Οιστοριογραφικός διάλογος δεν ακολουθεί εξ ορισμού ομαλή διαδρομή. Διακρίνεται από εντάσεις και υφέσεις, πυκνώσεις και ελαττώσεις, εστιάσεις και αφεστιάσεις αναφορικά με προβληματικές και ερωτήματα. Πέρα από τάσεις της ίδιας της ιστορικής κοινότητας, η ανάδυση ή η υποχώρηση ερευνητικών αντικειμένων μπορεί κατά καιρούς να συμβαδίζει με συλλογικές ανησυχίες ή ορόσημα συμβολικού χαρακτήρα. Η τελευταία αυτή διάσταση αντικατοπτρίζεται σε μείζονες σύγχρονες ανακαινίσεις συζητήσεων όπως εκείνες που συνόδευσαν τη διακοσιετηρίδα της Γαλλικής Επανάστασης το 1989 και την εκατονταετηρίδα από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 2014. Αναγνωρίζεται πλέον με ακρίβεια και στο ισχυρό αποτύπωμα της εκδοτικής παραγωγής που παρουσιάστηκε στη συγκυρία των 200 ετών από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης: με σημείο αφετηρίας τα τέλη του 2020 εκατοντάδες ιστορικά έργα με αναφορά στο 1821 καταμετρούνται ως σήμερα. Πλήθος νέων ερευνητικών προσεγγίσεων αλλά και επανεκδόσεις κλασικών μονογραφιών, συλλογικοί τόμοι, εκλαϊκευτικά έργα, τοπικές ιστορίες, απομνημονεύματα και αυτοβιογραφίες, αρχειακές πηγές συγκροτούν ένα εντυπωσιακό ποσοτικά και ποιοτικά σώμα δημοσιεύσεων που σηματοδοτεί ταυτόχρονα το αυξημένο ενδιαφέρον του κοινού και τη δυναμική επανάκαμψη των μελετητών σε ένα πεδίο το οποίο στη Μεταπολίτευση είχε παραμείνει χέρσο συγκριτικά με το παρελθόν. Ποιο όμως είναι το στίγμα της πρόσφατης γραμματείας έπειτα από τρία σχεδόν χρόνια έντονης συνεδριακής και εκδοτικής δραστηριότητας; Για έναν πρώτο απολογισμό ως προς το περιεχόμενο, τις κατευθύνσεις και τα αποτελέσματα της ιστορικής έρευνας «Το Βήμα» απευθύνθηκε στον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Πασχάλη Κιτρομηλίδη. Μιλήσαμε μαζί του για το εύρος της παραγωγής, την εγγραφή του 1821 στο διεθνές πλαίσιο της εποχής, τα σημεία της έρευνας που είναι ακόμη υποφωτισμένα.
Παρά το ότι έχουν περάσει δύο χρόνια από τον εορτασμό της επετείου παρατηρείται ακόμη αξιοσημείωτη συνεδριακή και εκδοτική κίνηση γύρω από το 1821. Διανύουμε μια παρατεταμένη επιστημονικά διακοσιετηρίδα.
«Πράγματι, γιατί νομίζω ότι καλύπτουμε τον χαμένο χρόνο. Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε σημαντικό ερευνητικό πεδίο σε όλη τη διάρκεια της επιστημονικής ζωής της νεότερης Ελλάδας. Ομως, επειδή η εκατοστή πεντηκοστή επέτειος το 1971 συνέπεσε με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η οποία επιχείρησε να αντλήσει από αυτήν ιδεολογικά οφέλη, διεσύρθη δυστυχώς μαζί της και το ιστορικό αντικείμενο. Μετά το 1974 η μελέτη του Αγώνα ουσιαστικά εκτοπίστηκε εξαιτίας και της στροφής σε άλλες θεματικές. Αναδύθηκε, για παράδειγμα, η οικονομική ιστορία. Ασχοληθήκαμε, επίσης, σε βαθμό μονομανίας, τολμώ να πω, με τη δεκαετία του ’40 και τον εμφύλιο πόλεμο. Η διακοσιετηρίδα ήταν ευκαιρία να επιστρέψουμε σε ένα πεδίο όπου έμεναν πολλά να ιδωθούν ξανά, πολλά περισσότερα να ειπωθούν».
