Η ιστορία αυτή διαδραματίζεται στις αρχές του 20ού αιώνα, στο Ζέμμερινγκ, ένα χιονοδρομικό κέντρο των αυστριακών Αλπεων. Εκεί λοιπόν, όταν πια «ο αέρας μύριζε άνοιξη», καταφθάνει κάπως απρόθυμος για ολιγοήμερες διακοπές ένας νεαρός βαρόνος, ανώτερος κρατικός υπάλληλος, ευπαρουσίαστος και γοητευτικός, ο οποίος «είχε πλήρη επίγνωση της ανικανότητάς του να υπομένει τη μοναξιά». Αναζητούσε συνεπώς την ενσάρκωση της συντροφιάς που είχε ανάγκη, με τον τρόπο ωστόσο που ένας ανυπόμονος κυνηγός καραδοκεί για το επόμενο θήραμά του. Τέτοιοι τύποι ανδρών, καιροσκόποι της ηδονής που θρέφονται αχόρταγα από τον αισθησιασμό, είναι «διαρκώς σε επιφυλακή, πάντοτε έτοιμοι κι αποφασισμένοι ν’ ακολουθήσουν και το παραμικρό ίχνος περιπέτειας μέχρι το χείλος της αβύσσου», διότι «φλέγονται πάντα από πάθος, όχι όμως από το ευγενικό πάθος του εραστή, αλλά από το ψυχρό, υπολογιστικό κι επικίνδυνο πάθος του παίκτη». Ετσι σκιαγραφεί το ψυχολογικό πορτρέτο του βαρόνου στο Καυτό μυστικό ο Στέφαν Τσβάιχ και με αυτόν τον τρόπο προοικονομεί τις εξελίξεις. Και πράγματι ο βαρόνος εντοπίζει μια μεσήλικη κυρία που του αρέσει, τη Ματίλντε, μια γυναίκα στο κρίσιμο μεταίχμιο «ανάμεσα στη μητρότητα και στη θηλυκότητα», η οποία βρίσκεται εκεί με τον δωδεκάχρονο γιο της, τον Εντγκαρ. Ο βαρόνος δεν αργεί να αντιληφθεί ότι η πιο αποτελεσματική στρατηγική για να την προσεγγίσει ερωτικά περνά μέσα από το φιλάσθενο και απονήρευτο παιδί της. Πιάνει «φιλία» με τον Εντγκαρ και τον καθιστά «μεσολαβητή» με σκοπό να κατακτήσει την «όμορφη μαμά» του. Ο πυρήνας αυτής της ωραίας νουβέλας είναι η ακτινογράφηση μιας ταραχώδους μετάβασης, από τις παρυφές της παιδικής ηλικίας στην αχανή επικράτεια της ενηλικίωσης.