«Σωπαίναμε κι ήταν βαριά, βαριά η σιωπή μας, / σαν κλάμα που δε θέλει να ξεσπάσει… / Βαριά κοιλιά που θα ξεράσει / νεκρό παιδί στην άτεκνη ψυχή μας… / Σιωπή που μας χωρίζει, / σιωπή φριχτή, φριχτή… / Σώπα! κι η λέξη που θα βγει / – αλί μας! – δε θα μας λυτρώσει. / Σώπα! Σπασμένο το βιολί / και το δοξάρι ορφανεμένο. Ορφανεμέν’ ό,τι κι αν πεις, / παιδί της άγονης σιωπής… / κι είναι μακριά – τόσο μακριά – τ’ ονειρεμένο / μοτίβο π’ όλος περιμένω / κάποιο ξελάφρωμα να στίξει / στις άρρωστές μας τις ψυχές… / Μακριά από Σας τέτοιες σιωπές!».
Με ερωτικά-υπαρξιακά ποιήματα, μεταξύ των οποίων και η παραπάνω «Σιωπή», θα κάνει την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση στο περιοδικό Νέα Ζωή τον Ιούλιο του 1933 ο Δημήτριος Καπετανάκης, ένας ευαίσθητος, φλογερός λόγιος που στη σύντομη ζωή του θα γίνει όχημα ιδεών από τη Σμύρνη ως το Λονδίνο αφήνοντας ένα πολυσχιδές έργο: ποιήματα, δοκίμια, τεχνοκριτικές και φιλοσοφικές μελέτες με άξονες το ωραίο, τον έρωτα ως εμπειρία αυτογνωσίας, τον θάνατο, την απόγνωση, την απελπισία, τη σιωπή, τη μοναξιά, την ασθένεια, τη σωτηρία.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.