Εκείνη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Δίπλα της, ως συνήθως, είχε το ραδιοφωνάκι. Συντονίστηκε έπειτα με έναν σταθμό που, καταπώς της φάνηκε, έπαιζε κλασική μουσική. «Ωραία, είπα μέσα μου, τώρα θα με πάρει ο ύπνος, ήρεμα κι ωραία. Και όντως κοιμήθηκα. Και ονειρεύτηκα το εξής: Βρισκόμουν, λέει, σε μια όμορφη καταπράσινη εξοχή με ανθρώπους οι οποίοι μιλούσαν ρωσικά, σαν ήρωες του Τσέχοφ φάνταζαν αλλά και κάπως σύγχρονοι. Εκεί πέρα έστεκε κι ένα ζευγαράκι, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, δεκάχρονα, που θέλανε, λέει, να τα παντρέψουν. Εγώ με τον Μιχάλη, τον άντρα μου, όχι μόνο κατανοούσαμε τη γλώσσα, αλλά τη μιλούσαμε κιόλας… Και κάποια στιγμή τους φώναξα, πώς είναι δυνατόν να τα παντρέψετε, δεν βλέπετε ότι το αγόρι έχει ένα θέμα με τη νοημοσύνη του; Και τότε ξύπνησα, ακούγοντας στ’ αφτί μου ψαλμωδίες στα ρωσικά! Διότι αντί για το Τρίτο Πρόγραμμα είχα πιάσει τον σταθμό της Εκκλησίας… Το κατέγραψα και αυτό το όνειρο, όπως κάνω πάντα άλλωστε, με τη σημείωση ότι ο Σκηνοθέτης δεν κοιμάται ποτέ, παριστάνει ότι κοιμάται…» είπε με μια δόση αυτοσαρκασμού η Ευγενία Φακίνου προς «Το Βήμα» την επομένη αυτού του ονείρου. «Το αναφέρω επειδή τα όνειρα που διαβάσατε μέσα στο μυθιστόρημα – και τα σχολιάσατε – τα έχω δει η ίδια, είναι κι αυτά απολύτως πραγματικά, πέραν των χαρακτήρων, του Παιδιού, του Ποιητή ή των Τριών του Κοινοβίου, οι οποίοι βασίζονται κι αυτοί, όλοι τους, σε υπαρκτά πρόσωπα» συμπλήρωσε η δημοφιλής συγγραφέας.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω