Ο μέγας Μποντλέρ έλεγε πως η σωτηρία για τον ίδιο επέβαλλε να προσεύχεται στον Θεό, την πηγή της δύναμης και της δικαιοσύνης, και στον Εντγκαρ Αλαν Πόου!
Κι αυτό στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνον τον παραδαρμένο και δυστυχή συγγραφέα, που καταγόταν από τον αμερικανικό Νότο και του άρεσε να είναι σνομπ και να παρουσιάζεται σαν αριστοκράτης, δεν ήταν λίγοι όσοι θεωρούσαν στη χώρα του πως υπήρξε ένας φτωχός εργασιομανής, ένας κακομοίρης, ένας «λεκές» στα αμερικανικά γράμματα, μια «ανωμαλία», σύμφωνα με τη Μέριλιν Ρόμπινσον, για την οποία εξακολουθεί να αποτελεί «ανωμαλία» και σήμερα, τουτέστιν ένας «μεγάλος» αλλά κακός συγγραφέας. (Η αντίφαση, βεβαίως, δεν σημαίνει τίποτε.)
Πολλοί δυσκολεύονται να αποδεχτούν το ότι τη «μεγαλοφυΐα» (ό,τι κι αν σημαίνει η λέξη) του Πόου δεν την καθιέρωσε η ελίτ των αγγλόφωνων συγγραφέων αλλά εξέχουσες μορφές της γαλλικής λογοτεχνίας, όπως ο Βαλερί, ο Μαλαρμέ και ο Μποντλέρ.
Ήταν – και είναι – αδύνατον διότι στην πρώτη γραμμή της δυτικής λογοτεχνίας κατά τον 19ο αιώνα βρισκόταν το Παρίσι. Εφτασαν μάλιστα στο σημείο να πουν άλλοι πως οι μεταφράσεις του Πόου από τον Μποντλέρ είναι καλύτερες από το πρωτότυπο και άλλοι πως αυτό αποτελεί έκφραση του ναρκισσισμού του τελευταίου: ότι δηλαδή ο Μποντλέρ υμνώντας τον Πόου στην πραγματικότητα υμνούσε τον εαυτό του.
Ομως πολύ αργότερα ακολούθησε και ένας άλλος σπουδαίος δημιουργός, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος καθιέρωσε τον Πόου ως μεγάλο συγγραφέα στον ισπανόφωνο κόσμο, εξηγώντας γιατί η Αφήγηση του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ, το μόνο μυθιστόρημα που έγραψε εκείνος ο παραδαρμένος από τη Βιρτζίνια, είναι μεγάλο έργο.
Με πρωταγωνιστή τη θάλασσα
Ο Πόου, ταλαιπωρημένος και κακοπληρωμένος (μολονότι ανήκε στους ελάχιστους συγγραφείς που εκείνα τα χρόνια στις ΗΠΑ ζούσαν από το μολύβι τους), εξέδωσε το 1838 την Αφήγηση του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ για οικονομικούς λόγους. (Τη μετέφρασε ο Μποντλέρ το 1854.)
Ηθελε να συναρπάσει τους αναγνώστες· για εκείνους έγραφε και από εκείνους ζούσε. Ηταν λαϊκός συγγραφέας αλλά ταυτοχρόνως και δημιουργός υψηλής λογοτεχνίας. Αυτό το μυθιστόρημά του, που λίγο μετά την έκδοσή του ο ίδιος το χαρακτήρισε «ανόητο», έμελλε ως σήμερα να ξεπεράσει τις τετρακόσιες εκδόσεις, να διαβάζεται απνευστί και να παραμένει ένα από τα κορυφαία βιβλία περιπέτειας που γράφτηκαν ποτέ. Μυθιστόρημα περιπέτειας, ναι, αλλά ποια περιπέτεια εκείνης της εποχής ήταν σημαντικότερη από την περιπέτεια της θάλασσας;
Οι Ηνωμένες Πολιτείες τότε ανοίγονταν στους ωκεανούς, στις εσχατιές των μεγάλων, άγνωστων και αφιλόξενων θαλασσών, γι’ αυτό και ενώ ο αφηγητής είναι ο Αρθουρ Γκόρντον Πιμ, ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι η θάλασσα. Και αναπόφευκτα η τρομακτική περιπέτεια του μυθιστορήματος δεν μπορεί παρά να ξεκινά από το Ναντάκετ, το λιμάνι των φαλαινοθηρικών. Ο Πόου δεν είχε ταξιδέψει στις Νότιες Θάλασσες. Αλλά κι ο Ρεμπό έγραψε το αριστουργηματικό του Μεθυσμένο καράβι χωρίς καν να έχει δει τη θάλασσα.
