοκριτικής θεωρίας, μιας και ο Κρυστάλλης δεν ήταν, όπως αναφέρθηκε, στοχαστής ποιητής. Πιθανότατα είναι τα πεζά του που εμπνέουν νέους δημιουργούς, της νέο-ηθογραφικής τάσης και της ηπειρώτικης ντιοπιολαλιάς. Οπωσδήποτε αυτό μένει να ερευνηθεί και να αξιολογηθούν δημιουργικές αναγνώσεις του Κρυστάλλη που δεν γίνονται εξ αφορμής αφιερωμάτων.
Ισως η πιο γόνιμη πλευρά του στον 21ο αιώνα να είναι τα λαογραφικά του κείμενα, που συνδέονται με την γνώση του λαϊκού πολιτισμού και τη συγκρότηση της ταυτότητας τοπικών κοινοτήτων, η πλευρά του «προαναγγελλόμενου εθνογράφου» Κρυστάλλη, όπως σημείωνε με πολλή οξυδέρκεια πριν από είκοσι χρόνια ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς, ίσως αυτός έχει ενδιαφέρον σήμερα, ο οποίος παρουσιάζει μια «εικόνα διαφορετική από αυτή την εικόνα που δημιουργήθηκε για τον Κρυστάλλη στην Αθήνα ότι είναι ο αθώος, ο επαρχιώτης, το τσομπανόπουλο».