Η φράση «Στ’ αμπέλια» που δίνει τον τίτλο της στο αφήγημα του Σταύρου Ζουμπουλάκη είναι λιγότερο μια κατεύθυνση προσανατολισμού και περισσότερο μια τοπική ονομασία: έτσι έλεγαν οι άνθρωποι της Συκιάς Λακωνίας, του χωριού στο οποίο γεννήθηκε ο συγγραφέας, το μέρος όπου περνούσαν τα καλοκαίρια τους, συνδυάζοντας την ξεκούραση με κάποιες αγροτικές δουλειές, κυρίως με το μάζεμα των σύκων. Στην Αδερφή μου (2012), το πρώτο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, ο Ζουμπουλάκης εξιστορεί πρώτα τον πολύχρονο βασανισμό της αδελφής του από μια επιληψία βαρύτατης μορφής και κατόπιν τη μαρτυρική πορεία της προς τον θάνατο, ύστερα από έναν καρκίνο ο οποίος βρήκε πρόσφορο έδαφος στον ήδη εξασθενημένο από την πολυφαρμακία οργανισμό της. Πρόκειται για ένα κείμενο που κινείται μεταξύ αυτοβιογραφίας, οικογενειακού χρονικού, θεολογικού δοκιμίου και υπαρξιακής εξομολόγησης. Τα στοιχεία της αυτοβιογραφίας και του οικογενειακού χρονικού δίνουν το παρών και Στ’ αμπέλια, τα οποία κατά τα άλλα μπορούν να διαβαστούν και σαν μελέτη κοινωνικής ανθρωπολογίας για την ελληνική επαρχία από το 1959 ως το 1967 (τα χρόνια των καλοκαιρινών επισκέψεων του αφηγητή στην περιοχή).
Γιατί μελέτη κοινωνικής ανθρωπολογίας; Μα επειδή με αφορμή την αναδρομή στην παιδική και την εφηβική του ηλικία ο Ζουμπουλάκης θέλει να μιλήσει για την υλικοτεχνική υποδομή, την οικονομική παραγωγή, τις καθημερινές συνήθειες (εργασία και σχόλη), το εισόδημα και κυρίως τον πολιτισμό (θρησκεία και γλώσσα) του τόπου της θερινής διαμονής του κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Και εφόσον μια μελέτη κοινωνικής ανθρωπολογίας προϋποθέτει λόγο αποφορτισμένο από τον μύθο και απαλλαγμένο από υλικά φτιαγμένα για αισθηματική κατανάλωση, ο Ζουμπουλάκης προβάλλει τον κόσμο του χωρίς ψιμύθια: οι άνθρωποι που πρωταγωνιστούν στις σελίδες του αλληλοϋποβλέπονται και συγκρούονται χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, αντιμετωπίζουν τον θάνατο σαν φυσικό, κεκανονισμένο γεγονός, χρησιμοποιούν τα ζώα μόνο για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, υποφέρουν από βαθιά στέρηση, διατρέφονται με προϊόντα κακής ποιότητας, πίνουν και χαρτοπαίζουν, αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, μιλούν με ένα οργανικό, ριζωμένο ιδίωμα και όχι με μια εξαστισμένη παραλλαγή του, όπως θα συμβεί αργότερα, πιστεύουν στον Θεό με όλα τα μαγικά βαρίδια των προκαταλήψεών τους και παραμένουν μονίμως δέσμιοι της ταξικής τους μοίρας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος