Τo μεσημέρι της περασμένης Πέμπτης απονεμήθηκε το εφετινό Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας στον 64χρονο Γιον Φόσε. Ο πολυσχιδής νορβηγός συγγραφέας, όπως ανέφερε ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας Ματς Μαλμ, τιμήθηκε «για τα καινοτόμα θεατρικά έργα και πεζογραφήματά του που δίνουν φωνή στο ανείπωτο».
Το φθινόπωρο του 2021, στο εξώφυλλο του ενθέτου «Βιβλία» του «Βήματος» της Κυριακής 3 Οκτωβρίου, ο κατοπινός νομπελίστας υποστήριζε με αξιοπρόσεκτη πίστη ότι «κατάφερα να κάνω τη σιωπή να μιλήσει», περιέγραφε δηλαδή με παρόμοιο τρόπο τον βασικό λόγο για τον οποίο έλαβε την κορυφαία διάκριση του κόσμου. Ο Φόσε είχε παραχωρήσει εκείνη την εκτεταμένη και διαφωτιστική συνέντευξη με αφορμή μια παράσταση στην Αθήνα, συγκεκριμένα το ανέβασμα του Κάποιος θα έρθει (1992), του παρθενικού μα και πιο εμβληματικού δείγματος της δραματουργικής του τέχνης η οποία, κατά τα λοιπά, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, έμελλε να κατακτήσει την υφήλιο.
Λοιπόν, όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με το μινιμαλιστικό σύμπαν του Φόσε και την ευθύβολη, απέριττη, ανησυχαστική διαχείριση που επιφυλάσσει στις κοινές υπαρξιακές αγωνίες, όσοι μέχρι σήμερα δεν έτυχε να έχουν διαβάσει ή να έχουν δει Φόσε, όσοι δεν έχουν συναντηθεί με μια ποίηση που μετασχηματίζεται σε θέατρο και ένα θέατρο που μετουσιώνεται σε ζωντανή αποτύπωση της συνείδησης, ενδέχεται να σκεφτούν πως όλα τα παραπάνω περί ανείπωτου και περί σιωπής είναι κάπως πομπώδη, κάπως μεγαλόστομα.
Το ζήτημα είναι, πάντως, ότι ισχύουν στο ακέραιο. Και μάλιστα σε μια ακραιφνώς γήινη, καθημερινή, απτή, εύθραυστη, συντριπτική ανθρώπινη κλίμακα που, ωστόσο, αγκαλιάζει και το σωτήριο χιούμορ και την αναγκαία ελπίδα. Ισχύει όμως και κάτι ακόμα, ξανά, ό,τι δήλωσε ο ίδιος ο Φόσε, αρκούντως συγκινημένος, αφότου άκουσε τα χαρμόσυνα νέα που τον αφορούσαν, ότι βλέπει το συγκεκριμένο βραβείο, το δικό του Νομπέλ, «ως μια επιβράβευση της λογοτεχνίας που έχει πρώτο και κύριο σκοπό να είναι ακριβώς αυτό, λογοτεχνία πάνω απ’ όλα, χωρίς άλλες σκέψεις», δηλαδή άλλου είδους συνεκτιμήσεις ή βλέψεις.
Το θεμελιώδες προαπαιτούμενο
Αντιλαμβανόμαστε εύκολα τι υπονόησε ο Φόσε, τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, την πολιτισμική επικαιρότητα και ποικίλα στοιχεία τα οποία ενίοτε συνδιαμορφώνουν δίπλα στα καλλιτεχνικά κριτήρια τις, συχνά αμφισβητούμενες, επιλογές των Σουηδών. Αυτό που, επίσης, υπονόησε ο Φόσε είναι ότι στο πρόσωπό του, στο έργο του, αντανακλάται το θεμελιώδες προαπαιτούμενο της «υψηλής» ή «καθαρής» λογοτεχνίας. Ναι, μάλλον έτσι είναι, εδώ σπεύδουμε να αφαιρέσουμε τα εισαγωγικά με κάμποση ανακούφιση. Ο Φόσε έχει ήδη πίσω του σαράντα χρόνια πολύπλευρης σταδιοδρομίας, μια συνέπεια αισθητικής φύσεως η οποία βρήκε πια τη δικαίωσή της.
Σε κάθε περίπτωση ο Γιον Φόσε – από τους επιφανέστερους ευρωπαίους δημιουργούς της εποχής μας, με αρκετά συζητημένο ονοματεπώνυμο, εξ ου και δεν αποτελεί κάποια φοβερή έκπληξη το συγκεκριμένο Βραβείο Νομπέλ – είναι αξιότατος και συγκαταλέγεται εσχάτως στις εξαιρετικές στιγμές της Ακαδημίας η οποία, καιρός ήταν, όχι μόνο κοίταξε αποφασιστικά και προς το θέατρο έπειτα από σχεδόν μία εικοσαετία (εννοούμε τον Χάρολντ Πίντερ, το 2005) αλλά και πλησίασε, επιτέλους, προς μια λιγότερο ομιλούμενη γλώσσα, ασχέτως αν αυτή είναι γειτονική, σκανδιναβική: τα νινόρσκ, τα νεονορβηγικά στα οποία γράφει ο Φόσε, που, αξίζει να το τονίσουμε γιατί έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, χρησιμοποιούνται μόλις από το 10% του πληθυσμού, είναι η δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας (η πρώτη είναι τα μπουκμόλ και συνδέονται με ιστορικό παρελθόν, τους Δανούς).
«Χωρίς αμφισημία δεν υπάρχει λογοτεχνία. Στην περίπτωσή μου, ίσως να την οφείλω στην ποίηση αυτή την αμφισημία. Δεν είναι εμπρόθετη, βεβαίως. Απλώς συμβαίνει. Για μένα η τέχνη, η γραφή απλώς συμβαίνει. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια διεργασία και μεταφυσική και αισθητική. Διαπλέκει και την υπέρβαση και την εμμένεια με την τεχνική του συγγραφέα, τη λεπτουργία. Κι όπως έγραψε ο Χάιντεγκερ, ο φιλόσοφος που με έχει καθορίσει περισσότερο απ’ όλους, των λογοτεχνών συμπεριλαμβανομένων, αυθεντικοί καλλιτέχνες είναι μόνο εκείνοι που τους απασχολεί έντονα η μαστοριά» είχε τονίσει στη συνέντευξή του ο Γιον Φόσε.
«Η γραφή για μένα είναι ένας τρόπος να σκέφτομαι. Και η σκέψη είναι μια διαδικασία, όπως η γραφή. Η διαφορά έγκειται στο ότι εγώ γράφω με «εικόνες», δεν χρησιμοποιώ «έννοιες». Η αισθητική μορφή που λαμβάνει εν τέλει ένα έργο είναι η θεμελιώδης ουσία του. Θα μπορούσα ίσως να προσθέσω ότι αποτελεί από μόνη της αυτή η μορφή έναν τρόπο σκέψης» συμπλήρωνε τότε. «Το θέατρο είναι μια τέχνη από μόνη της. Και είναι η τέχνη με την πλέον μακρά ιστορία, από τον Αισχύλο μέχρι τις μέρες μας […]. Η ιδιαιτερότητα του θεάτρου έγκειται στις αλλόκοτες και σπάνιες εκείνες στιγμές που όλα είναι σωστά, με την ομορφιά και την έντασή τους, τις μαγικές εκείνες στιγμές κατά τις οποίες ένας άγγελος διασχίζει τη σκηνή, όπως έχει λεχθεί (επίσης από μένα)» είχε καταλήξει.
Πολύπτυχο έργο
Ο Γιον Φόσε, γεννημένος το 1959 στο Χάουγκεσουντ της Δυτικής Νορβηγίας, ενηλικιώθηκε κοντά στα φιόρδ και έχει επηρεαστεί βαθύτατα από τη μελαγχολική ατμόσφαιρα των παράκτιων τοπίων της πατρίδας του. Από το μυθιστόρημα Κόκκινο, μαύρο (1983), με το οποίο εμφανίστηκε στα γράμματα, μέχρι και τώρα, που έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από πενήντα γλώσσες, εξακολουθεί να διευρύνει ένα εντυπωσιακό σε ποικιλία έργο το οποίο περιλαμβάνει κυρίως ποιητικές συλλογές, θεατρικά κείμενα και πεζογραφήματα. Το πλέον πρόσφατο επίτευγμά του είναι η Επταλογία (2019-2021) που αρθρώνεται σε τρεις μυθιστορηματικούς τόμους. Ο Φόσε τη συνέθεσε ύστερα από τη μεταστροφή του στον καθολικισμό. Το πρώτο μέρος Το άλλο όνομα – Επταλογία I-II κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2022, σε μετάφραση Σωτήρη Σουλιώτη, από τις εκδόσεις Gutenberg.
«Τα νεονορβηγικά, στα οποία γράφει ο Φόσε, είναι τα πιο παλιά νορβηγικά, αυτά που προκρίνονται στην ποίηση ενώ αντιπροσωπεύουν και τη γνήσια νορβηγική παράδοση» επεσήμανε στο «Βήμα» ο Σουλιώτης, ο οποίος ετοιμάζει, δουλεύοντας πάνω στο πρωτότυπο, και τα δύο επόμενα μέρη της Επταλογίας. Ο Γιάννης Χουβαρδάς με τη σειρά του, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει τρία θεατρικά έργα του Φόσε στην Ελλάδα, είπε στην εφημερίδα ότι είναι από παλιά «φανατικός θαυμαστής και υποστηρικτής του» και ότι, ως φίλος και κάποιες φορές συνεργάτης του, μοιράζεται «την καθαρά ανθρώπινη χαρά του σεμνού Φόσε, αυτές τις ώρες».
Μίλησε για «την ακραία συμπύκνωση και την ακραία ουσία» στα κείμενά του, ποιότητες που «μας καλούν να ανακαλύψουμε τι κρύβεται κάτω από τις λέξεις». Και υπογράμμισε, στο τέλος, ο Γιάννης Χουβαρδάς: «Ο Φόσε είναι ποιητής, δεν καμώνεται τον ποιητή. Η θεατρική του γραφή είναι ήπια και υποδόρια ωστόσο, περισσότερο ίσως και από του Σαίξπηρ, για εμένα τουλάχιστον. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά έχουν και οι δύο μιαν αντίστοιχη αξία για την εποχή τους».