Το μοιραίο ταξίδι
Το μυθιστόρημα αρχίζει σχεδόν συμβατικά: δύο νεαροί, ο Αρθουρ Γκόρντον Πιμ και ο Αύγουστος έπειτα από εξοντωτικό μεθύσι αποφασίζουν να πάρουν τη βάρκα «Αριελ» του Πιμ και να βγουν στη θάλασσα.
Πέφτουν σε φοβερή τρικυμία, ο Αύγουστος λιποθυμά και ο Πιμ, που δεν έχει ναυτική εμπειρία, φοβάται ότι επίκειται ο χαμός του. Ακούει τότε μια φοβερή κραυγή, σαν να βγαίνει από το λαρύγγι χιλίων δαιμόνων. Οι δύο φίλοι συνέρχονται πάνω στο φαλαινοθηρικό «Πένγκουιν» που περνά από εκεί, τους περιμαζεύει και τους γυρίζει στο λιμάνι.
Αλλά οι δύο φίλοι δεν θα τα παρατήσουν. Το κατοπινό μοιραίο ταξίδι τους εκφράζει αφενός την επιθυμία των νέων να αποδράσουν από την ασφυκτική οικογενειακή ζωή εκείνα τα χρόνια· και αφετέρου την καταλυτική γοητεία που ασκούσε τότε το νέο και το άγνωστο.
Μέσα από αυτήν εκφράζονται τα πιο μύχια αισθήματα και οι πιο ακραίες καταστάσεις: τα όνειρα, ο έρωτας, η απώλεια, η θλίψη, ο τρόμος, η εκδίκηση, η τρέλα, η αρρώστια, ο φόνος, ο θάνατος. Ολα αυτά υπάρχουν, σε βαθμό υπερβολής, μέσα στην Αφήγηση. Και αντανακλώνται στο τεράστιο κάτοπτρο των ωκεανών – και στη φυγή βέβαια, όπου το πλοίο το κυβερνά ο θάνατος, ο κατά τον Μποντλέρ «γερο-καπετάνιος».
Οι δύο φίλοι θα επιβιβαστούν στο πλοίο «Γκράμπος», καπετάνιος του οποίου είναι ο Μπάρναρντ, πατέρας του Αυγούστου. Ο Πιμ μπαίνει μεταμφιεσμένος, γιατί η οικογένειά του αντιδρά και ο παππούς του απειλεί ότι θα τον αποκληρώσει.
Στο πλοίο ο ίδιος κρύβεται και στην αρχή τού φέρνει τροφή και νερό ο Αύγουστος. Αλλά ο τελευταίος κάνει αργότερα μέρες να εμφανιστεί και ο Πιμ πέφτει σε παραλήρημα, ώσπου παίρνει ένα αινιγματικό μήνυμα σε χαρτί κρεμασμένο από τον λαιμό του σκύλου του Τίγρη. Αργότερα εμφανίζεται και ο Αύγουστος, που τον πληροφορεί πως το πλοίο καταλήφθηκε από κάποιους ναύτες οι οποίοι έχουν στασιάσει.
Ο Αύγουστος μαζί με τον Πιμ κι έναν ναύτη, τον Ντιρκ Πέτερς, με θηριώδη δύναμη, που ανήκε στους στασιαστές αλλά τώρα έχει μετανιώσει, ανακαταλαμβάνουν το πλοίο. Εξοντώνουν τους στασιαστές, εκτός από έναν, τον Ρίτσαρντ Πάρκερ, που τους παρακαλεί να μην τον σκοτώσουν – και εκείνοι συμφωνούν γιατί μόνο αυτός μπορεί να κυβερνήσει το πλοίο.
Κανιβαλισμός και πορεία προς Νότον
Τα γεγονότα ακολουθούν το ένα το άλλο με κινηματογραφική ταχύτητα. Το πλοίο πέφτει σε θύελλα και σχεδόν καταστρέφεται. Οι τρεις που έχουν επιζήσει μένουν από προμήθειες και κινδυνεύουν να πεθάνουν από την πείνα. Ο Πάρκερ προτείνει να θυσιαστεί ο ένας τους ώστε να τραφούν από τις σάρκες του οι άλλοι δύο. Ρίχνουν κλήρο και αυτός πέφτει στον Πάρκερ, που τον σκοτώνει ο Πέτερς.
Ο Αύγουστος πεθαίνει κατόπιν εξαιτίας των τραυμάτων του κατά τη διάρκεια καταστολής της ανταρσίας. Τον Πιμ και τον Πέτερς τους περιμαζεύει το περαστικό πλοίο «Τζέιν Γκέι» και εκείνοι εντάσσονται στο πλήρωμα. Περνούν από τα νησιά γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και ο Πιμ πείθει τον πλοίαρχο να συνεχίσουν την εξερεύνησή τους ακόμη πιο νότια, προς την Ανταρκτική. Πλησιάζοντας προς τον Νότιο Πόλο απαντούν ένα παράξενο νησί ονόματι Τσάλαλ. Οι ιθαγενείς που το κατοικούν είναι όλοι τους μαύροι – μαύρα είναι ακόμη και τα δόντια τους.
Οι ιθαγενείς τούς φέρονται στην αρχή πολύ ευγενικά, αλλά τη μέρα της αναχώρησης του «Τζέιν Γκέι» τους παγιδεύουν σε ένα φαράγγι, σκοτώνουν όλο το πλήρωμα και καίνε το πλοίο. Σώζονται μόνο ο Πιμ και ο Πέτερς, που κρύβονται στα βουνά ώσπου καταφέρνουν να αρπάξουν μια πιρόγα παίρνοντας μαζί τους και έναν ιθαγενή ως όμηρο.
Η πιρόγα τώρα τραβάει ακόμη προς Νότον και το νερό της θάλασσας γίνεται όλο και πιο θερμό. Επειτα από μερικές μέρες συναντούν μια βροχή από στάχτες που πέφτουν από τον ουρανό, ώσπου παρατηρούν ένα τεράστιο καταρράκτη ομίχλης που ανοίγει προς ένα πέρασμα. Καθώς το πλησιάζουν βλέπουν μια τεράστια λευκή φιγούρα υψωμένη μπροστά τους που ενώνει τη θάλασσα με τον ουρανό και ο ιθαγενής πέφτει νεκρός από τον τρόμο.
Το απρόοπτο τέλος και ο Ιούλιος Βερν
Το μυθιστόρημα τελειώνει εδώ. Απότομα και ανεξήγητα, για πολλούς. Τι θα έβλεπαν ο Πιμ και ο Πέτερς αν περνούσαν από το πέρασμα; Ηθελε να το συνεχίσει ο Πόου, δεν τα κατάφερε ή το έκανε επίτηδες;
Είναι άραγε το πέρασμα η είσοδος στον Κάτω Κόσμο, στη μαύρη θάλασσα, την εκδοχή του Πόου για τη χώρα του θανάτου, ή για την είσοδο από τον Νότιο Πόλο στο κέντρο της Γης, κατά μια πολύ δημοφιλή ψευδοθεωρία κάποιου Σιμς, πολύ αγαπητού εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την οποία η Γη είναι τρύπια στους Πόλους;
Ο Ιούλιος Βερν, που επηρεάστηκε πολύ από τον Πόου, αποφάσισε να ολοκληρώσει την αφήγηση του Αμερικανού και έγραψε τη συνέχεια: το μυθιστόρημά του Η σφίγγα των πάγων (1897) με το σπάνιο, σε σχέση με το προηγούμενο έργο του, δραματικό τέλος του Πιμ.
