Για τον Αγγελο Δεληβορριά οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός όπως «αρχαιολόγος», «ιστορικός της τέχνης», «θεωρητικός του πολιτισμού», «μουσειολόγος», «ακαδημαϊκός» – σταχυολογώ προσδιορισμούς που ακολούθησαν την απώλειά του το 2018 – είναι λειψός επειδή κανένα μονόλεξο δεν μπορεί να τον περιγράψει . Η οικουμενικότητα της δράσης του έχει αφήσει τόσο βαθύ αποτύπωμα στον χώρο των γραμμάτων και τεχνών ώστε εξακολουθεί να τροφοδοτεί την παιδεία μας, όχι μόνο με το πολυεπίπεδο έργο του αλλά και με νέες εισφορές. Η πιο πρόσφατη είναι η έκδοση της μνημειώδους μελέτης του Η Αφροδίτη Doria Pamphilj.
Κανένα έργο τέχνης δεν αγάπησε τόσο πολύ ο Αγγελος Δεληβορριάς όσο την Αφροδίτη Doria Pamphilj, άγαλμα στο οποίο αφιέρωσε χρόνια μελέτης. Ο τόμος καταγράφει μια έρευνα επική για το βάθος και την έκταση της εποπτείας που τη διακρίνουν. Την πραγματοποίησε με το πάθος όχι μονάχα χαλκέντερου ερευνητή αλλά αφοσιωμένου εραστή. Στη μονογραφία εστιάζει στο θέμα και τις παραλλαγές της ντυμένης Αφροδίτης στη γλυπτική από τον 5ο αι. π.Χ. και εφεξής στον ορίζοντα της ελληνορωμαϊκής αντιγραφικής εμπειρίας.
Ο αναγνώστης βυθίζεται σε μια ανάλυση που, αν και εξαντλητική, δεν έχει καμιά σχέση με τη σχολαστική πρόζα αρχαιολόγου. Το πολυσύνθετο κείμενο δεν περιορίζεται στη στεγνή παράθεση μορφολογικών και τυπολογικών αναφορών σε ένα ρεπερτόριο ομοειδών καλλιτεχνημάτων. Η μελέτη έχει την πολυπρισματική προσωπικότητα του συγγραφέα της.
Αναζητώντας μια Αφροδίτη
Η Αφροδίτη του Palazzo Doria Pamphilj είναι το έξοχο αντίγραφο ενός χαμένου αρχαιοελληνικού πρωτοτύπου του 5ου αι. π.Χ. Αν και το καταγωγικό γλυπτό δεν μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στον Αγοράκριτο, μαθητή του Φειδία, ανήκει ολοφάνερα στην κλασική Φειδιακή αισθητική των γλυπτών του Παρθενώνα. O Δεληβορριάς ξεκινάει με κρίσιμα, και απαραίτητα για μια μακρόπνοη ανάλυση, ερωτήματα. Προτείνει απαντήσεις που δεν έχουν τον αξιωματικό τόνο συνήθους αρχαιολογικού κειμένου, αλλά εμπεριέχουν τις αμφιβολίες ενός γνήσια επιστημονικού λόγου. Δίνει ιστορικά στοιχεία για την καταγωγή του πρωτότυπου έργου από την Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. και προχωρεί ιχνηλατώντας την αντιγραφική του παράδοση.