Ποιο ήταν το στίγμα της πλούσιας εκδοτικής παραγωγής γύρω από την Επανάσταση;
«Θα έλεγα ότι πολύ αδρά χαρακτηρίζεται από την έμφαση σε αρχειακές πηγές, τοπικές ιστορίες και βιβλία για το ευρύ κοινό. Ανεκτίμητη υπήρξε η προσφορά του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων με τις νέες εκδόσεις σπουδαίων πηγών της Επανάστασης. Μια πολύ ωραία σειρά είναι εκείνη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών με σύντομα, εύχρηστα βιβλία. Μου έκανε εντύπωση επίσης ότι στις κρίσεις των βραβείων της Ακαδημίας για το 1821 υπεβλήθη πλήθος έργων γύρω από την τοπική ιστορία. Αυτά είναι πολύ σημαντικά γιατί διέσωσαν και κατέστησαν προσιτό στην έρευνα πρωτογενές υλικό που ελάνθανε ως τώρα – και του οποίου την περαιτέρω συλλογή επιμένω ότι οφείλουμε να ενθαρρύνουμε διαρκώς με την ίδρυση τοπικών και δημοτικών αρχείων. Είδαμε αξιόλογους καταλόγους εκθέσεων, όπως εκείνος της έκθεσης της Βουλής με τίτλο «Αντικρίζοντας την ελευθερία» που πλαισιώνει το τεκμηριωτικό υλικό με τον δέοντα επιστημονικό και αισθητικά ικανοποιητικό τρόπο. Αποκτήσαμε αρκετές αξιοσημείωτες γενικές ιστορίες της Επανάστασης. Ξεχωρίζω το έργο του Μαρκ Μαζάουερ, ο οποίος είναι ιστορικός με παγκόσμια οπτική, με το βιβλίο όμως αυτό επιστρέφει στις ρίζες του ως ιστορικού της νεότερης Ελλάδας. Χαρισματικός συγγραφέας, επανέρχεται με την Ελληνική Επανάσταση στην έρευνα των πρωτογενών πηγών ζωντανεύοντας τον Αγώνα και δίνοντας μια ωραία και αποκαλυπτική κοινωνική ιστορία του. Θα πρόσθετα τον Ενδοξότατο Αγώνα του Αριστείδη Χατζή, μια πιο εκλαϊκευμένη προσέγγιση. Και θα μπορούσε κανείς εδώ να αναφερθεί και σε διάφορα άλλα παρόμοια έργα. Είναι σημαντικό κάθε γενιά ιστορικών να ξαναγράφει την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Και νομίζω ότι με αφορμή τη διακοσιετηρίδα η δική μας γενιά το κατάφερε. Είχαμε μια καλή συγκομιδή που πιστεύω ότι πλέον θα εμπλουτίσει και τα προγράμματα των πανεπιστημίων ώστε να εκτιμήσουμε τις πολλαπλές πτυχές αυτού του τόσο σημαντικού για τη χώρα πλέγματος ιστορικών φαινομένων».
Μια διακριτή συνιστώσα ήταν η ένθεση του Αγώνα στο διεθνές πλαίσιό του είτε μέσω της εγγραφής στην Εποχή των Επαναστάσεων είτε διά της απόπειρας προσέγγισης της οθωμανικής οπτικής είτε διά της διερεύνησης πτυχών της απήχησής του στη Δύση.
«Η ευρύτερη προσέγγιση αποτελεί προϊόν της ωριμότητας της ελληνικής ιστοριογραφίας. Δεν γράφεται πλέον αυτή σε απομόνωση, ούτε ορίζεται από εθνοκεντρικές προκείμενες. Βλέπει τα φαινόμενα ως εκδηλώσεις του συλλογικού βίου μιας κοινωνίας που δεν λειτουργεί εν κενώ, είναι φορέας επιδράσεων από τον κόσμο που την περιβάλλει. Ορθά λοιπόν αναδείχθηκε η οθωμανική πλευρά, με καλές μελέτες και πηγές που έχουν ενδιαφέροντα πράγματα να μας πουν. Πρέπει όμως να τις δούμε στις σωστές τους αναλογίες. Ισως έχει δημιουργηθεί και μια κάπως υπερβολική προσδοκία από αυτές. Αντίθετα, νομίζω ότι δεν έχουμε εντρυφήσει ακόμη με την προσήλωση που πρέπει στις ρωσικές πηγές. Να προσθέσω μια επιπλέον διάσταση. Από όσα είδαμε να γράφονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναδείχθηκε το πώς προσλαμβάνονται τη στιγμή που συμβαίνουν τα επαναστατικά γεγονότα της Ελλάδας στην Ιταλία και στην Ισπανία όπου παρουσιάζονται ως μια ελπίδα τόσο για τους ίδιους, μετά την καταστολή των δικών τους κινημάτων, όσο και για το μέλλον της ελευθερίας στην Ευρώπη. Ωστόσο, εδώ οφείλουμε και να θυμόμαστε ότι οι πηγές της Ελληνικής Επανάστασης είναι κυρίως ελληνικές και αυτές πρέπει πρωτίστως να αναζητούμε ώστε να προβληματιζόμαστε πάνω σε αυτό το κεκτημένο από το οποίο αναδύεται η συλλογική συνείδηση και η συλλογική πορεία αυτού του λαού».
Τι μένει ακόμη υποφωτισμένο στην έρευνα και ποιες θεματικές θα χρειάζονταν ίσως επανεπίσκεψη;
«Προσωπικά, θα ήθελα μια πιο ζωηρή συνδιάλεξη με τα διανοητικά φαινόμενα. Μιλήσαμε αρκετά για τα συντάγματα του Αγώνα, αλλά ποιο ήταν το ευρύτερο διανοητικό και ιδεολογικό περίγραμμα; Τα κείμενα του Διαφωτισμού, ιδίως εκείνα της τελευταίας πεντηκονταετίας πριν από την Επανάσταση, οφείλουν να ξαναδιαβαστούν – για την ακρίβεια οφείλουν να διαβάζονται συνεχώς, μια και αποτελούν το μείζον πνευματικό κεκτημένο μέσα από το οποίο προήλθε ο σύγχρονος ελληνισμός».
Υπάρχει σήμερα μια τάση «επιστροφής στον 19ο αιώνα», υπό την έννοια της απόπειρας να δούμε εκείνη την εποχή στο φως του τι προηγείται και όχι του τι έπεται;
«Ναι, και αυτό είναι καλό. Είναι διδακτικό το να μελετούμε το 1776 και το 1789, την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, και να διακρίνουμε πως από εκεί φτάνουμε στο 1821. Τα επαναστατικά φαινόμενα της δεκαετίας του 1820 στην ελληνική χερσόνησο αποτελούν τοπική έκφραση της ευρύτερης Εποχής των Επαναστάσεων, που την οριοθετούμε μεταξύ 1776 και 1848, και η σύνδεσή τους με αυτές τις κομβικές χρονολογίες της σύγχρονης ιστορίας βοηθά να καταδειχθεί η παγκόσμια σημασία της Ελληνικής Επανάστασης. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το 1821 συνιστά αναβίωση μιας επαναστατικής παράδοσης η οποία είχε κατασταλεί το 1815 με την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό».
Είμαστε έτοιμοι ως κοινωνία να αντλήσουμε τα ορθά διδάγματα από αυτόν τον μεγάλο αναστοχασμό της Επανάστασης;
«Ως προς το 1821, νομίζω πως ναι, και αυτό επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό. Και συνιστά σημαντικό κέρδος ως προς τη διαπαιδαγώγηση της κοινωνίας. Γιατί επιτρέπει τη γνώση και τον κριτικό αναστοχασμό για τον συλλογικό βίο. Οχι επειδή δήθεν η ιστορία επαναλαμβάνεται και μπορεί να μας διδάξει, αλλά γιατί αποκτά κανείς την ικανότητα να σκέφτεται κριτικά για το παρόν και το μέλλον. Με τον ιστορικό προβληματισμό ωριμάζει η κρίση των προσώπων. Πρέπει να πω όμως ότι δεν νομίζω πως ακόμη η ελληνική κοινωνία έχει αποκτήσει την αντίστοιχη ωριμότητα για μια ορθολογική αντιμετώπιση άλλων, μεταγενέστερων περιόδων και περιπετειών της ιστορίας της. Φάνηκε αυτό με την επέτειο του 1922 και πολύ φοβούμαι ότι θα φανεί και με την πεντηκοστή επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο που έρχεται το 2024. Οι κοινωνίες της Ελλάδας και της Κύπρου δεν αντέχουν ακόμη μια ορθολογική δημόσια συζήτηση ζητημάτων τα οποία βεβαίως παρουσιάζουν μεγάλη εθνική και πολιτική ευαισθησία, θα πρέπει όμως επιτέλους να μάθουμε να βλέπουμε και να κρίνουμε ορθολογικά και να μην αμφισβητούμε τα κίνητρα όσων θέτουν μια παρόμοια προσέγγιση ως ζητούμενο της μελέτης τους».
Μια πολύτιμη έκδοση
{ERT}Το Κριτικό λεξικό της Ελληνικής Επανάστασης, του οποίου την πρωτότυπη αγγλόφωνη εκδοχή επιμεληθήκατε με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, βρίσκεται στην τελική ευθεία για την κυκλοφορία του στα ελληνικά.{ERT}
«Ηταν παλιά και βαθιά μου επιθυμία, από την εποχή ακόμη της διακοσιετηρίδας της Γαλλικής Επανάστασης, να αποκτήσει το 1821 ένα έργο σαν το Dictionnaire critique de la Révolution Française. Δόθηκε η ευκαιρία όταν ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, τότε πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, με ρώτησε τι θα πρότεινα ως συμμετοχή του Ιδρύματος στον εορτασμό της διακοσιοστής επετείου από την Ελληνική Επανάσταση. Του έδειξα τη γαλλική έκδοση και συμφώνησε αμέσως. Διατυπώσαμε τη πρότασή μας προς το Harvard University Press, εκδοτικό οίκο που είχε εκδώσει το 1989 την αγγλική μετάφραση του Dictionnaire critique. Εγινε δεκτή – και μάλιστα εντάχθηκε στον Belknap Press όπου επιλέγουν να τυπώνουν τα σημαντικότερα βιβλία τους! Και έτσι διαθέτουμε πια το The Greek Revolution. A Critical Dictionary το οποίο κυκλοφόρησε στις 25 Μαρτίου 2021, ανήμερα της διακοσιετηρίδας, και στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τότε είχε ιδιαίτερα καλή υποδοχή στο εξωτερικό. Καταφέραμε, θεωρώ, με 46 κείμενα από 39 συγγραφείς, έλληνες και ξένους, να καλύψουμε όλο το εύρος της Επανάστασης – τις τοπικές ιστορίες, τη συγκριτική διάσταση με τις άλλες βαλκανικές επαναστατικές παραδόσεις, το διανοητικό υπόβαθρο, τα πρόσωπα, ζητήματα κοινωνικής ιστορίας, τέχνης, λογοτεχνίας, μουσικής, ιστοριογραφίας. Η μετάφραση και η επιμέλεια έχουν ολοκληρωθεί και πλέον αναμένεται και στα ελληνικά πριν το καλοκαίρι από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης».