Είναι 1η Ιουνίου 1902. Για την πόλη της Ζακύνθου, το καλοκαίρι αρχίζει με εορταστικές εκδηλώσεις – με τετραετή καθυστέρηση – για τα εκατόχρονα από τη γέννηση του «Ποιητού» το 1798. Ο ποιητής δεν είναι άλλος, βέβαια, από τον Διονύσιο Σολωμό και τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του – έργο του Γεωργίου Βρούτου – στην πλατεία Γεωργίου Α΄ θα συνοδεύσουν τριήμεροι εορτασμοί με φωταψίες, μουσικές συναυλίες στις πλατείες, απαγγελίες, σειρά παραστάσεων ιταλικού μελοδραματικού θεάτρου στο Δημοτικό Θέατρο και μια βαρκαρόλα με τη Μαντολινάτα Ζακύνθου και τη χορωδία της Εκκλησιαστικής Σχολής.
Στην αυγή του 20ού αιώνα, η πόλη της Ζακύνθου, στην οποία κατοικούσαν 19.600 άνθρωποι, σχεδόν το 40% του πληθυσμού του νησιού, ήταν ένα ανεπτυγμένο αστικό κέντρο με υπηρεσίες και εκπαιδευτήρια, αρχειοφυλάκειο, δημόσια βιβλιοθήκη με 22.000 τόμους και σπάνια χειρόγραφα, επτά εφημερίδες και το δεκαπενθήμερο περιοδικό για τις τέχνες «Αι Μούσαι». Τον Σεπτέμβριο του 1901 είχε εγκαινιαστεί με μεγαλοπρέπεια ο ηλεκτροφωτισμός της πόλης – με 75 ηλεκτρικούς λαμπτήρες, όπως διαβάζουμε, όταν ο Πειραιάς φωτιζόταν μόλις με 24 ηλεκτρικούς λαμπτήρες.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1902, έγιναν και τα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου «Φώσκολος», που ανοικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του θεάτρου το οποίο είχε εγκαινιαστεί το 1875 σε σχέδια Ερνέστου Τσίλλερ και είχε καταστραφεί στους σεισμούς του 1893. Το νέο θέατρο, χωρητικότητας 800 θέσεων, χτισμένο πάνω στα σχέδια του παλιού, θα πρωταγωνιστεί στην πολιτιστική ζωή της Ζακύνθου για τα επόμενα 50 χρόνια, ενώ το καφενείο στο ισόγειό του, επί της πλατείας Γεωργίου Α΄, θα λειτουργεί δική του ερασιτεχνική ορχήστρα και πιάνο «προς ψυχαγωγίαν και τέρψιν των πελατών άνευ υπερτιμήσεως των ειδών του καφενείου».
Πανοραμική εικόνα του θεάματος
Με το θέατρο στο επίκεντρο, ο Ζακύνθιος στην καταγωγή Διονύσης Ν. Μουσμούτης, χαλκέντερος ερευνητής της ιστορίας του νησιού του, ανοίγει, στο πρόσφατο πολυσέλιδο δίτομο έργο του Το θέατρο στη Ζάκυνθο τον 20ό αιώνα. 1901-1953. Μουσική ζωή, κοινωνική ζωή & λαϊκά θεάματα (εκδ. Πλέσσα, 2023), όλη τη βεντάλια του θεάματος στη Ζάκυνθο, δίνοντας μια πανοραμική εικόνα της πολιτιστικής ζωής της Ζακύνθου στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Ο συγγραφέας, εκδότης-διευθυντής του περιοδικού «Ιστορία Εικονογραφημένη» και επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, συνεχίζει την ιστορική επισκόπηση που άρχισε με το προηγούμενο έργο του για το Θέατρο στη Ζάκυνθο τον 19ο αιώνα(εκδ. Πλέσσας, 2017), θησαυρίζοντας κάθε σχετική αναφορά στον Τύπο της εποχής, σε όσες από τις τοπικές εφημερίδες διασώθηκαν αλλά και σε πατρινά, αθηναϊκά και ιταλικά φύλλα. Ενας αμητός πληροφοριών, δεκάδες μικροϊστορίες, παρουσιάζονται στους τόμους λεπτομερώς σε χρονολογική σειρά, περιγράφοντας γλαφυρά και ανασυνθέτοντας ζωηρά για τον σύγχρονο αναγνώστη το πολιτισμικό παρελθόν της Ζακύνθου.
