Οι σημερινές ανάγκες για ιστορικές εξηγήσεις των γεγονότων του 1922 έχουν αλλάξει τα μάλα: οι ανάγκες όχι μόνο των ιστορικών ερευνητών, που ιδίως μετά την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή στάθηκαν συστηματικά στις κατοπινές συνέπειές της, αλλά και των μυθιστοριογράφων, που αρχίζουν πλέον να παρακολουθούν και να ζωντανεύουν την παρατεταμένη κρίση την οποία αντιμετώπισε το ελληνικό πολιτικό σύστημα όταν καράβια με τις πιο διαφορετικές εθνικές σημαίες ξεκίνησαν να μεταφέρουν επί μήνες τους πρόσφυγες προς κάθε γεωγραφικό σημείο της Ελλάδας.
Αυτή την κίνηση – και αυτή τη ρευστή και μεταβατική ιστορική στιγμή – εγκλωβίζει και αποτυπώνει στον αφηγηματικό του χρόνο το μυθιστόρημα του Γιάννη Σιώτου Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά (εκδ. Καστανιώτη), ενταγμένο στη χορεία της μυθιστορηματικής παραγωγής που αντλεί τη μυθοπλαστική της ύλη από ιστορικές πηγές ή μάλλον που προβάλλει τα υλικά των ιστορικών της πηγών σε μυθοπλαστικό πεδίο.
Βασισμένος σε ιστορικά δεδομένα του Τύπου της δεκαετίας του 1920 και σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές ιστορικών αρχείων, με κοφτό, αδιακόσμητο λόγο και με ρεαλιστικές, σκληρές σκηνές, ο Σιώτος, που δουλεύει μέχρι και σήμερα ως δημοσιογράφος εξειδικευμένος στα οικονομικά, ξέρει από πρώτο χέρι την αξία των αριθμών.
Φτιάχνοντας τους χαρακτήρες τριών ξένων δημοσιογράφων (καλύπτουν στην Ελλάδα τις καθημερινές εξελίξεις των γεγονότων από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι και τον Αύγουστο του 1923), προκειμένου να παρακάμψει τις άμεσες, συναισθηματικού τύπου εθνικές εμπλοκές, αλλά και να φωτίσει την εσωτερική κρίση μέσω της αναγωγής της σε διεθνές επίπεδο, ο συγγραφέας συγκεντρώνει ψυχρά, δίκην απογραφής, τους αριθμούς των προσφύγων που μετακινούνται στην Ελλάδα με τα καράβια, ξεπερνώντας μέσα σε έναν χρόνο το ένα εκατομμύριο ψυχές.