Σε αντίθεση με τη διακοσιετηρίδα της Ελληνικής Επανάστασης ή την εκατονταετηρίδα της Μικρασιατικής Καταστροφής, τα πενήντα χρόνια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας δεν συνοδεύθηκαν από ιδιαίτερη πύκνωση της εκδοτικής παραγωγής. Μετρημένες ιστορικές προσεγγίσεις, περισσότερα απομνημονεύματα, μαρτυρίες και προσωπικές αφηγήσεις, αλλά όχι σε αριθμούς που θα συνιστούσαν αλλαγή παραδείγματος, είναι ο απολογισμός του επετειακού έτους. Το 1974 εισέρχεται εμφανώς στον επιστημονικό ορίζοντα, χωρίς όμως ακόμη η επεξεργασία του να αποτυπώνεται σε αυξημένη ροή έργων. Η Μεταπολίτευση, όμως, και αυτό είναι αναμφισβήτητα ενδιαφέρον γιατί υποδηλώνει τη σημασία της μνήμης μιας στιγμής και μιας περιόδου που αποτελεί το εγγύς παρελθόν της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, απασχόλησε την επιστημονική κοινότητα με άλλες μορφές: διοργανώθηκε μια σειρά συνεδρίων με ευρεία συμμετοχή ακαδημαϊκών και προσώπων που έλαβαν μέρος στις εξελίξεις, γυρίστηκε ένα πλήθος ντοκιμαντέρ με γνώμονα το πλατύ κοινό. Από αυτή την άποψη η επέτειος της Μεταπολίτευσης υπήρξε ένα γεγονός της δημόσιας ιστορίας.
Σε αυτή την προοπτική πρέπει να εγγράψει κανείς την Καμπύλη της Μεταπολίτευσης (εκδ. Επίκεντρο), τον συλλογικό τόμο των πρακτικών του συνεδρίου που διοργάνωσε ο «Κύκλος Ιδεών» σε συνεργασία με το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών μεταξύ 12 και 14 Μαΐου 2024. Το πρώτο που οφείλει να επισημάνει κανείς εδώ είναι η καταστατική επιλογή του διαλογικού σχήματος: τα περισσότερα από 80 πρόσωπα που συμμετέχουν (πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, πολιτικοί, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών) δεν μένουν σε απλές εισηγήσεις, προχωρούν σε ανταλλαγή απόψεων εντός οργανωμένων ομάδων συζητήσεων.
Πρόκειται για διευθέτηση προσαρμοσμένη στην ανάδειξη της εμπειρίας και του βιώματος σε αντίθεση με τη συνήθη συνεδριακή ανάγνωση ανακοινώσεων όπου συνοψίζονται πορίσματα έρευνας. Ερευνα οπωσδήποτε υπάρχει – η εναρκτήρια ημέρα, για παράδειγμα, αφιερώνεται στην παρουσίαση, στην ανάλυση και στον σχολιασμό της μεγάλης δημοσκόπησης της Metron Analysis «Η Μεταπολίτευση ως στιγμή και ως κατάσταση». Η μεταφορά των πορισμάτων της όμως από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας γίνεται με τρόπο λιγότερο αυστηρό, προορισμένο να συνδυάσει τα τεκμήρια με το γεγονός ότι η ιστορική αυτή διάρκεια, στιγμιαία ή μακροχρόνια, βρίσκεται σε μια διαδικασία μετάβασης – «από τη μνήμη στην καρδιά». Απαρχές αξιολόγησης για τις θεμελιώδεις σταθερές, τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της μπορούν να γίνουν, όπως υποδεικνύουν οι κύκλοι για το καταγωγικό τραύμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τις τομές και τις συνέχειες, τα εγχώρια και τα διεθνή ορόσημα, το θεσμικό πλαίσιο, την οικονομία, το «πολιτικό γονιδίωμα» της Μεταπολίτευσης. Διόλου τυχαία, όμως, πλαισιώνονται από ενότητες γύρω από τις αφηγήσεις για τη Μεταπολίτευση, την αισθητική, τη σκηνή της, την οπτική της γενιάς Ζ, απόπειρες, με άλλα λόγια, πολυπρισματικής πρόσληψης με υπογραμμισμένο το υποκειμενικό στοιχείο. (Ευρηματικά, το σύνολο λαμβάνει χώρα μεταξύ του προλόγου της περσόνας του Φωκίωνα Καπνίδη, κατά κόσμον Βασίλη Παπαβασιλείου, και του επιλόγου της «Μπαλάντας της Μεταπολίτευσης» του Νίκου Κυπουργού.)
«Ο κύκλος της Μεταπολίτευσης δεν μπορεί να κλείσει εάν δεν υπάρξει εφάμιλλο ιστορικό γεγονός» παρατηρεί ο ιδρυτής του «Κύκλου Ιδεών» Ευάγγελος Βενιζέλος, διατυπώνοντας μια καίρια επισήμανση ως προς το μόνιμο ερώτημα γύρω από τη βραχεία ή τη μακρά διάρκεια της περιόδου. Είτε την εκλάβει κανείς ως σημείο, ωστόσο, είτε ως γραμμή («καμπύλη», κατά τους διοργανωτές, αλλά άλλοτε και ευθεία ή τεθλασμένη), η Μεταπολίτευση αποτελεί μια διακύμανση της Ιστορίας, των θεσμών, των νοοτροπιών. Και ο εξαίρετος αυτός συλλογικός τόμος με την πληθώρα όψεων, θεματικών, προσωπικών αφηγήσεων, ψηφίδων έρευνας και βιωμένης εμπειρίας, αποτελεί την περιήγηση στο ευρύ, γόνιμο πεδίο από τα όρια και τις προϋποθέσεις ως το ιδεολογικό περιεχόμενο και τη συναισθηματική της συνθήκη.