«Είχα αποδεχτεί ότι μπορούσα να επικοινωνήσω μόνο με τον δικό μου τρόπο, ο οποίος συνίσταται στο να παράγω μια παρατακτική θύελλα από δυσνόητες πολιτιστικές αναφορές και να προσκαλώ τον αναγνώστη να βουτήξει μαζί μου». Αυτή είναι μία από τις χαρακτηριστικά σαρκαστικές φράσεις με τις οποίες ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος του βρετανού συγγραφέα Χάρι Κούνζρου περιγράφει τον εαυτό του. Το όνομα του ήρωα δεν το μαθαίνουμε ποτέ, ίσως γιατί δεν χρειάζεται: είναι ένας μέσης ηλικίας συγγραφέας, Βρετανός ινδικής καταγωγής, ο οποίος ζει στη Νέα Υόρκη με τη δικηγόρο σύζυγό του και την τριών ετών κόρη τους. Ο Χάρι Κούνζρου είναι επίσης συγγραφέας, Βρετανός ινδικής καταγωγής, είναι μεσήλικος και ζει στη Νέα Υόρκη. Οπως και ο ήρωας του βιβλίου του, υπήρξε επίσης υπότροφος για μερικούς μήνες ενός ιδρύματος για συγγραφείς στο Βερολίνο. Οι ομοιότητες του Κούνζρου με τον ήρωά του σταματούν εδώ. Το Κρέας για τους λύκους (εκδ. Δώμα) δεν είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, αν και είναι βέβαιο ότι ο Κούνζρου αξιοποιεί προσωπικές του εμπειρίες.
Μόνος στο Βερολίνο
Ο ανώνυμος ήρωας του μυθιστορήματος είναι «ψιλοάχρηστος» και «το μόνο πολιτικό σύνθημα που κατάφερε να τον τραβήξει είναι το «Ne travaillez jamais» – «Μη δουλεύετε ποτέ»». Oταν του δίνεται η ευκαιρία να απομονωθεί σε ένα μυστηριώδες ίδρυμα στο Βερολίνο προκειμένου να γράψει το βιβλίο του, κάτι για το οποίο ο ίδιος εξαρχής αμφιβάλλει, αρπάζει την ευκαιρία χωρίς δεύτερη σκέψη. Ανακαλύπτει όμως ότι δεν μπορεί να εργαστεί, καθώς σύμφωνα με τους όρους του ιδρύματος πρέπει να δουλεύει σε κοινόχρηστο χώρο μαζί με τους άλλους υπoτρόφους, ενώ οι «εργατοώρες» του στον υπολογιστή καταμετρώνται και αναλόγως αξιολογούνται – στην περίπτωσή του, αρνητικά.
Ο επίδοξος συγγραφέας ασφυκτιά και αρχίζει να περιφέρεται στην περιοχή που βρίσκεται το ίδρυμα Ντόιτερ όπου φιλοξενείται, τη Βάνζεε, που το όνομά της παραπέμπει, για τον μέσο Γερμανό, στο κτίριο όπου έλαβε χώρα η διαβόητη συνδιάσκεψη ναζιστικών στελεχών με αντικείμενο τις οργανωτικές πλευρές του Ολοκαυτώματος. Το σκοτεινό πολιτικό παρελθόν της Βάνζεε δεν τον εντυπωσιάζει τόσο όσο ο τάφος του Κλάιστ, του γερμανού ρομαντικού συγγραφέα που αυτοκτόνησε το 1811 μαζί με την αγαπημένη του. Οταν το περιώνυμο writer’s block εγκαθίσταται για τα καλά στο μυαλό και στο πνεύμα του ήρωα, τότε τίποτε, ούτε η ευρύτερη γερμανική γραμματεία του 18ου αιώνα στην οποία ανατρέχει, δεν μπορεί να τον βοηθήσει να γράψει έστω μια σελίδα. Τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις διαδέχονται ατέλειωτες ώρες απομόνωσης κατά τις οποίες αρχίζει να παρακολουθεί βουλιμικά μια βίαιη αμερικανική αστυνομική σειρά.
Σε όλο το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος (Βάνζεε) οι ρυθμοί κυλούν αργά, σε βαθμό που ο αναγνώστης διερωτάται ποια είναι τελικώς η πρόθεση του Κούνζρου. Ο ζόφος ωστόσο είναι παρών, όχι μόνο εξαιτίας του γκρίζου παγωμένου τοπίου, ή των ρομαντικών συγγραφέων του 19ου αιώνα: ο ήρωας ζει στο 2016, η Γερμανία έχει γεμίσει μετανάστες και πρόσφυγες, η λαϊκή, μεγάλης κυκλοφορίας, εφημερίδα «Βild» καλλιεργεί κλίμα ξενοφοβίας που μπορεί να μην πτόησε την τότε καγκελάριο Μέρκελ, ενίσχυσε όμως τη γερμανική Ακροδεξιά.
