Ο Ορφέας και ο Ανδρέας Διηγήματα
Εκδόσεις Καστανιώτη
σελ. 169, τιμή 12,00 ευρώ
Ο Ανδρέας Μήτσου έχει αλλάξει κατ’ επανάληψη κατευθύνσεις στην πεζογραφία του κι έχει δοκιμάσει τον βηματισμό του στις πιο διαφορετικές περιοχές, τόσο ως προς τα θεματικά του μοτίβα όσο και ως προς την αφηγηματική του τεχνική. Ενας ωστόσο παράγοντας έχει παραμείνει σταθερός σε όλα τα χρόνια της μακράς διαδρομής του: η σχέση με ένα παράξενο, ανοίκειο, ανεξήγητο ή και σκοτεινό στοιχείο, που μπορεί να αποκτήσει είτε τη μορφή του ονείρου και της φαντασιακής προβολής είτε να οδηγηθεί σε μιαν υπερφυσική μεταγωγή, καταλήγοντας και στη μια και στην άλλη περίπτωση σε ένα είδος εκκρεμούς ρεαλισμού: σε έναν ρεαλισμό ο οποίος σπεύδει να παρακάμψει την άμεση πραγματικότητα υπέρ μιας διακριτικής μεταστοιχείωσης – μιας μεταμόρφωσης που θα τροποποιήσει το πραγματικό, αποφεύγοντας οποιαδήποτε φωνασκία και παράτα.
Πολύ εύστοχο δείγμα αυτής της γραμμής αποτελεί η καινούργια συλλογή διηγημάτων του Μήτσου υπό τον τίτλο Ο Ορφέας και ο Ανδρέας. Ιστορίες ενός εκκρεμούς ή συμπτωματικού, όπως θα έλεγε ο ίδιος, ρεαλισμού (παραπέμπω στον τίτλο ενός από τα πρώτα βιβλία του), όπου οι ήρωες αρέσκονται να βασανίζουν σκύλους αλλά πεθαίνουν από δάγκωμα φιδιού, περιπλανιούνται φορώντας κοστούμια σκοτωμένων του Εμφυλίου, καίνε τα βιβλία των παιδιών τους χωρίς να καταφέρουν να εμποδίσουν τη μόλυνσή τους από τη λογοτεχνία, αποχαιρετούν τη ζωή αφήνοντας την καραμούζα τους να αντιλαλήσει στα πέρατα της οικουμένης, ξεριζώνουν τα δέντρα κάτω από τα οποία ερωτεύτηκαν τρελά, τρομάζουν με το άκουσμα του βουητού ενός θηριώδους εντόμου, παρατηρούν κτίρια που ανατινάζονται μετά τη φυγή των ξένων κατακτητών, χτίζουν ζωντανές βατραχίνες με ουρά, μοιράζονται με λοξό τρόπο τις επαναστατικές τους αναμνήσεις, πολεμούν νοερά με γάτες οι οποίες θέλουν να προστατέψουν τα μικρά τους, συναντούν ξανά το ερωτικό τους ταίρι πολλά χρόνια μετά, δίχως να είναι σε θέση να διαβεβαιώσουν ότι το έχουν όντως συναντήσει, ή κατορθώνουν να επικοινωνήσουν γλωσσικά μόνο με έναν σκύλο (όχι με ανθρώπους, με άλλους σκύλους ή με άλλα ζώα) επί της γης (το ακροτελεύτιο, εκτεταμένο διήγημα που δίνει στο βιβλίο τον τίτλο του).
Τι μπορεί άραγε να γίνει με όλα αυτά τα πρόσωπα, καθώς και με τις εξωλογικές καταστάσεις που είναι υποχρεωμένα πρώτα να αντιμετωπίσουν και κατόπιν να παραδεχθούν και να υποστούν; Ομολογουμένως, όχι και πολλά πράγματα. Ο συγγραφέας άλλωστε δεν επιδιώκει λύσεις σε κανένα από τα διηγήματά του ούτε δοκιμάζει να επινοήσει διεξόδους και διαφυγές. Το θέμα του είναι ακριβώς ο εγκλωβισμός της καθημερινής ύπαρξης στο αόρατο, το ανεντόπιστο κομμάτι του εαυτού της, στο κομμάτι εκείνο για το οποίο ουδείς μπορεί να εγγυηθεί την τάξη ή να διασφαλίσει τη συνοχή. Ετσι θα γίνει και το πέρασμα στην επικράτεια του άγνωστου, του ανερεύνητου, ακόμα και του άρρητου, που μπορεί παρ’ όλα αυτά να προκαλέσει ρίγος με τη ρευστότητα και την απροσδιοριστία του (περισσότερο ή λιγότερο φανερή), εκθέτοντας την καθημερινότητα σε ένα δυνατό ρεύμα του ζην επικινδύνως.
Ο Μήτσου περιγράφει, διαμορφώνει και οριοθετεί τον κόσμο του χωρίς να πέφτει (κι αυτό είναι σίγουρα το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της δουλειάς του) στην παγίδα του ποιητικισμού. Το να γράψει κανείς με καλλιεπείς, κάπως αόριστες και ελαφρώς αφηρημένες λέξεις και φράσεις για ζητήματα σαν κι αυτά που απασχολούν τον Μήτσου είναι το ευκολότερο. Το δύσκολο είναι όχι να χρησιμοποιηθούν ωραία λόγια, αλλά να λειτουργήσει η αφήγηση εις ήχον πλάγιον και σε υποβλητικό κλίμα. Και αυτό ακριβώς είναι που πετυχαίνει ο συγγραφέας στο μικρό, πλην μεστό και άκρως περιεκτικό βιβλίο του.