Αρις Αλεβίζος
Η δωρεά των δέντρων και άλλα διηγήματα
Εκδόσεις Εύμαρος
σελ. 174, τιμή 10,00 ευρώ
Στις αδυσώπητες συζυγικές σχέσεις, στις ερωτικές προσδοκίες οι οποίες μπορεί να φουντώνουν σε πείσμα της σπαρακτικής απάθειας του στόχου τους, καθώς και στη νοοτροπία της εύκολης οικονομικής εξαπάτησης στρέφεται ο Aρις Αλεβίζος με τις συλλογές διηγημάτων του Δεινός καβαλάρης (2000) και Σφαίρες στο Αιγάλεω (2003), καθώς και με τα μυθιστορήματά του Το αόρατο άσυλο (2001), Eνας Αύγουστος χωρίς επίλογο (2005) και Ας μην ενοχληθεί κανείς (2008), αποκαλύπτοντας την ποικιλία των αφανών παγίδων της καθημερινότητας. Οι μικρές κωμωδίες του Αλεβίζου συνορεύουν συχνά με μια σκεπτικιστική και στο βάθος μελαγχολική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, πασχίζοντας να μετονομάσουν και να ξορκίσουν την ελαττωματική υφή της κοινωνίας αντί να δείξουν απροκάλυπτα την παθολογία της και να ζητήσουν επιτακτικά τη θεραπεία της.
Με την καινούργια συλλογή διηγημάτων του, ο συγγραφέας τείνει να παραμερίσει το παλαιότερο πνεύμα διακωμώδησης, χωρίζοντας τα κείμενά του σε δύο σαφώς διαφορετικές μεταξύ τους ενότητες. Στην πρώτη ενότητα (δέκα διηγήματα) ακολουθεί μια μάλλον ασυνήθιστη θεματική γραμμή, κάνοντας λόγο για τα δέντρα που έθρεψαν την παιδική του ηλικία στη Χάστεμη (Λευκοχώρα) της Μεσσηνίας. Στη δεύτερη ενότητα (δεκατρία διηγήματα) κυριαρχούν οι έγνοιες της ωριμότητας: οι ασθένειες και ο φόβος του θανάτου. Παρά τη μετακίνηση σε μια φανερά καινούργια περιοχή, όπως και τον μάλλον στενόχωρο προσανατολισμό της δεύτερης ενότητας, το βιβλίο δεν γίνεται ποτέ καταθλιπτικό και πεισιθάνατο, διατηρώντας πάντοτε στον πυρήνα των διηγημάτων του ένα βιταλιστικό στοιχείο: μια χαραμάδα ή ένα περιθώριο για την προσήλωση σε δυνάμεις που μπορούν έστω και την τελευταία στιγμή, όταν ο ορίζοντας της ύπαρξης έχει στενέψει υπερβολικά, να αποβλέψουν σε μια αναγέννηση. Η ορμή για ανακίνηση και ανανέωση είναι εμφανέστερη στο πρώτο μέρος, τη «Δωρεά των δέντρων». Η σχέση του πρωτοπρόσωπου αφηγητή με τη φύση, όπου τα πάντα ανακάμπτουν διαρκώς, σε σταθερά επανερχόμενους κύκλους, δεν περιορίζεται στις αναμνήσεις και στις αισθήσεις των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων: επεκτείνεται αντιθέτως και φτάνει μέχρι το παρόν, που αντιπροσωπεύει έναν χρόνο επανάκαμψης και επιστροφής, με τον ήρωα-αφηγητή να εγκαταλείπει λόγω συνταξιοδότησης το δικηγορικό επάγγελμα για να επανεγκατασταθεί στον τόπο της γέννησής του όπου και μεταμορφώνεται σε γεωργό.
Και τι κάνει ένας γεωργός με τα δέντρα που τον βρήκαν στο χάραμα του βίου του, για να μεταβληθούν τώρα, για άλλη μια φορά, σε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής του δραστηριότητας; Μιλώντας με εξομολογητική διάθεση σε κουμαριές, συκιές, φραγκοσυκιές, αρκουδόβατους, αγριο-σπαράγγια, ελιές, ροδιές, κλήματα, μυρτιές, πορτοκαλιές, ρίγανες, καρυδιές, κυδωνιές και σκίνους, ο αφηγητής ανακαλεί όλα τα βάσανα και τις χαρές που προσέφερε (και εξακολουθεί να προσφέρει) η συμβίωση μαζί τους. Και οι σιωπηλοί αυτοί συνομιλητές είναι σαν να συμμετέχουν σε μια μεγάλη φυσική γιορτή, σαν να παίρνουν μέρος σε μια φωτεινή έκρηξη που μοιάζει έτοιμη να πυροδοτήσει τον κόσμο από την αρχή.
Στα διηγήματα του δεύτερου μέρους («Δωρεά αιτία θανάτου») θα συναντήσουμε τον θάνατο από ποικίλες αιτίες: από γηρατειά, από αρρώστια ή από κακοδαιμονία. Ο θάνατος μπορεί ωστόσο να προέλθει και από φόνο ή να εμφανιστεί ως επιταγή τελικού αποχαιρετισμού, όπως συμβαίνει στις κηδείες (ο αφηγητής παραμένει ομοδιηγητικός και πρωτοπρόσωπος). Και ναι, ο θάνατος είναι το μαύρο σεντόνι που θα σκεπάσει νωρίτερα ή αργότερα δικαίους και αδίκους, αλλά όσοι μένουν προσωρινά πίσω μπορούν να διεκδικήσουν ξανά και ξανά, μέχρι την ύστατη ώρα, το αναφαίρετο δικαίωμα της συνέχειας και της επιβίωσης. Eνα βιβλίο με αποσταγμένη αφήγηση και κατασταλαγμένο στοχασμό.