«Εθνος χωρίς παρελθόν είναι μια εγγενής αντίφαση. Αυτό που συγκροτεί ένα έθνος είναι το παρελθόν, αυτό που προσδιορίζει ένα έθνος έναντι του άλλου είναι το παρελθόν, και οι ιστορικοί είναι εκείνοι που το παράγουν». Τα παραπάνω έχει πει ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς του 20ού αιώνα, ο Ερικ Χομπσμπάουμ. Εχει συμπληρωθεί ένας αιώνας από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η χώρα μας έχει, δυστυχώς, έναν κακό γείτονα. Ο κ. Ερντογάν με απαξιωτικό ύφος ανατολίτη δεσπότη και φρασεολογία κατσαπλιά συνεχώς μας απειλεί δημοσίως ότι, αν δεν «συμμορφωθούμε» στις απαιτήσεις του, θα μας κάνει να ξαναζήσουμε το 1922. Αλλά κανένας λαός, πόσο μάλλον ένας ιστορικός λαός, δεν απαλλοτριώνει τις μνήμες του. Κι αν το παρελθόν «το γράφουν οι ιστορικοί», τα έργα τέχνης – ιδίως εκείνα της δημιουργικής φαντασίας – το αποτυπώνουν ανεξίτηλα στο συνειδησιακό DNA του λαού, όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Για τη Μικρασιατική Καταστροφή γράφτηκαν πολλά. Ομως τίποτε από αυτά δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη δύναμη και την επίδρασή τους στον ψυχισμό και στην αυτογνωσία μας τριών έργων της δημιουργικής φαντασίας που γράφτηκαν από τρεις συγγραφείς μας μικρασιατικής καταγωγής: τον Ηλία Βενέζη, τον Στρατή Δούκα και τη Διδώ Σωτηρίου. Ισως θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε και τον Κοσμά Πολίτη, που το μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου ανήκει στα μείζονα έργα της γενιάς του 1930, αλλά σε σχέση με το αυτοβιογραφικό Νούμερο 31328 του Βενέζη, την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Δούκα και τα Ματωμένα χώματα της Σωτηρίου το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη είναι ένα βιβλίο διαφορετικό, αρκετά ανώτερο από λογοτεχνικής πλευράς κατά πολλούς (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο γράφων) αλλά χωρίς τη δραματικότητα και τον σκληρό ρεαλισμό των παραπάνω.
Η επέτειος είναι ευκαιρία για τους παλιότερους να ξαναδιαβάσουν τα μυθιστορήματα αυτά και οι νεότεροι να καταλάβουν – και κυρίως να αισθανθούν – το μέγεθος του δράματος, εκτιμώντας αυτό που συχνά δεν το αναφέρουμε: πως παρά την καταστροφή και τα όσα επακολούθησαν δεν διαλυθήκαμε ως χώρα, πως όχι μόνο ανασυγκροτηθήκαμε, αλλά καταφέραμε να εντάξουμε κοινωνικά και οικονομικά τους Ελληνες που ξεριζώθηκαν από τη Μικρά Ασία, ήρθαν εδώ, πένητες και άστεγοι οι περισσότεροι, και μετέφεραν έναν τεράστιο ιστορικό και πολιτισμικό πλούτο.
Παρεμπιπτόντως, είναι και μια ευκαιρία, ξεκινώντας από τα παραπάνω βιβλία, να συμπεράνουμε πως η Γενιά του 1930 δεν έδωσε σπουδαίο έργο μόνο στην ποίηση, αλλά και στην πεζογραφία και ότι τα λογοτεχνικά έργα πρώτης γραμμής παράγονται όταν τα είδη αναπτύσσονται παράλληλα: και στην ποίηση και στην πεζογραφία και στο δοκίμιο και στην κριτική.
Αγώνας για επιβίωση
Στρατής Δούκας – Ιστορία ενός αιχμαλώτου
Εκδόσεις Κέδρος, 2008, σελ. 72, τιμή 12,17 ευρώ
Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική παρουσία του Στρατή Δούκα υπήρξε πολύπλευρη, όπως και το έργο του. Θα έμενε όμως στα γράμματα για την ανεπανάληπτη νουβέλα του Ιστορία ενός αιχμαλώτου (εκδ. Κέδρος). Πρωταγωνιστής είναι ο Νικόλαος Καζάκογλου, που διηγήθηκε στον συγγραφέα την περιπέτειά του. Πώς μετά την καταστροφή της Σμύρνης, μαζί με άλλους Ελληνες, συνελήφθη από τους Τούρκους, που τον ενέταξαν στα «τάγματα εργασίας» και τον έστειλαν στα βάθη της Μικράς Ασίας. Εκεί υπέστη τη βαρβαρότητα και τα μαρτύρια των φρουρών. Οταν ο Καζάκογλου μαζί με έναν φίλο του κατάφεραν να δραπετεύσουν αντιμετώπισαν τεράστιες δυσκολίες, με κυριότερη την πείνα. Συνειδητοποίησαν όμως πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν να τους καταλάβουν πως είναι Ελληνες. Οι δύο φίλοι αποφάσισαν να χωρίσουν. Ο πρωταγωνιστής, μεταμφιεσμένος σε Τούρκο, βρήκε δουλειά στο σπίτι ενός Τούρκου που ονομαζόταν Χατζημεμέτης. Ο τελευταίος τον συμπάθησε και θέλησε να τον παντρέψει με την ανιψιά του. Για να τον παραπλανήσει, ο Καζάκογλου του είπε πως πριν παντρευτεί ο ίδιος πρέπει να παντρέψει πρώτα την (υποθετική) αδερφή του. Ετσι κατάφερε να ξεγελάσει τον Χατζημεμέτη και να φύγει. Η περιπέτειά του τελείωσε όταν κατάφερε να φτάσει στη Μυτιλήνη και από εκεί στην Ελλάδα.
Η ιστορία είναι αληθινή και την αφηγήθηκε στον συγγραφέα ο ίδιος ο πρωταγωνιστής που τον συνάντησε το 1925. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1929 και έκανε αμέσως τεράστια εντύπωση. Ο Δούκας επέλεξε για πρωταγωνιστή όχι έναν «ήρωα», αλλά έναν απλό άνθρωπο, γι’ αυτό και η γλώσσα του είναι κι εκείνη «λαϊκή», απαλλαγμένη από επίθετα και διακοσμητικά στοιχεία. Μένει στα γεγονότα καθαυτά που μιλούν από μόνα τους. Ο ηρωισμός του πρωταγωνιστή εν τούτοις είναι ο αγώνας του για την επιβίωση, δηλαδή η αγάπη της ζωής που του δείχνει την οδό προς τη σωτηρία. Δεν λείπουν βέβαια και οι εξαίρετες παρατηρήσεις για τους Τούρκους: τον τρόπο της ζωής τους, τη βαθιά θρησκευτικότητά τους, τα ήθη και τα έθιμά τους. Κι αυτά περιγράφονται με μια γλώσσα άμεση και λιτή, που δεν αποστασιοποιεί τον αναγνώστη αλλά επιτείνει τη συγκίνησή του. Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου είναι ένα χρονικό με διαχρονική αξία. Αποδεικνύει επιπλέον πως η ζωή, όταν μεταπλάθεται λογοτεχνικά, μπορεί να υπερβεί την ίδια τη μυθοπλασία.
Τάγματα θανάτου
Ηλίας Βενέζης – Το νούμερο 31328
Εκδόσεις Εστίας, 2011, σελ. 248, τιμή 16,23 ευρώ
«Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα» γράφει για το Νούμερο 31328 (εκδ. Εστίας) το 1945 στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσής του ο Ηλίας Βενέζης. Βιβλίο αυτοβιογραφικό, βέβαια, που διαθέτει και τα γνωρίσματα της αυτοβιογραφίας πρώτης κατηγορίας (επομένως τίποτε δεν είναι επινοημένο) αλλά και τις αρετές της μυθοπλαστικής αφήγησης. Δεν είναι μόνο μια μαρτυρία. Είναι – κυρίως – μια ολόκληρη εποχή, τραγική όχι μόνο για τον συγγραφέα, αλλά και για τον ελληνισμό στο σύνολό του. Σε μιαν άλλη αναγωγή, συνιστά απόδειξη (που προκύπτει από την de profundis αφήγηση) πως η τουρκική δημοκρατία θεμελιώθηκε στους διωγμούς και στην εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας – κι αυτό δεν είναι μεγάλη κουβέντα.
Το βιβλίο άρχισε να δημοσιεύεται το 1924 υπό μορφή επιφυλλίδων, όταν ο Βενέζης ήταν μόνο 20 ετών, στην εφημερίδα «Καμπάνα» που εξέδιδε στη Μυτιλήνη ο Στράτης Μυριβήλης. Είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, μολονότι τίποτε από τα όσα περιγράφει δεν αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας. Κυκλοφόρησε το 1931, γνώρισε απανωτές επανεκδόσεις και παραμένει – όχι αδίκως – ένα από τα σπουδαιότερα και δημοφιλέστερα ελληνικά μυθιστορήματα. Η αξία του όμως, πέραν αυτού, είναι πως κανένα άλλο έργο δεν μας έχει δώσει με τέτοια ενάργεια, πάθος και παραστατική δύναμη τα όσα υπέστησαν οι Ελληνες από το κεμαλικό καθεστώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Φθινόπωρο του 1922. Ολες οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, στις οποίες περιλαμβάνεται και το Αϊβαλί, η πατρίδα του Βενέζη, έχουν καταληφθεί από τους Τούρκους, η διαταγή των οποίων ήταν σαφής: με τα καράβια θα έφευγαν μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι άνδρες, 18 ως 45 ετών, θα στέλνονταν στα εσωτερικό «σκλάβοι στα εργατικά τάγματα» (τα οποία βέβαια ήταν τάγματα θανάτου).
Ο Βενέζης ήταν 18 ετών – στο όριο. Οι γονείς του προσπάθησαν να τον πάρουν κρυφά μαζί τους αλλά οι στρατιώτες τον ανακάλυψαν, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Ηταν πλέον μελλοθάνατος μαζί με τους υπόλοιπους φυλακισμένους. Οσοι δεν εκτελέστηκαν – μαζί τους και ο συγγραφέας – στάλθηκαν στα «εργατικά τάγματα». Είχαν «σωθεί», αλλά προσωρινά. Ηταν σαράντα τρεις όταν αναχώρησαν νύχτα για το Κιρκαγάτς (όπου θα δούλευαν), φορώντας μόνο τα εσώρουχά τους. Σ’ αυτή την πορεία θανάτου πέθαναν ή εκτελέστηκαν επί τόπου οι πιο αδύναμοι. Από τους σαράντα τρεις είχαν απομείνει είκοσι τρεις. Από το Κιρκαγάτς ο Βενέζης μεταφέρεται στο Μπακίρκιοϊ, στο Αξάρ και τελικά στη Μαγνησιά. Στα εργατικά τάγματα οι σκλάβοι κάνουν οποιαδήποτε δουλειά τους διατάσσουν για ένα κομμάτι ψωμί, ως τη Μαγνησιά, όπου τρώνε κάτι παραπάνω: ένα πιάτο κουκιά κι ένα με χυλό από αλεύρι. Ο Βενέζης θα μείνει στα «τάγματα» επί δεκατέσσερις μήνες. Του έχουν δώσει το νούμερο 31328, που σημαίνει ότι ήταν καταγεγραμμένος και η ζωή του διέτρεχε μικρότερο κίνδυνο. Θα φύγει για την Ελλάδα το 1923, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης. Για πολλά χρόνια, όπως είπε, έβλεπε εφιάλτες στον ύπνο του.
Δεν γνωρίζω κανέναν που να διάβασε αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο και να μην αγανάκτησε.
Χρονικό της Καταστροφής
Διδώ Σωτηρίου – Ματωμένα χώματα
Εκδόσεις Κέδρος, 2012, σελ. 344, τιμή 18,25 ευρώ
Τα Ματωμένα χώματα (εκδ. Κέδρος) είναι αν όχι το σημαντικότερο, πάντως το εμβληματικότερο μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου, που γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι και διέφυγε στην Ελλάδα λίγες μέρες πριν μπει στη Σμύρνη ο στρατός του Κεμάλ. Εκδόθηκε το 1962, όταν είχαν συμπληρωθεί σαράντα χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σήμερα, εξήντα χρόνια αργότερα, παραμένει ένα από τα μείζονα μυθιστορήματα της νεοελληνικής πεζογραφίας και από τα συγκινητικότερα χρονικά της μεγαλύτερης καταστροφής που υπέστη ο ελληνισμός στον 20ό αιώνα.
Πολλές φορές τα σημαντικά μυθιστορήματα ξεκινούν από συμπτώσεις. Ενας πρόσφυγας Μικρασιάτης ονόματι Μανώλης Αξιώτης διάβασε το προηγούμενο μυθιστόρημα της Σωτηρίου Οι νεκροί περιμένουν, όπου σε πολλές σελίδες περιγράφονται τα όσα υπέφερε ο μικρασιατικός ελληνισμός, συγκινήθηκε, ζήτησε να τη συναντήσει και της παρέδωσε ένα τεφτέρι στο οποίο είχε κρατήσει σημειώσεις από τη ζωή του. Αυτές χρησιμοποίησε ως βάση για το μυθιστόρημά της η συγγραφέας, χωρίζοντας το βιβλίο της σε τέσσερα μέρη: στο πρώτο περιγράφει τη φτωχική αλλά ειρηνική ζωή του Αξιώτη, όταν Ελληνες και Τούρκοι ζούσαν στα χωριά μαζί και μοιράζονταν την καθημερινότητα τους. Στη συνέχεια έχουμε τα δραματικά χρόνια που πέρασε στα «τάγματα εργασίας» φθάνοντας ως την Αγκυρα, κατόπιν τη θητεία του στον ελληνικό στρατό, έπειτα τη θριαμβευτική είσοδο του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, για να καταλήξει στην Καταστροφή.
Το υλικό είναι «καυτό» και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση παρασέρνει τον αναγνώστη, που ζει την εποχή, αφήνοντάς του μια πικρή γεύση.
Και στα τρία αυτά μυθιστορήματα έχουμε τον αγώνα για την επιβίωση, το μεγάλο δράμα της Ιστορίας, τον διωγμό και την ορφάνια, τον ξεριζωμό αλλά και την πίστη ότι ο άνθρωπος είναι πάνω απ’ όλα. Το ατομικό δράμα εκφράζει το συλλογικό αντίστοιχο αλλά και το καθήκον μας των επιγενομένων: να μην ξεχάσουμε. Αυτή είναι η ύψιστη τιμή στους νεκρούς και στα θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής.