Το 1966 η Σουηδική Ακαδημία τίμησε τις πολλές όψεις της εβραϊκής κουλτούρας απονέμοντας από κοινού το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας στον πεζογράφο Σμουέλ Γιοζέφ Αγκνόν και στην ποιήτρια Νέλι Ζαχς. Eναν χρόνο νωρίτερα, το 1965, είχε κυκλοφορήσει το πρώτο βιβλίο ενός προικισμένου ανθρώπου που θαύμαζε απεριόριστα τον προαναφερθέντα «πατριάρχη» της σύγχρονης εβραϊκής μυθοπλασίας και που, στη συνέχεια, κατέστη ο επιφανέστερος ίσως μελετητής του έργου του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Aμος Οζ και εκείνη η συλλογή διηγημάτων έμελλε να γίνει η αρχή μιας παραγωγικής και λαμπρής σταδιοδρομίας στα γράμματα η οποία ξεπέρασε τον μισό αιώνα. Ο Aμος Οζ που έφυγε από τη ζωή στην εκπνοή του 2018, νικημένος από τον καρκίνο, εθεωρείτο επί σειρά ετών ο επικρατέστερος – και για πολλούς ο ιδανικός – υποψήφιος από το Ισραήλ για την υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση του κόσμου. Δεν την έλαβε ποτέ. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι υπήρξε, σε διεθνές επίπεδο, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του καιρού μας, τον οποίο αγάπησαν πολύ και οι έλληνες αναγνώστες. Ο κύριος όγκος του έργου του κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, βιβλία όπως Ο Μιχαέλ μου, Ιστορία αγάπης και σκότους και Ιούδας. Το πλέον πρόσφατο είναι η συλλογή δοκιμίων του Αγαπητοί ζηλωτές. Στο αποκλειστικό κείμενο που ακολουθεί ο μεγάλος ομότεχνός του, Αβραάμ Β. Γεοσούα, αποτίνει τον δικό του, βιωματικό, ξεχωριστό φόρο τιμής…
Συχνά μιλούσαμε, ο Αμος κι εγώ, για τον θάνατο, των άλλων ή και τον δικό μας. Κι ενώ εγώ έκανα λόγο για την επιθυμία του θανάτου, που υπάρχει στα έργα μου και, συνεπώς, και σε μένα τον ίδιο, ο Αμος πάντοτε μου έλεγε πως θα ήθελε να ζήσει όσο γίνεται περισσότερο. Εστω και καθισμένος σε αναπηρική καρέκλα να παρατηρεί απλώς τον κόσμο. «Εχω τεράστια περιέργεια για τον κόσμο», μου είπε κάποτε, «μια περιέργεια ακόρεστη». «Πολύ ωραία», του απάντησα, «έτσι θα αξιωθώ να εκφωνήσεις εσύ τον επικήδειό μου με τη δέουσα καλλιέπεια».
Και να που αντιστράφηκαν τα πράγματα και τώρα πρέπει να γράψω εγώ έναν επικήδειο για εκείνον.
Ηταν δυόμισι χρόνια νεότερός μου και πάντα επέμενε να λέει πως ήμουν ο εκπαιδευτής του στην Κίνηση Νεολαίας. Οταν έλαβα το «Βραβείο του Ισραήλ» πριν απ’ αυτόν, το 1995, και τον ρώτησαν σχετικά σε μια συνέντευξη, είπε: «Είναι φυσικό να πάρει αυτός το βραβείο πριν από μένα, αφού ήταν ο εκπαιδευτής μου κι εγώ ο εκπαιδευόμενός του». Εγώ εκνευρίστηκα λίγο, καθώς έτσι θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς πως βραβεύτηκα πριν απ’ αυτόν μόνο και μόνο επειδή ήμουν μεγαλύτερός του στα χρόνια. «Από πού κι ως πού ήμουν ο εκπαιδευτής σου;» του είπα. «Εφόσον την περίοδο που ήμουν εκπαιδευτής στους προσκόπους στην Ιερουσαλήμ, το 1955, εσύ είχες εγκαταλείψει, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, την Ιερουσαλήμ μετά την αυτοκτονία της μητέρας σου και είχες πάει να ζήσεις στο κιμπούτς Χούλντα». Και αποκαλύφθηκε τούτο: ότι τις Παρασκευές, όταν ερχόταν στην Ιερουσαλήμ να επισκεφθεί τον πατέρα του, που είχε σπεύσει να ξαναπαντρευτεί, παρακολουθούσε πότε-πότε ως κρυφός ακροατής τα όσα παρέδιδα στους εκπαιδευόμενους της τάξης του, στο τέλος του Σαμπάτ. «Παρ’ όλα αυτά», απόρησα, «ακόμη κι αν ερχόσουν σαν κρυφός μαθητής, πώς γίνεται και δεν σε πρόσεξα, εσένα που η παρουσία σου είναι τόσο έντονη και αισθητή παντού;». Και τότε εκείνος μού απάντησε: «Εκείνη την περίοδο της ζωής μου ήμουν ταπεινός σαν χορταράκι».
Η άλλη ζωή
Πράγματι, πόσο δύσκολα θα πρέπει να ήταν για εκείνο το αμούστακο παλικάρι, που ξεριζώθηκε όλο θυμό από το πατρικό του μετά την αυτοχειρία της μητέρας του, άλλαξε το επώνυμό του, γύρισε την πλάτη σε ένα άκρως δεξιό σπίτι για να πάει σε ένα σοσιαλιστικό κιμπούτς, και αντιμετώπισε, αυτός, ένα εξωτερικό παιδί, την ομάδα των ντόπιων ομηλίκων του. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει μεγάλα αποθέματα δύναμης, και νομίζω πως αυτή η αναμέτρηση, μαζί με τη νοσταλγία για την Ιερουσαλήμ της περιόδου πριν από τον Πόλεμο των Εξι Ημερών, εκεί όπου μεγάλωσε και όπου αυτοκτόνησε η μητέρα του, είναι που τον σφυρηλάτησε και τον διαμόρφωσε ως εξαίρετο συγγραφέα, ως διανοούμενο και ως τον πιο εύγλωττο και αποτελεσματικό κήρυκα του στρατοπέδου της ειρήνης.
Τις προάλλες, στη μεγάλη κηδεία στο κιμπούτς Χούλντα, όταν κόσμος πολύς τόσο από το κιμπούτς όσο και από όλες τις γωνιές του Ισραήλ συγκεντρώθηκε γύρω από τον τάφο του, είπα μέσα μου: Αυτή είναι η τρανή νίκη του μοναχικού εκείνου εφήβου, που άντεξε τις δυσκολίες και κέρδισε τη φήμη του επάξια και με το σπαθί του.
Η φιλία μεταξύ μας ήταν πολύ δυνατή και στέρεη, και συνεχίστηκε αδιάλειπτα επί εξήντα χρόνια. Ισως το γεγονός ότι είχαμε γεννηθεί στην ίδια γειτονιά της Ιερουσαλήμ, την Κέρεμ Αβραάμ – δύο δρόμοι χώριζαν τα σπίτια μας -, να πρόσφερε ένα πρώτο, σταθερό υπόβαθρο σε αυτή τη φιλία, παρότι η πραγματική γνωριμία ανάμεσά μας άρχισε όταν, φοιτητές πια, συναντηθήκαμε στο πανεπιστήμιο.
Από διαίσθηση, αμέσως καταλάβαμε και οι δυο πως, καθώς δραστηριοποιούμαστε στο ίδιο λογοτεχνικό πεδίο, προερχόμαστε από ένα γνώριμο περιβάλλον και απευθυνόμαστε στο ίδιο κοινό, είτε στο Ισραήλ είτε έξω από τα σύνορα του Ισραήλ, κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε ένα είδος αντιπαλότητας, τροφοδοτούμενης από τη γνωστή λογοτεχνική αντιζηλία. Ετσι, από την αρχή της συναναστροφής μας αποφασίσαμε να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με πραγματική και έμπρακτη αδελφοσύνη. Είχαμε συνεχή τηλεφωνική επαφή, κάναμε αμοιβαίες επισκέψεις μαζί με μέλη της οικογένειάς μας, ανταλλάσσαμε χειρόγραφα, προκειμένου να ακούσει ο ένας τις παρατηρήσεις του άλλου.
Πριν από το τέλος
Τελευταία, μετά τον θάνατο της συζύγου μου, της Ικα, που ο Αμος την αγαπούσε και την εκτιμούσε πολύ, τον επισκεπτόμουν πότε-πότε το Σαμπάτ, στις επτάμιση η ώρα το πρωί, όταν όλη η πλάση γύρω μας ησύχαζε αποκοιμισμένη, πίναμε καφέ και συζητούσαμε· ενίοτε διαφωνούσαμε έντονα και παθιασμένα γύρω από θέματα πολιτικής ή γύρω από λογοτεχνικές έννοιες, πάντοτε όμως με τη σιγουριά και την υπερηφάνεια που μας ενέπνεε μια τέτοια δυνατή φιλία.
Μια φορά, καθίσαμε να λογαριάσουμε τι έκλεψε ο ένας από τον άλλο, αναφορικά με μοτίβα, περιγραφές, ή ακόμα και λογοτεχνικούς ήρωες στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά μας. Και αφού καταλήξαμε και συμφωνήσαμε για το αποτέλεσμα, γράψαμε και υπογράψαμε κάτι σαν ντοκουμέντο, για να αποδείξουμε πως κανένας από τους δυο μας δεν βγήκε αδικημένος.
Ο θάνατος τον πήρε πολύ γρήγορα. Τρεις μέρες προτού πεθάνει, όταν τον επισκέφθηκα στο νοσοκομείο, μου περιέγραφε ακόμη τα στάδια της θεραπείας που τον περίμεναν. Και προτού αποχωριστούμε μου είπε ξαφνικά: «Ηθελα να σου πω κάτι ακόμα για την Ικα που δεν σ’ το έχω πει, αλλά ας το αφήσουμε για την επόμενη συζήτησή μας». Ομως η συζήτηση αυτή δεν έγινε. Εφτασα στο νοσοκομείο ένα τέταρτο μετά που η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο, δύο εγγόνια του τού χάιδευαν το κεφάλι. Κι εγώ δεν μπόρεσα να μην κλάψω, γιατί δεν έχανα έναν αγαπημένο φίλο αλλά έναν αδελφό.
Ευχαριστούμε θερμά την κυρία Μάγκυ Κοέν για τη μετάφραση του κειμένου από τα εβραϊκά.