Στις 25 του περασμένου Μαΐου, στη Μινεάπολη των ΗΠΑ, ο Τζορτζ Φλόιντ, μαύρος Αμερικανός, 46 ετών, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τον Ντέρεκ Τσόβιν, έναν λευκό αστυνομικό. Διά ασήμαντον αφορμήν, επί οκτώ περίπου λεπτά, ο Τσόβιν και ενώ άλλοι τρεις συνάδελφοί του τον παρακολουθούσαν ατάραχοι, πίεζε το γόνατό του στον λαιμό του Φλόιντ ο οποίος φώναζε «I can’t breathe» – «Δεν μπορώ να αναπνεύσω». Εκείνη η κραυγή έγινε το κύριο σύνθημα κατά της αστυνομικής βίας, της φυλετικής βίας, στις διαδηλώσεις που συντάραξαν την Αμερική το διάστημα που ακολούθησε. Αψηφώντας τους περιορισμούς που επιβάλλει η πανδημία, φορώντας μάσκες, χιλιάδες Αμερικανοί κατέκλυσαν τους δρόμους ενώνοντας τη φωνή τους με εκείνες των ακτιβιστών του κινήματος «Black Lives Matter». Πέντε μήνες αργότερα, το φυλετικό ζήτημα και η αστυνομική βία ήταν, μετά την πανδημία του κορωνοϊού και την κατάρρευση της οικονομίας, τα ζητήματα που απασχολούσαν κυρίως τους αμερικανούς ψηφοφόρους όταν προσήλθαν στις κάλπες στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, οι οποίες ανέδειξαν νικητή τον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν.
Αν ζούσε σήμερα ο Τζέιμς Μπόλντουιν, ο αμερικανός συγγραφέας, μεταξύ άλλων, και του βιβλίου Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει, θα ήταν ευχαριστημένος με το εκλογικό αποτέλεσμα. Δεν θα ήταν μάλλον όμως διόλου σίγουρος ότι περιστατικά φυλετικής βίας, όπως η δολοφονία του Φλόιντ, δεν θα επαναληφθούν. Αν υπάρχει ένας αμερικανός συγγραφέας που συνδέθηκε όσο κανείς άλλος με τη φυλετική βία και τα πολιτικά δικαιώματα, ζητήματα για τα οποία έδωσε μάχες που του κόστισαν την παρακολούθησή του από το FBI, αυτός είναι ο Τζέιμς Μπόλντουιν.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος