Με το πρώτο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας (2017), ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης συνέδεσε τη λογοτεχνία του φανταστικού και του τρόμου με τους αρχαίους μύθους, με τον μυστικιστικό λόγο και με τα λαϊκά παραμύθια. Πίσω από τον απατηλά λαογραφικό τίτλο της συλλογής, που παρέπεμπε παρ’ όλα αυτά στις δέλτους της προφορικής συλλογικής μνήμης, κρυβόταν ο κόσμος της μαγείας και του Κακού. Το Κακό, μαζί με το σκοτεινό και το υπερβατικό, άνοιγε τον δρόμο του πρωτοεμφανιζόμενου τότε συγγραφέα για ένα ταξίδι στις σφαίρες του ερέβους, σε δυσπρόσιτες πλην θανάσιμα ποθητές περιοχές εγκατεστημένες σε άπατα βάθη της συνείδησης.
Το τρίτο πεζό του Τσαπραΐλη, τα διηγήματα De Mysteriis (αναφορά στο άλμπουμ De Mysteriis Dom Sathanas του μπλακ μέταλ νορβηγικού συγκροτήματος Mayhem), δεν αλλάζει καθεστώς, αν και ανανεώνεται. Η αναποδογυρισμένη όψη της πραγματικότητας (η ανατροπή των παραστάσεων της φυσικής τάξης ή η ανασκαφή των θαμμένων και απωθημένων μυστικών της) ταυτίζεται με την αποθέωση μιας φαντασίας η οποία ανακαλεί, όπως και στο πρώτο βιβλίο, τον Πόε, τον Λάβκραφτ, τον Τόλκιν, αλλά και το punk folk horror.
Οι χώροι της δράσης εντοπίζονται τώρα στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα (από τα Καρπάθια μέχρι την Κυψέλη) ενώ ο αφηγηματικός χρόνος μετακινείται από τον ανιστορικό χρόνο της λαογραφίας στο παρόν ή σε ένα ορατό ακόμη παρελθόν, που μετατρέπει τις αρχέτυπες εικόνες σε νεωτερικό άγχος με ασθματική εκφορά και πεισιθάνατη έκφραση.
«Ο Τσαπραΐλης σπεύδει να βάλει σε γόνιμη τάξη τα ετερογενή υλικά του, αναδεικνύοντας το παιχνίδι της σύγκλισης και της σύμπηξής τους»
Πρόκειται για μια καθ’ όλα ευπρόσδεκτη αλλαγή. Με γλώσσα που δεν μετατρέπει ποτέ την περίπλοκη και χυμώδη άρθρωσή της σε κατασκευαστική επίδειξη, με μια αφηγηματική οικονομία που ισορροπεί πάντοτε προσεκτικά τη σχέση των συμβόλων και των αλληγορικών της σχημάτων με τις μεταμορφώσεις στις οποίες υποβάλλεται η πραγματικότητα, καθώς και με απορροφημένες σοφά όλες τις πιθανές επιρροές του, ο Τσαπραΐλης σπεύδει να βάλει σε γόνιμη τάξη τα ετερογενή υλικά του, αναδεικνύοντας το παιχνίδι της σύγκλισης και της σύμπηξής τους.
Τελετές θανάτου και υπέρβαση των ορίων κυκλοφορίας μεταξύ ζωντανών και νεκρών, στοιχειωμένα κτίρια και επίφοβες (διότι μοιάζουν ανεύρετες) ονομασίες δρόμων, ηθελημένες αυτοκτονίες και σκηνικά ανθρωποφαγίας, άγγελοι του σκότους και σατανιστικές υπόνοιες, μελλοντολογία και φολκλορικές παραδόσεις θα αποκτήσουν στα διηγήματα του De Mysteriis μια ανησυχαστική, όχι, όμως, και όντως τρομακτική ενότητα.
Για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό; Μα, επειδή οι ανίερες φόρμες του συγγραφέα έχουν διπλή όψη. Από τη μια πλευρά διακρίνουμε συστοιχίες με τις κοινωνίες εντός των οποίων σχηματίζονται – το πώς τα πραγματικά κενά και το αληθινό χάος υποκαθίστανται από τις προβολές τους στο πεδίο του φανταστικού.
Από την άλλη μεριά παρακολουθούμε τη διαδικασία γένεσης μιας απρόσμενης λύτρωσης – με την αποφατική επαναμάγευση του σύμπαντος, με την έστω απειλητική επάνοδο σε μια επικράτεια όπου οι φυσικοί και οι αντικειμενικοί περιορισμοί δεν είναι σε θέση να περιορίσουν και να δεσμεύσουν κανέναν. Σίγουρα ο Τσαπραΐλης χτίζει πλέον με ιδιαιτέρως γερά και στέρεα θεμέλια ένα είδος στο οποίο έχει ούτως ή άλλως πρωτοστατήσει.