Τα ίχνη του ολοκληρωτισμού
Στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο μέρος του βιβλίου ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνεται, ο ζόφος διαχέεται και ο αναγνώστης κρατά την αναπνοή του. Οι τυχαίες συναντήσεις του ήρωα με άλλα πρόσωπα δίνουν τη δυνατότητα στον Κούνζρου να μιλήσει για όσα τον απασχολούν. Οταν ο ήρωας του συναντά τη Μόνικα, καθαρίστρια στο ίδρυμα Ντόιτερ, ο Κούνζρου αφηγείται την ιστορία της Στάζι, της διαβόητης μυστικής αστυνομίας της κομμουνιστικής πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η Στάζι χρησιμοποίησε τη Μόνικα όπως εκατομμύρια Γερμανούς, αναγκάζοντάς τους να γίνονται άθελά τους χαφιέδες κατηγορώντας τους για απίθανες γελοιότητες: στην περίπτωση της Μόνικα το έγκλημα ήταν ότι ήταν μέλος ενός γυναικείου πανκ συγκροτήματος, άκουγε δηλαδή τη «μουσική του εχθρού», του διεφθαρμένου καπιταλισμού. Ηταν τέτοια η τρομοκρατία του κομμουνιστικού καθεστώτος που ακόμα και μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, η Μόνικα διατηρούσε τις αμφιβολίες της. «Ολοι έλεγαν ότι η Στάζι είχε διαλυθεί, αλλά ήταν πράγματι αλήθεια;».
Στο επόμενο κεφάλαιο ο ήρωας συναντά τον σκηνοθέτη της βίαιης αστυνομικής σειράς που παρακολουθεί, έναν Αμερικανό με το ψευδώνυμο Αντον. Από αυτό το σημείο η αφήγηση αποκτά ακόμα πιο ταχείς ρυθμούς ακολουθώντας την εφιαλτική κάθοδο του ήρωα στην παράνοια και την τρομοκρατία που ασκούν ο Αντον και οι συν αυτώ: συνωμοσιολόγοι πρώτης γραμμής, παίζουν στα δάχτυλά τους τον βόρβορο του Διαδικτύου, όπου η «νέα τάξη πραγμάτων» δεν βρίσκεται ποτέ μακριά: ρατσισμός, ξενοφοβία, θεωρίες της αντικατάστασης των λευκών από πάσης φύσεως μετανάστες, «συνωμοσία με σκοπό την εκμετάλλευση της γενετικής προδιάθεσης για ειλικρίνεια και αλτρουισμό, η οποία χαρακτηρίζει τους Βορειοευρωπαίους».
Η επίθεση της εναλλακτικής Δεξιάς του Αντον διαβρώνει το μυαλό του ήρωα και τον οδηγεί στην κατάρρευση. Οταν τελικώς επιστρέφει στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι πλέον Νοέμβριος του 2016, λίγες ημέρες προτού τα ηνία της χώρας – και υπερδύναμης – αναλάβει ο Τραμπ, πρόσωπο άκρως επικίνδυνο για τον πλανήτη. Παρά ταύτα το βιβλίο τελειώνει με πίστη στο ανθρώπινο είδος. Διαβάζοντας στη θαυμάσια μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου το Κρέας για τους λύκους, μια κραυγή αγωνίας απέναντι σε κάθε μορφής ολοκληρωτισμούς, γίνεται αντιληπτό ότι ο Κούνζρου είναι προφητικός χωρίς να το επιδιώκει: στα μέσα του 2023, τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρωτότυπου, το μυθιστόρημά του παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο.
Ο Χάρι Κούνζρου γεννήθηκε το 1969 στη Βρετανία και σπούδασε Φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Ουόρικ. Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «The Impressionist» («Ο ευγενής των Ινδιών», εκδ. Πατάκη, 2006) απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, ενώ και τα επόμενα βιβλία του μεταφράστηκαν σε 20 γλώσσες. Συγγραφέας και παρεμβατικός διανοούμενος, συνεργάτης εντύπων όπως οι «Νew Υork Τimes» και ο «New Yorker», o Kούνζρου υπήρξε από τους πρώτους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το «βαθύ Ιντερνετ» και τον αντίκτυπό του.