Δημοτικό Θέατρο «Φώσκολος»
Το Δημοτικό Θέατρο εγκαινίασε με παραστάσεις του τον Ιανουάριο του 1902 ο λυρικός θίασος του βαρύτονου Ενρίκο Μασίνι, αρχίζοντας με τον Τροβατόρε του Βέρντι και ολοκληρώνοντας τις παραστάσεις τον Μάρτιο με την Κάρμεν του Μπιζέ, που παρουσιαζόταν για πρώτη φορά στη Ζάκυνθο. Η επιτυχία των παραστάσεων ήταν τέτοια, που ώθησε τον εκδότη της εφημερίδας «Σημαία» Παναγιώτη Δ. Αβούρη στην έκδοση ειδικού περιοδικού με τίτλο «Θέατρον», με πληροφορίες για τα έργα και κριτικές για τις παραστάσεις.
Ο σημαντικός θίασος του «Ελληνικού Μελοδράματος» του κεφαλλονίτη συνθέτη και αρχιμουσικού Διονύσιου Λαυράγκα επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Ζάκυνθο, εκτός προγράμματος, τον Ιανουάριο του 1910. Στα απομνημονεύματά του ο Λαυράγκας εξομολογείται ότι είχε περιέργεια για την ανταπόκριση που θα είχαν στο ζακυνθινό κοινό η Τραβιάτα και ο Ριγκολέτο μεταφρασμένες και τραγουδισμένες στα ελληνικά.
Ωστόσο, φαίνεται πως οι Ζακυνθινοί ενθουσιάστηκαν ακούγοντας το «Φτερό στον άνεμο», χειροκροτούσαν δαιμόνια και παρά τη φτώχεια τους – η σταφιδική κρίση των τελών του 19ου αιώνα είχε περιορίσει σημαντικά το εισόδημά τους – γέμιζαν το θέατρο κάθε βράδυ. Με πλούσιο ρεπερτόριο από γνωστές οπερέτες της εποχής και πικάντικες μουσικές κωμωδίες θα επισκεφθεί το 1926, για πρώτη φορά, τη Ζάκυνθο ο Γιώργος Ξύδης με τον θίασο της «Νεοελληνικής οπερέτας» και ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930 θα επιστρέφει στην πόλη «καλύπτοντας σχεδόν πάντα τα γούστα του κοινού που τον υποστήριζε».
Ο θίασος του Παντόπουλου
Την πρώτη σημαντική παρουσία θεάτρου πρόζας στη Ζάκυνθο συνιστά η άφιξη του θιάσου του Ευάγγελου Παντόπουλου, τον Απρίλιο του 1904. Με ένα ρεπερτόριο αποτελούμενο από κωμειδύλλια – στο οποίο διέπρεψε ο Παντόπουλος – και κωμωδίες, με εξαιρετικά φροντισμένες παραστάσεις, εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια, ο θίασος γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο κοινό της Ζακύνθου παραμένοντας στο νησί και δίνοντας παραστάσεις επί είκοσι τέσσερις μέρες αντί των προγραμματισμένων δέκα.
