Οι διακειμενικές συνομιλίες (μεταξύ άλλων με τον Ντ. Χ. Λόρενς, τον Οσκαρ Ουάιλντ, τη Βιρτζίνια Γουλφ, τον Σαίξπηρ, τον Κάφκα και τον Παπαδιαμάντη) και ο διάλογος με τις εικόνες και τα χρώματα των εικαστικών τεχνών (ιδίως του Ρενέ Μαγκρίτ) ξεπηδούν ανάγλυφα στην πεζογραφία της Ελενας Μαρούτσου, αναλαμβάνοντας πρωταγωνιστικό (εκ των ων ουκ άνευ) ρόλο και στο καινούργιο της μυθιστόρημα, όπου παρακολουθούμε τη συνάντηση του Οβιδίου, του Σαίξπηρ, του Πόου και του Ναμπόκοφ (για να μείνω σε μερικές μόνο από τις άπειρες παραπομπές) με τις δισυπόστατες γυναίκες του πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφκσι και με ζωομορφικές φωτογραφίες της πολωνής εικαστικού Λάουρα Μακαμπρέσκου. Πρέπει ευθύς εξαρχής να πω, όπως το έχω γράψει παλαιότερα και για τη συλλογή διηγημάτων Οι χυδαίες ορχιδέες (2015), ότι το διακειμενικό και το εικαστικό παιχνίδι της Μαρούτσου εκπροσωπεί κάτι πολύ παραπάνω από τα βαρετά δρώμενα στον περιχαρακωμένο χώρο ενός μεταμοντέρνου εργαστηρίου. Κι αυτό όχι μόνο επειδή η συγγραφέας επεκτείνει, εμπλουτίζει, αναδιατάσσει ή και αναπροσανατολίζει καθοριστικά τις λογοτεχνικές της πηγές (όσο παραμένουν πηγές μετά από μια τόσο ριζική επεξεργασία), αλλά και γιατί μετατρέπει το εξωγενές εικονογραφικό της υλικό σε ενδογενές, δομικό στοιχείο της αφήγησης – γιατί μεταποιεί μια κατά πάσα πιθανότητα αδρανή ύλη σε λογοτεχνικό μύθο ενός εξαιρετικά περίτεχνου μυθιστορήματος, με πολλαπλά χρονικά επίπεδα αναφοράς, σπειροειδή θεματική γκάμα και ποιητική γλώσσα και άρθρωση. Μιλώ για παραμέτρους και δεδομένα που σε χέρια άλλου γραφιά θα είχαν ενδεχομένως καταλήξει ασυντόνιστα και ανεξέλεγκτα, κάτι σαν άλυτο σταυρόλεξο απλωμένο σε παρδαλό σκορποχώρι.
Ξεκινώντας από τη Χίο και την Κρακοβία και φτάνοντας μέχρι το Αουσβιτς και τη Σικελία, σε μια γραμμή η οποία συνδέει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πρώτα με τη δεκαετία του 1950 και εν συνεχεία με τη δική μας εποχή, η Μαρούτσου στεγάζει στο μυθιστόρημά της όχι μόνο μια σειρά από άλλοτε σκληρούς και άλλοτε τρυφερούς (σχεδόν άδολους και πλατωνικούς) έρωτες, αλλά και ένα πλήθος από αλληλοσυμπληρούμενα μοτίβα: μοτίβα για τη μητρότητα και την πατριαρχία, για τη γέννηση και την υιοθεσία ή για τη δύναμη της σεξουαλικότητας και την άβυσσο του θανάτου. Η αγάπη ενός έλληνα πανεπιστημιακού φιλολόγου αρχικά για τη σύζυγό του και κατόπιν για μια νεαρή ιταλίδα ηθοποιό (με φόντο μια αφανή μητρική ατασθαλία), τα μουγκά εφηβικά χρόνια της γιαγιάς Λουτσία σε μοναστήρι της Σικελίας (και η βαθιά ανάγκη της να προστατέψει τις κακοποιημένες φιλενάδες της), ένας εραστής που θέλει να ελέγξει τη σύντροφό του μέσω ενός παραληρήματος εξουσίας κι ένας κατά παραγγελίαν βιασμός θα αποτελέσουν τα διαδοχικά κεφάλαια μιας αφήγησης η οποία επανέρχεται συχνά στην ανείπωτη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, χωρίς τον ελάχιστο ρητορικό τόνο.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος