Οπως έχουμε ξαναγράψει, τα τελευταία χρόνια, και παρά την κρίση, όλο και περισσότεροι συγγραφείς δοκιμάζουν τις δυνατότητες στο γράψιμο αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ενας από αυτούς είναι ο Παναγιώτης Κωνσταντόπουλος (Καλαμάτα, 1964) δικηγόρος το επάγγελμα, ο οποίος εμφανίστηκε στα γράμματα το 2017 με το μυθιστόρημα Το μνημόσυνο.
Ο θάνατος του συλλέκτη
Εκδόσεις Βακχικόν, 2018
σελ. 186, τιμή 12,72 ευρώ
Εδώ, στο Ο θάνατος του συλλέκτη, ο συγγραφέας, γερά εξοπλισμένος με στοιχεία που έχει αντλήσει από άλλους ομοτέχνους του χάρη στα διαβάσματά του, μας προσφέρει ένα ευφυές αστυνομικό ανάγνωσμα. Ο ήρωάς του, ο Πάνος Κουτσόπουλος, το ας πούμε alter ego του, πρώην αστυνομικός και νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ, λάτρης της αρχαίας κινεζικής ποίησης, αφηγείται με ανάλαφρο τόνο μια ιστορία στην οποία εμπλέκονται ο βοηθός και ανιψιός του, Αλέξανδρος, και η μέλλουσα σύζυγός του, Παρασκευή, που εργάζεται από το σπίτι σε μια ιστοσελίδα ποικίλης ύλης. Το όνειρό της είναι να «διοριστεί» σε σουπερμάρκετ, ώστε να έχει έναν σταθερό μισθό. Ο ντετέκτιβ ερευνά την περίπτωση ενός μανιώδους συλλέκτη δίσκων γραμμοφώνου, που έχει πεθάνει από μια σπάνια ασθένεια. Ενόσω έλειπε στο νοσοκομείο, το σπίτι του λεηλατήθηκε και οι δίσκοι του βρέθηκαν σπασμένοι. Ποιος το έκανε; Αληθεύουν οι υποψίες της μητέρας του ότι δολοφονήθηκε;
Ευθύς εξαρχής, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως ο Κωνσταντόπουλος επιθυμεί να διακωμωδήσει τη σύγχρονη αθηναϊκή κοινωνία, αρχίζοντας από την παρούσα κυβέρνηση, την «αριστερή εξουσία, που γρήγορα εξελίχθηκε σε προαριστερή και μετασοσιαλδημοκρατική», διαβάζουμε. Μιλάει μεν για μια ματαιωμένη ερωτική σχέση, για ζήλια, εκδίκηση και τιμωρία, αλλά αυτά συμβαίνουν σε μια πόλη γεμάτη ανέργους («Δεν υπάρχουν δουλειές σήμερα, μόνο κηδείες υπάρχουν») και νεαρά άτομα που έχουν φετιχοποιήσει τα κινητά τηλέφωνα – τα συγκεκριμένα φαινόμενα τον απασχολούν.
Δε λες κουβέντα
Εκδόσεις Μελάνι, 2018
σελ. 266, τιμή 16 ευρώ
Στην ίδια πόλη, την Αθήνα την κρίσης, τοποθετεί το Δε λες κουβέντα, το πρώτο του μυθιστόρημα, ο Μάκης Μαλαφέκας (Αθήνα, 1977), ο οποίος ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Αποτίοντας φόρο τιμής στον Ρέιμοντ Τσάντλερ όχι μόνο με το μότο που έχει μια φράση από το Αντίο, γλυκιά μου, αλλά κυρίως με τον ήρωα και αφηγητή, τον συγγραφέα Μιχάλη Κρόκο, που μπλέκει σε μια ιστορία κλοπής ενός πίνακα και είναι ερωτιάρης και πότης σαν τον Φίλιπ Μάρλοου. Ο Κρόκος φτάνει στην Αθήνα προερχόμενος από το Παρίσι εν μέσω καύσωνα και κάνει παρέα με μια ομάδα ανθρώπων που συμμετέχουν στις εκδηλώσεις της παγκόσμιας έκθεσης Ντοκουμέντα. Είναι η Κρις (Χριστίνα), λίγο γραφίστρια, λίγο δημοσιογράφος, η Μέττε από τη Γερμανία, ο Χάρι ο καλλιτέχνης, ο Χρυσικόπουλος, υποδιευθυντής της έκθεσης. Στην ιστορία εμπλέκεται και κάποιος αφανής που θέλει να αποκαλύψει τα κυκλώματα που λυμαίνονται τον χώρο της τέχνης μέσω Διαδικτύου. Ξενυχτώντας στα μπαρ της πρωτεύουσας, από τα Εξάρχεια μέχρι την πλατεία Βικτωρίας και από το Μοναστηράκι έως το Σύνταγμα, αλλά και στην κοσμοπολίτικη Υδρα, κάνοντας έρωτα και συζητώντας με τους φίλους του για ποικίλα θέματα, ο Κρόκος διαπιστώνει πως πίσω από τον πίνακα του Χάρι που κλάπηκε από το σπίτι της Κρις κρύβονται άγνωστα συμφέροντα. Και ξαφνικά η Μέττε εξαφανίζεται, ενώ σ’ ένα ύποπτο μαγαζί της οδού Φυλής δολοφονείται ένας γκέι.
Ο Μάκης Μαλαφέκας ξέρει να αφηγείται με γλαφυρό τρόπο, κάνει όμως υπερβολική χρήση τολμηρών λέξεων, καθώς και φράσεων της νεοελληνικής αργκό. Μιλώντας για τον κόσμο της τέχνης εκφράζει την άποψη πως κυριαρχείται από διεφθαρμένα άτομα που ξεπλένουν χρήματα από τον τζίρο των ναρκωτικών. Ωστόσο, η ιστορία του με τα κυκλώματα στα έργα τέχνης, όπου έχουν παρεισφρήσει άνθρωποι των μυστικών υπηρεσιών, έχει ασάφειες που ίσως δυσκολέψουν την ανάγνωση.