Τον Νοέμβριο του επόμενου χρόνου θα ξεκινήσει τις παραστάσεις της στη Ζάκυνθο και η καταλυτική για τα θεατρικά πράγματα στην Ελλάδα «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Ως τις αρχές Ιανουαρίου του 1906 θα παρουσιάσει ένα πλούσιο ρεπερτόριο που περιλάμβανε Γκολντόνι και Ιψεν, Σαίξπηρ, Ντ’ Ανούντσιο και Σαρντού αλλά και Ξενόπουλο, με πρωταγωνιστές τη Θεώνη Δρακοπούλου-Παππά, τον σαιξπηρικό ηθοποιό Νικόλαο Λεκατσά και κωμικό τον Κωνσταντίνο Σαγιώρ. Η ανταπόκριση του κοινού σε αυτές τις τελευταίες παραστάσεις της Νέας Σκηνής πριν από την οριστική διάλυσή της ήταν μέτρια. Φαίνεται πως το κοινό προτιμούσε το μουσικό θέατρο, σχολίασε ο Χρηστομάνος.
Οπερα, οπερέτα ή θέατρο πρόζας, το Δημοτικό Θέατρο «Φώσκολος» θα φιλοξενεί τακτικά παραστάσεις τα επόμενα 40 χρόνια, για τις οποίες ο Διονύσης Μουσμούτης μας ενημερώνει αναλυτικά, δίνοντας πληροφορίες για τα έργα, τις ημερομηνίες παραστάσεων, τη διανομή αλλά και την απήχηση στο κοινό. Το ιστορικό αφήγημά του, όπως ξετυλίγεται χρόνο με τον χρόνο, συμπληρώνει εκτενές επίμετρο με χρονολόγια παραστάσεων, βιογραφικά σημειώματα καλλιτεχνών, χρήσιμα κείμενα και ευρετήρια που καθιστούν την έκδοση έργο αναφοράς για το θέατρο στη Ζάκυνθο, και ιδιαιτέρως το εν πολλοίς ατεκμηρίωτο μελόδραμα, όπως υπογραμμίζουν στα προλογικά σημειώματά τους στην έκδοση ο θεατρολόγος Βάλτερ Πούχνερ, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ο Κώστας Καρδάμης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
Η άφιξη του κινηματογράφου
Ωστόσο, στην περίοδο αυτή ένα νέο μέσο ψυχαγωγίας αναδύεται διεκδικώντας την προσοχή και τον οβολό του κοινού της Ζακύνθου, ο κινηματογράφος. Προβολές θα γίνονται κάθε βράδυ από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο του 1912 στο καφενείο του λιμενοβραχίονα, ενώ στις αρχές του 1928 θα αρχίσει τις καθημερινές προβολές του στο Δημοτικό Θέατρο ο κινηματογράφος «Πάνθεον» με μεγάλη ανταπόκριση του κοινού και μουσική συνοδεία από τη Μαντολινάτα Ζακύνθου. Σύμφωνα με πηγές της εποχής, το 1934, στον θερινό «Πάνθεον», το έργο αλλάζει τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα, προβάλλοντας μεγάλες επιτυχίες των τελευταίων ετών, σε δύο προβολές κάθε βράδυ. Οι Ζακύνθιοι στηρίζουν με πολύ ενθουσιασμό τη μεγάλη οθόνη. Το θερινό σινεμά λειτούργησε στη Ζάκυνθο και στη διάρκεια της Κατοχής – με έργα αναμφίβολα ιταλικής και γερμανικής προπαγάνδας.
Υπνωτιστές και μέντιουμ
Στους χώρους του Δημοτικού Θεάτρου φιλοξενήθηκαν επίσης ταχυδακτυλουργοί και φακίρηδες, υπνωτιστές, μέντιουμ, παλαιστές και άλλοι διασκεδαστές που είχαν τη Ζάκυνθο στο πρόγραμμα περιοδειών τους. Οι θριαμβικές παραστάσεις του υπνωτιστή Σπυρίδωνα Καρύδη τον Φεβρουάριο του 1928 ήταν επί πολλές μέρες θέμα συζητήσεων στην πόλη και στον ίδιο χώρο θα δώσουν παραστάσεις σημειώνοντας επίσης μεγάλη προσέλευση και ο υπνωτιστής Βουδούρης και το μέντιουμ «δεσποινίς Ζωή». Παράλληλα με όλους αυτούς, από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 ο Καραγκιόζης ως λαϊκό θέαμα γοητεύει τους Ζακυνθινούς, γίνεται τάση και σε κάθε γειτονιά, σε πλατώματα και οικόπεδα, στήνονται μπερντέδες όπου ντόπιοι και ξένοι καραγκιοζοπαίχτες δίνουν παραστάσεις για μικρούς και μεγάλους. Παράλληλα ανθούν τα χορευτικά τέια με τζαζ μουσική, ενώ από τη δεκαετία του 1930 τις μαντολινάτες ανταγωνίζεται η τεχνολογία της εποχής: γραμμόφωνα και ραδιόφωνα.
Καρναβάλια, σεισμός και τουρισμός
Οι αλλαγές στη ζακυνθινή κοινωνία γίνονται από νωρίς ορατές για τους οξυδερκείς παρατηρητές της εποχής στις μεταμορφώσεις του φημισμένου ζακυνθινού καρναβαλιού, που ήδη το 1901 φαίνεται να αλλάζει πρόσωπο. Τα ζακυνθινά φύλλα κάνουν λόγο για παρακμή του παραδοσιακού καρναβαλιού με την εισαγωγή ξένων εθίμων που αλλοιώνουν την τοπική παράδοση και μιλούν για «εκμωραϊτισμό». «Οι δράκοι, οι τσοπάνηδες, οι ντετόροι και οι ποικίλων άλλων ονομασιών προσωπιδοφόροι εξέλιπον ανεπιστρεπτί. Η Γαϊδουροκαβάλα, ο Ερωτόκριτος, το Γαϊτάνι, τα Πανηγύρια του Αγίου Αλυπίου, τα Φαβραρεία και παντοίαι άλλαι λαϊκαί παραστάσεις πλήρεις δημώδους πνεύματος ανήκουν εις την ιστορίαν».
Ο συντάκτης της εφημερίδας «Ελπίς» (14.2.1902), ρισκάροντας να γίνει δυσάρεστος στους αναγνώστες του, ψέγει τον «εξελληνισμόν ημών», ο οποίος ως άγριος βορράς έπνευσε και κατέστρεψε τα πάντα. Το λαϊκό καρναβάλι με τη ζωηρή ευθυμία του, ανεπανάληπτη ευκαιρία ψυχαγωγικής εκτόνωσης για όλους και κυρίως για τις γυναίκες και τις λαϊκές τάξεις, διαδέχτηκαν οι κλειστοί χοροί των λεσχών, «εις ους ολίγιστοι μόνον συνδρομηταί προσποιούνται ότι διασκεδάζουν». Ως το 1953 οι χοροί θα κυριαρχήσουν ως τρόπος διασκέδασης των Ζακυνθινών με τους χοροδιδασκάλους να είναι περιζήτητοι για την εκμάθηση των νέων χορών.
Αυτή η πλούσια και πολύπτυχη πολιτιστική ζωή της Ζακύνθου, όπου χωρούν η όπερα και οι βαρκαρόλες, οι μαντολινάτες και η τζαζ, ο κινηματογράφος και ο Καραγκιόζης γύρω από το Δημοτικό Θέατρο «Φώσκολος», λήγει με τους μεγάλους σεισμούς του Αυγούστου του 1953 που θα δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στο ταλαιπωρημένο από προηγούμενους σεισμούς Δημοτικό Θέατρο, το ίδιο που είχε μετατραπεί σε σχολείο για τους σεισμόπληκτους μαθητές το 1912. Η ανοικοδόμηση που επισυνέβη μετά την καταστροφή της πόλης από τους σεισμούς και τις πυρκαγιές που ακολούθησαν και η τουριστική ανάπτυξη του νησιού από τη δεκαετία του 1970 και μετά άλλαξε την οικιστική και την πολιτιστική φυσιογνωμία της πόλης της Ζακύνθου, μετατρέποντας την αλλοτινή γέφυρα της Δύσης με την Ελλάδα, το χωνευτήρι τάσεων και παραδόσεων, σε προορισμό όχι των θιάσων αλλά του τουρισμού.