Σε μια από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου της Παραδειγματικές εργάτριες (εκδ. Παπαζήση) η διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Μίντλσεξ Νεφέλη Στουρνάρα αναφέρεται εύστοχα στη «γενική, αόρατη και σιωπηλή κατηγορία» της καθαρίστριας. Τα επαγγέλματα αυτής, όπως και πολλών άλλων σιωπηλών κατηγοριών, αναδύθηκαν πρόσφατα από την αφάνεια στη διάρκεια της πανδημίας, όταν η υποχρεωτική απαγόρευση της κυκλοφορίας της μεγάλης μάζας του πληθυσμού στις αρχές του 2020 κατέστησε αίφνης προφανές ότι οδοκαθαριστές, ντελιβεράδες, κούριερ, πάροχοι φροντίδας, εργαζόμενοι στον χώρο της εστίασης αποτελούν αρμούς της σύγχρονης κοινωνίας. Παρά το ότι επιτελούν ζωτικές της λειτουργίες, οι περισσότερες από τις ομάδες αυτές διακρίνονται από μειωμένο κύρος, εργασιακή επισφάλεια και χαμηλές αμοιβές. Η συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης, επομένως, η οποία έχει ως αντικείμενό της την εμπειρία 24 καθαριστριών δύο δημόσιων νοσοκομείων εκδίδεται σε μια επίκαιρη στιγμή ώστε να υπενθυμίσει τον επιβεβλημένο αναστοχασμό εκείνων που το βλέμμα μας προσπερνά.
Με τη μεθοδολογία της κοινωνιολογίας και διαθεματική προσέγγιση, το βιβλίο της Στουρνάρα πραγματεύεται πολλαπλές όψεις της εμπειρίας αυτής. Η συγγραφέας επισημαίνει τη συγκρότηση ενός «νέου γυναικείου προλεταριάτου», το οποίο στις συνθήκες της μετανάστευσης, της νεοφιλελεύθερης οικονομίας των αρχών του 21ου αιώνα και της Ελλάδας της κρίσης υπόκειται σε ποικίλα καθεστώτα ανισότητας. Η ιεραρχική δομή του νοσοκομείου ως τόπου εξουσίας με διακριτές βαθμίδες διέπει την καθημερινότητα των εργατριών αυτών από την Αλβανία και τη Βόρεια Ηπειρο. Το επάγγελμα της καθαριότητας και η φυσική βρωμιά ταυτίζονται με έναν κοινωνικό στιγματισμό καθώς η «βρώμικη εργασία» αποκλείει την πλήρη κοινωνική αποδοχή.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.