«Πλέουμε στο στενό του Κάβο-Ντόρο μ’ ένα τουριστικό βαπόρι, γεμάτο ξένους, που ήρθαν να ζήσουν για λίγες μέρες το όνειρο των ελληνικών νησιών. Είναι πρωί. Η θάλασσα είναι ακύμαντη, οι γλάροι ερχόμενοι απ’ τη μεριά της Εύβοιας και της Ανδρου γράφουν κύκλους πάνω απ’ τον αφρό της πρύμνης, κρώζοντας και παίζοντας, ο ουρανός είναι κατακάθαρος – τα νησιά στο βάθος αναδύονται, ανάλαφρα γαλάζια. Ολα, είναι αλήθεια, σαν όνειρο. Οι ξένοι, ακουμπισμένοι στην κουπαστή, κοιτάνε μαγεμένοι, δε θέλουν να πιστέψουν τόση ομορφιά. Απ’ την πλώρη έρχεται ο σκοπός: μια γυναίκα, μια Κυκλαδίτισσα, τραγουδά χαρωπό σκοπό του νησιού της…». Κυριακή 18 Ιουνίου 1967, κι απ’ τη συχνότητα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας ακούγεται η απογευματινή εκπομπή του Ηλία Βενέζη «Πλοία και θάλασσα» που ταξιδεύει τους ακροατές, με εικόνες καλοκαιρινές, καθαρά ελληνικές, στο Αιγαίο, «τη μητέρα μας», όπως έγραφε ένα άλλο καλοκαίρι, τον Ιούλιο του 1943 στον πρόλογο της τέταρτης έκδοσης του μυθιστορήματός του Γαλήνη. Τα βαπόρια με τις αμερικάνικες παντιέρες που αναχωρούν το 1922 απ’ το Αϊβαλί είναι ζωή για τα γυναικόπαιδα κι η θάλασσα που βλέπουν ύστερα από μήνες οι αιχμάλωτοι άντρες στο βάθος να γυαλίζει είναι μια κάποια ελπίδα λύτρωσης στο Νούμερο 31328.

Ο μικρασιάτης πρόσφυγας από το Αϊβαλί θα γράφει πάντοτε με τη θάλασσα στα μάτια – και, όταν ο λόγος είναι για το Αιγαίο, η διαπίστωση αυτή δεν συνιστά μεταφορά αλλά σχεδόν κυριολεξία και τα πλοία, κάθε είδους, που πλέουν στη θάλασσα αυτή γίνονται μετωνυμικές αναφορές στη ζωή, στη σωτηρία, στη γενναιότητα, στην αλληλεγγύη, στην ελευθερία, στην ανάπτυξη, στην ευημερία.

Ιστιοφόρα, ψαροκάικα, ποντοπόρα πλοία, αντιτορπιλικά πλέουν στις εκπομπές του Βενέζη που μεταδίδονται κάθε δεύτερη Κυριακή, από τον χειμώνα του 1966 ως τον Φεβρουάριο του 1970. Με δραματοποιημένους διαλόγους και μουσική, οι εκπομπές αφηγούνται θρύλους της θάλασσας, ναυτικές ιστορίες των Ελλήνων και του κόσμου, περιπέτειες και ηρωισμούς, ναυάγια. Προσαρμόζει τις ιστορίες του στην εποχή και στις κοντινές επετείους και εξετάζει το πλοίο πολύπτυχα, ως μεταφορικό μέσο αλλά και μέσο εξάπλωσης του ελληνικού πολιτισμού, εργαλείο της ελληνικής Ιστορίας και παράγοντα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

 