Τα παραπάνω παραπέμπουν στο πεδίο των υποθέσεων. Το μυθιστόρημα έχει ερμηνευτεί κάτω από πλήθος οπτικές γωνίες. Ο Πόου ήξερε να συναρπάζει τους αναγνώστες του γιατί κανένας δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί στην ικανότητά του να διεισδύει στην αναγνωστική εμπειρία καθώς βυθιζόταν στα ανεξερεύνητα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
Το μυθιστόρημά του είναι γεμάτο ανακολουθίες, υπερβολές και αφηγηματικά κενά, όπως λ.χ. το ότι ο Τίγρης, ο αγαπημένος σκύλος του Πιμ, που έπαιξε σημαντικό ρόλο και αυτός στην καταστολή της ανταρσίας στο «Γκράμπος», εξαφανίζεται κάποια στιγμή από την αφήγηση χωρίς να μας λέει ο Πόου τι απέγινε.
Ο συγγραφέας μοιάζει σαν να μας κοροϊδεύει – αλλά το κάνει με θανατηφόρα σοβαροφάνεια. Δεν είναι λίγες οι φορές που μας καταλαμβάνει ο πειρασμός να γελάσουμε και την ίδια στιγμή να μας πιάνει τρόμος, όπως όταν λ.χ. ο Πέτερς και ο Πιμ αγωνιούν περιμένοντας κάποιο καράβι να τους σώσει μετά την καταστολή της ανταρσίας στο «Γκράμπος», που (ερείπιο) πλέει ακυβέρνητο, και βλέπουν να περνάει κάποιο πλοίο και διακρίνουν πάνω του έναν ναύτη. Οταν όμως το πλοίο πλησιάζει, διαπιστώνουν έντρομοι ότι πρόκειται για πλοίο-φάντασμα. Ολοι οι επιβάτες του είναι νεκροί, μισοφαγωμένοι από τα όρνεα.
Ο απίστευτος αυτός συγγραφέας μάς έχει ανεβάσει στο φανταστικό πλοίο της αφήγησής του για να μας αφήσει στο έλεος του Θεού. Ολα μοιάζουν υπερφυσικά – γιατί είναι: τη μια στιγμή φυσικά και την άλλη αφύσικα.
Και εμείς καταπίνουμε τις υπερβολές του χωρίς να ενοχλούμαστε. Αλλά κανένας συγγραφέας τότε δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί στο ζήτημα της αμφισημίας. Οι χαρακτήρες του δίνονται ρεαλιστικά (από ποιον; Από αυτόν τον μεγάλο ρομαντικό;), όμως δεν είμαστε βέβαιοι πως στην πραγματικότητα είναι ό,τι μας λέει πως είναι ο καθένας.
Σε τελική ανάλυση ωστόσο Η αφήγηση του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ είναι η μεγαλύτερη θαλασσινή περιπέτεια που γράφτηκε ποτέ. Από τα σχετικά κείμενα εποχής που μας παραδόθηκαν φαίνεται ότι οι σύγχρονοί του αυτό δεν κατάφεραν να το καταλάβουν, όπως και πολλοί από όσους ακολούθησαν.
Το κατάλαβε όμως ο Χέρμαν Μέλβιλ, που και εκείνου το μείζον έργο Μόμπι Ντικ δεν το κατάλαβαν, απόδειξη ότι είχε μείνει στην αφάνεια εκατό σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα.