Ντίνος Σιώτης
Ωροσκόπια νεκρών
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 88,τιμή 8,48 ευρώ
Θέμα παμπάλαιο της ποίησης ο διάλογος ζωντανών και τεθνεώτων από την εποχή του Ομήρου, ίσως το μυχιότερο που βρίσκει κανείς στο λογοτεχνικό ρεπερτόριο. Ομως το διαλέγεσθαι με το επέκεινα συνιστά στην ουσία μονολογείν. Οι αποθαμένοι είναι η πρόφαση που χρειαζόμαστε για να μιλήσουμε οι ίδιοι εμείς, ένας καθρέφτης πειραγμένος όπου κοιταζόμαστε αλλιώς, μέσα στο βλέμμα του απόντος και του ανέγγιχτου. Στην ουσία ένας μονόλογος είναι και τα Ωροσκόπια του Σιώτη. Μια σειρά από παρλάτες, αναλογισμούς και απολογισμούς, από εκμυστηρεύσεις και υπαινιγμούς, από μισόλογα και κραυγές, από αναπολήσεις και ψιθύρους – όπως είναι τέλος πάντων οι μονόλογοί μας. «Τα πιο όμορφα χρόνια μου τα ‘ζησα πριν / έρθουν δεν ήταν δίσεκτα ούτε μεταφυσικά / δεν τελείωναν με το φθινόπωρο ούτε με το // χειμώνα ήταν χρόνια όμορφα απλούστατα / επειδή ήταν γεμάτα γεγονότα συσπάσεις / του νου και της καρδιάς» («Λέων»).
Το στοιχείο το μονολογικό το υπογραμμίζει εδώ η μορφή των ποιημάτων. Τα Ωροσκόπια, όπως γενικά τα ποιήματα που γράφει ο Σιώτης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, βασίζονται στο σχήμα του ασύνδετου, το τόσο κοινό στην προφορική ομιλία. Ακολουθώντας μια ροή συνειρμική, είναι γραμμένα όχι καταλογάδην βέβαια, αφού είναι στιχουργημένα, αλλά θα έλεγα καταλογηδόν: με τη διαρκή επανάληψη ενός μοτίβου που κάποτε παίρνει την οικειότητα της επωδού.
Στον Σιώτη η φόρμα είναι διπλή. Εξωτερικά, έχει την όψη της τερτσίνας, στην οποία είναι γραμμένα όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα της συλλογής. Το τρίστιχο είναι τρόπον τινά το περίβλημα, ο μαλακός, εξωτερικός σκελετός τους. Ο σκληρός, εσωτερικός σκελετός είναι όμως αυτή η παρατακτική συνειρμική ροή που στηρίζεται στην ασύνδετη σύνταξη και την απουσία της στίξης. Αρκεί να αποκαταστήσει κανείς νοερά αυτή την τελευταία και τότε άλλα μορφικά σχήματα έρχονται στο φως, ακανόνιστα, οι στίχοι γίνονται ανισομήκεις, ανακαλύπτει κανείς ακόμη και ομοιοκαταληξίες τις οποίες προηγουμένως μόλις τις άκουγε, ως συνηχήσεις εσωτερικές: «Κλαίνε οι νεκροί για όσα είχαν και για όσα / έχασαν […] κλαίνε για όσα θα / ξεχάσουν και για όσους τους λησμονήσουν / κλαίνε για όσους έφυγαν και για όσους θα / τους παρατήσουν» («Κλαίνε»).
Η γλώσσα των Ωροσκοπίων είναι ευρύχωρη. Ο Σιώτης έχει την ευχέρεια στις καλές στιγμές του να εντάσσει και την ωμή λέξη στον στίχο. Μπορεί συνεπώς να μιλήσει για τρέχοντα ζητήματα, τα λεγόμενα «επικαιρικά» της πολιτικής, και είναι απ’ τους λίγους που το καταφέρνουν με αμεσότητα. Θέλω να το τονίσω αυτό, γιατί εσχάτως έχουμε γεμίσει από πολιτικά ποιήματα άνευ πολιτικής και άνευ ποιήσεως, όπως θα έλεγε ο Ροΐδης. Γενικά, η γλώσσα του Σιώτη δεν χρωστάει στην ποιητική καθαρότητα. Φτιαγμένη από τα συστατικά της κοινολεκτούμενης ελληνικής, ιδίως της προφορικής, δεν χρειάζεται να την ανατάμεις στον πάγκο τον ακαδημαϊκό, ακούγεται. Πιο πολύ από το στοιχείο το ειρωνικό ή του μαύρου χιούμορ που τη διακρίνει, πιο πολύ κι από τις λυρικές της στιγμές, στηρίζεται στην ευρηματικότητα της σύλληψης. Αυτή είναι που μετράει εδώ, όχι ο μεμονωμένος στίχος.
Σε τελική ανάλυση βεβαίως, τα Ωροσκόπια νεκρών συνιστούν μια μελέτη θανάτου – ενός θανάτου ενεστώτος, τετελεσμένου όχι επαπειλούμενου, πανταχού παρόντος και τα πάντα πληρούντος. Μια μελέτη εκείνου του έσχατου αγώνα της Απόγνωσης με την Κατάντια, όπως γράφει ο ποιητής – με άλλα λόγια της Αποτυχίας με την Εξάντληση. Το μέλλον μας είναι ήδη εδώ, παρόν. Εμπρός σ’ αυτό, τι να μας πούνε πια οι αστρολόγοι; Από τι πράγμα είναι φτιαγμένα τα ωροσκόπια, αν όχι από ματαιώσεις; Αλλο τώρα που κι εκείνα ακόμη σπανίως καταφέρνουμε να τα διαβάσουμε σωστά όντας οι ίδιοι, τεθνεώτες εν αναμονή, ανεπανόρθωτα αγράμματοι: «Οι αγράμματοι νεκροί κουβαλάνε στους / ώμους βαριά ωροσκόπια και ψάχνουν μ’ / ένα λυχνάρι κάποιος να τους τα διαβάσει», γράφει ο Σιώτης. Καλή ώρα, αυτός ο κάποιος είναι η ποίηση.
Ο κ. Κώστας Κουτσουρέλης είναι ποιητής και μεταφραστής.