Ο Ωκεανός, το Αιγαίο και το Ιόνιο

«Ο ήλιος χαμήλωνε στο Λιβόρνο. Είμαστε απάνω στο «Μαντώ», ένα ελληνικό λίμπερτυ που ξεφόρτωσε κάρβουνο από το Νόρφολκ και τώρα θα σαλπάρει για τη Μπόνα της Αφρικής να φορτώσει εκεί «μινεράλι» – μετάλλευμα – προοριζόμενο για τη Βαλτιμόρη των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα ταξιδέψουμε με το «Μαντώ» να ζήσουμε τη ζωή των ναυτικών μας της ποντοπόρου ναυτιλίας, να αισθανθούμε τη δύναμη και την ερημιά του Ωκεανού» (12/3/1967). Για τη δημιουργία των εκπομπών του ο Βενέζης ανατρέχει μεθοδικά και ευσυνείδητα σε ημερολόγια πλοιάρχων και μεσαιωνικά χρονικά, σε ιστορικές μελέτες και νέες εκδόσεις πανεπιστημιακών και εκθέσεις εφοπλιστών, σε αφηγήσεις ναυάρχων και καραβοκύρηδων και σφουγγαράδων. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1967, όμως, αντλεί από τα προσωπικά του βιώματα κατά τον διάπλου του Ατλαντικού με το λίμπερτυ «Κάπταιν Παπάζογλου», μία δεκαετία και πλέον νωρίτερα, από το Λιβόρνο της Ιταλίας στην Αλγερία κι από εκεί στη Βαλτιμόρη των ΗΠΑ. Την καθημερινότητα του ναυτικού πάνω στο πλοίο είχε μεταφέρει στο μυθιστόρημα Ωκεανός (εκδ. Εστίας, 1956), αφιερωμένο στο πλήρωμα του «Κάπταιν Παπάζογλου». Είχε προηγηθεί ταξίδι στην Αμερική το 1949, ύστερα από πρόσκληση του State Department, όπου ο συγγραφέας πραγματοποίησε διαλέξεις κι έστελνε ανταποκρίσεις στο «Βήμα» με το οποίο συνεργαζόταν από το 1946. Αποσπάσματα από τον Ωκεανό αλλά και εμπειρίες από το ταξίδι του 1949, ειδικά διασκευασμένα για την τεχνική και το ύφος του ραδιοφώνου, ακούγονται στις εκπομπές του, δημιουργώντας ένα πυκνό δίκτυο διακειμενικών αναφορών από το υλικό αυτό από και προς τα βιβλία του (λόγου χάρη, Αιγαίο, Στις ελληνικές θάλασσες, Αμερικανική γη, Αρχιπέλαγος), τα έντυπα με τα οποία συνεργαζόταν (το «Βήμα», και, από το 1958, την «Ακρόπολι») αλλά και με τη σχετική εκδοτική παραγωγή της εποχής του.

Εμπόριο, μετανάστευση και γλώσσα

Αλλοτε ο Βενέζης αναφέρεται στα πρακτικά της ναυτικής ζωής, μιλάει για το περιβάλλον όπου προετοιμάζονται οι ναυτικοί, για την εκπαίδευσή τους και τις ανάγκες τους κι άλλοτε σκύβει με ιστορικό ενδιαφέρον αλλά και με συγκίνηση επάνω στα χρονικά που περιγράφουν τις περιπέτειες νησιωτών και ναυτικών. Αφηγείται την ιστορία των σφουγγαράδων της Καλύμνου που κατέληξαν μετανάστες και ρίζωσαν στον Κόλπο του Μεξικού (1/1/1967) και σε άλλη εκπομπή παρακολουθεί την άνθιση της εμπορικής ναυτιλίας των νησιών μας στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, χάρη στη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και στους Ναπολεόντειους Πολέμους που την ακολούθησαν. Παρουσιάζει πώς τα ελληνικά σιτοκάραβα διασπούσαν τον αποκλεισμό των γαλλικών και γαλλοκρατούμενων ισπανικών λιμανιών από τον αγγλικό στόλο κουβαλώντας σιτάρι στους πεινασμένους και αποκλεισμένους Ευρωπαίους αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από το εμπόριο, αψευδείς μάρτυρες των οποίων αποτελούν τα μέχρι και σήμερα ακόμη σωζόμενα αρχοντικά των μεγάλων καραβοκυραίων στην Υδρα, στις Σπέτσες και αλλού και παρακολουθεί «το εξαίσιο παραμύθι του Ελληνισμού της διασποράς στους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Τότε που ξεκινούσαν από τη σκλαβωμένη Ελλάδα ναυτικοί, γεμιτζήδες και πραματευτάδες, στεριανοί και νησιώτες, κάνανε επικίνδυνα ταξίδια με τα δύσκολα μέσα της εποχής, προκόβανε, σχηματίζανε περιουσίες. Και όταν γερνούσαν, γύριζαν στην πατρίδα τους να τη βοηθήσουν με σχολεία προπάντων και άλλα έργα ευποιίας και αρετής» (5/10/1969).

