Πατέρα, σου γράφω από το τραίνο που πάει απ’ το Παρίσι στο αεροδρόμιο.
Είναι η ώρα 8 το βράδυ, η μπλε ώρα
η ώρα που όλα ησυχάζουν κι επιστρέφουν
η ώρα που αλλού όλα ξυπνούν.
Οχι, δε γίνεται να φύγεις τώρα· είναι μεγάλη η αναστάτωση.
και το Σαββατοκύριακο πώς θα πάω στη δουλειά
που χρειάζομαι χρήματα
και οι φίλοι που έρχονται απ’ το εξωτερικό
πώς θα τους φιλοξενήσω;
Είμαι στο τραίνο που πηγαίνει στο αεροδρόμιο
μέσα από τα προάστια. Ντρανσύ, Λε Μπλαν Μενίλ,
Σεβράν Μποντότ. Κι είναι γεμάτο μετανάστες που γυρίζουν
απ’ τις δουλειές έτσι όπως γύριζες κάποτε κι εσύ
με τραίνο στο Σικάγο, μ’ ένα σακάκι και φθαρμένα
μοκασίνια και λίγα δολάρια μόνο στην τσέπη,
όταν όλη η ζωή ήταν μπροστά σου ακόμα
κι ο ήλιος έδυε κι έφλεγε τα όνειρά σου.
Μια νέα αρχή βράζει και κρύβεται στο τέλος της ημέρας
κι ο ουρανός ατέλειωτος
αγόρι μου.