Οπως εξηγεί ο ίδιος, «αυτή η εκπομπή σάς μιλά για τη θάλασσα, σας μιλά για τους Ελληνες, λαό ναυτικό που εδημιούργησε πολιτισμούς και ιστορία με τη θαλασσοκρατορία του, μιλάει για τις θάλασσες τις δικές τους πρωτίστως, που περιβρέχουν τη γη τους και τα νησιά τους. Κι ύστερα για τις άλλες θάλασσες, για τους ωκεανούς που έφτασαν οι Ελληνες, για τη σημερινή δόξα της ποντοπόρου ναυτιλίας τους, που είναι, σ’ αυτόν τον ρευστό μεταπολεμικό κόσμο, μία απ’ τις μεγαλύτερες δόξες μιας χώρας μικρής, σαν τη δική μας» (22/12/1968).

Για τον συγγραφέα Βενέζη εντυπωσιακός όμως είναι κι ο τρόπος με τον οποίο ο κόσμος της ναυτικής ζωής πλουτίζει τη γλώσσα μας: «Πλέουμε στο βορειοδυτικό Αιγαίο, ανοιχτά της Σκύρου. Η χειμωνιάτικη θάλασσα είναι ταραγμένη, ο ουρανός είναι μολυβένιος, το πλοίο μας υποφέρει. Ο πλοίαρχος σημειώνει στο ημερολόγιο: «Κυματισμός ογκώδης και άνεμος επακμάζων». Πού βρίσκουν οι καπετάνιοι των καραβιών μας αυτές τις θαυμαστές εκφράσεις που χρησιμοποιούν στα ημερολόγιά τους; «Ανεμος επακμάζων»» (15/1/1967).

Πόλεμος και ναυάγια

Στις εθνικές επετείους ασχολείται στις εκπομπές του με τη δράση των πολεμικών πλοίων. Αναφέρεται σε φιρμάνια του 1560 που ζητούν κωπηλάτες για τον τουρκικό στόλο και στη βίαιη απαγωγή ελλήνων νησιωτών για την επάνδρωση τουρκικών πλοίων κατά τις παραμονές πολεμικών επιχειρήσεων, μια πτυχή των χρόνων της Τουρκοκρατίας «που δεν είναι όσο έπρεπε γνωστή» (27/4/1969). Αφιερώνει εκπομπές στη θαλασσινή ιστορία του 1821 και στην κρητική του 1866, εξηγεί πώς η βύθιση του βρετανικού υπερωκεάνιου «Λουζιτάνια» από γερμανικό υποβρύχιο τον Μάιο του 1915 κοντά στις ιρλανδικές ακτές συνέβαλε στην είσοδο των ΗΠΑ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρουσιάζει γλαφυρά το κατόρθωμα του υποβρυχίου «Παπανικολής» εναντίον ιταλικής νηοπομπής στην Αδριατική το 1940.

Πίσω από τη λαμπρή όψη της ναυτιλίας βρίσκεται η σκοτεινή πλευρά των κινδύνων της ζωής στη θάλασσα, την οποία δεν αποσιωπά: «Ναυάγια! Ναυάγια! Η ελληνική ναυτιλία πληρώνει το φόρο της στη μοίρα της θάλασσας. […] Αυτά τα ναυάγια, εν καιρώ ειρήνης, προκαλούν την καθολική συγκίνηση. Χτεσινοί εχθροί, του καιρού του πολέμου, σπεύδουν, διακινδυνεύοντας οι ίδιοι να δώσουν χέρι βοηθείας στον άλλοτε αντίπαλό τους που κινδυνεύει. Υπάρχει, πράγματι, μια παράδοσις που υπαγορεύει και επιβάλλει στους θαλασσινούς αυτό το χρέος προς τους συνανθρώπους τους που κινδυνεύουν…» (28/1/1968).

Τα ναυαγισμένα πλοία αναδεικνύονται σε τόπους ηρωισμού. Την περίπτωση της Αλκηστης Αγοραστάκη, η οποία με τις παραινέσεις της συνέβαλε στη διάσωση άλλων ναυαγών αλλά δεν μπόρεσε τελικά να σώσει τον εαυτό της κατά το ναυάγιο του οχηματαγωγού «Ηράκλειον» στα νερά της Φαλκονέρας στις 8 Δεκεμβρίου 1966, τίμησε τον Δεκέμβριο του 1967 η Ακαδημία Αθηνών, και ο ακαδημαϊκός Βενέζης μεταφέρει αναλυτικά στην εκπομπή του τα τραγικά γεγονότα και την αυτοθυσία της νεαρής τελειόφοιτης της Φιλοσοφικής Αθηνών.

Ελληνική διάρκεια

Οι εκπομπές αφηγούνται ιστορίες και θρύλους, περιστατικά πολέμων και της ειρήνης, μιλούν για τη σκληρή και δύσκολη ζωή των ναυτικών, για ιστορίες των νησιών, για έλληνες καραβοκύρηδες και ξένους που έφτασαν στις θάλασσές μας και καταγράφουν τις εντυπώσεις τους στα ημερολόγιά τους, μιλούν για τις ιδιομορφίες των νησιών μας, για την ποίηση της θάλασσάς μας που ενέπνευσε συγγραφείς από την αρχαιότητα ως σήμερα, για τα ήθη, τους τρόπους, την αρχιτεκτονική, τις υλικές συνθήκες και τον ρυθμό ζωής ανθρώπων άλλης εποχής. Ο παραγωγός της τονίζει: «Δεσπόζων τόνος αυτής της εκπομπής είναι η προβολή του ελληνικού θρύλου της θαλάσσης. Εχει μαγεία και δύναμη αυτός ο θρύλος» (22/12/1968).

Το ταξίδι με το πλοίο, καθώς σβήνουν τα περιγράμματα της ακτής απ’ τα μάτια, είναι, για τον Βενέζη, και ταξίδι στον χρόνο: «Το βαπόρι μας σαλπάρει. Τελευταίο βλέμμα στο υπερνεφελές φρούριον της Μονεμβασιάς που ολοένα το παίρνει μέσα της η νύχτα. Μπερδεύονται οι αιώνες, οι εποχές – όλα είναι παρόν, δύναμη κι ελπίδα του Εθνους, ελληνική διάρκεια» (5/11/1967).

Μέσα από τη σχέση του με τη θάλασσα και τα πλοία κατακτά την ελληνικότητα ο Ελληνας, μια διεργασία που αρχίζει απ’ τα μικράτα του, όταν παίζει με καραβάκια. Ετσι γίνεται ελληνόπουλο κι ο γιος της Βάσως, στη Γαλήνη, που ήρθε απ’ τα σύνορα της Περσίας και δεν είχε δει στη ζωή της θάλασσα. Ενα τσούρμο μωρά παίζουν στο κατάγιαλο της Αναβύσσου με μικρά καραβάκια, φελούκες, από πεύκο. «Τα τραβούν με σπάγγο και βάζουν τα δυνατά τους ποιο καραβάκι να βουλιάξει το άλλο. Αξαφνα ένας αλαλαγμός έρχεται από κει. Το παιδί της Βάσως συμμαζώνεται τρομαγμένο. Οι άλλοι, οι μικροί θαλασσινοί, βουλιάξαν τη φελούκα του κι αυτό άρχισε να τσιρίζει». Ενας γέρος Φωκιανός καθησυχάζει τον παππού του παιδιού: «Θα μάθει, μη νοιάζεσαι, κι αύριο δεν θα τον βουλιάζουν. Εσύ ήξερες τι θα πει φελούκα από πεύκο; Το αγγόνι σου έκαμε κιόλας τη δική του».

Το Αρχείο Ηλία Βενέζη απόκειται στο Τμήμα Αρχείων της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Ευχαριστούμε τη διευθύντρια των Αρχείων Ναταλία Βογκέικωφ και τις κυρίες Μαρία και Ελένη Κοσμετάτου για την άδεια δημοσίευσης του αρχειακού υλικού, καθώς και τις αρχειονόμους Λήδα Κωστάκη και Ελευθερία Δαλέζιου για τη συνεργασία στην υλοποίηση του αφιερώματος.