Το πρώτο ερώτημα που εξετάζει είναι σε ποιο βαθμό το αντίγραφο είναι συνεπές ως προς το χαμένο πρωτότυπο. Εδώ υπόκειται ένα λανθάνον ερώτημα για το αντιγραφικό ήθος που το διέπει: καθώς το γλυπτό μετείχε της αίγλης της εποχής που φιλοτεχνήθηκε, η αίγλη αυτή επηρέασε, άραγε, την αντιγραφική του πορεία, υπερκεράζοντας την αισθητική των μεταγενέστερων εποχών, κάτι αναμενόμενο στη διαχρονική εξέλιξη του ύφους ακόμα και των αντιγράφων;
Ο Δεληβορριάς φαίνεται να πείθεται τόσο από την παρουσία άλλων αντιγράφων όσο και, ενίοτε, μόνο από σωζόμενες φωτογραφίες τους, ότι το αντίγραφο κράτησε τη μορφή και το συμβολικό περιεχόμενο του πρωτοτύπου. Η σχετικά πρόσφατη (π. 1980) ανάδυση ενός αντιγράφου που τελικώς κατέληξε στο Μουσείο του Λούβρου τεκμηριώνει την άποψή του αυτή: ότι στην Αφροδίτη Doria Pamphilij έχουμε ένα έργο εξαιρετικής πιστότητας σε σχέση με το χαμένο πρωτότυπο. Οπως τονίζει, «Η εκπλήσσουσα ταυτοσημία των πτυχολογικών θεμάτων, καθώς και η απαράβλεπτη σύμπτωση των διαστάσεων και των αναλογιών, άφηναν επιπλέον να διαφανεί η νομιμοποίηση της αυθεντικότητας που σφραγίζει την αντιγραφική παράδοση συνολικά».
Ο Δεληβορριάς με μια εκτεταμένη αναφορά στους κινδύνους που μπορεί να προκαλέσει ένα πλήθος παραγόντων για να φτάσει ο ειδικός από το εμφανές εύρημα στο αφανές πρωτότυπο έργο, πλοηγεί τον αναγνώστη με σαφήνεια και επάρκεια στον λαβύρινθο των εικασιών, ανακαλύψεων, διαψεύσεων, παρανοήσεων αλλά και της παραπλανητικής «προσθετικής» όπως εύστοχα την ονομάζει, μελών (κυρίως άνω άκρων και κεφαλής) που «ολοκληρώνουν» τα χαμένα στοιχεία κατά την εκάστοτε αντίληψη.
Συνολική αντίληψη της θεάς
Στους κλασικούς χρόνους η θεϊκή υπόσταση της Αφροδίτης δεν προσδιοριζόταν από τη γυμνότητα της μορφής. Στην εξέλιξη της εικονογραφίας της ο Δεληβορριάς διαχωρίζει την κλασική από τη μετακλασική (κυρίως ελληνιστική) φάση. Τονίζει ότι η διαφορά τους συνίσταται στο ότι κατά τους κλασικούς χρόνους «η αποκάλυψη της γυμνότητας αποφεύγεται ως αδιανόητη προς τις αρχές που διέπουν την εικονογραφία της θεάς…».
Αυτό δεν σημαίνει ότι στους κλασικούς χρόνους δεν δινόταν κάποια ένδειξη της ιδιότητας της Αφροδίτης ως θεάς του έρωτα (και συνεπώς της γονιμότητας). Καθώς η Doria Pamphilj έχει το πρότυπό της στους κλασικούς χρόνους, η ένδειξη συνίστατο στη γυμνότητα που δημιουργούσε η πτώση της παρυφής του χιτώνα, ψηλά λίγο πάνω από το στήθος και μέσω της απόδοσης των πτυχώσεων: τα ενδύματα άφηναν να διαγραφεί η πλαστικότητα του σώματος υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτόν τη γυναικεία υπόσταση.
Στους κατοπινούς αιώνες αυτή η υπαινικτική γυμνότητα αντικαταστάθηκε από τη μερική (Αφροδίτη της Μήλου) ή την πλήρη γυμνότητα (Κνιδία Αφροδίτη). Από εκεί κατάγεται η απεικόνιση της θεάς από τους αναγεννησιακούς καλλιτέχνες, οι οποίοι διαχώρισαν, μάλιστα, την Ουράνια (γυμνή) από την Πάνδημη (ντυμένη) Αφροδίτη, όπως, π.χ., στις δίδυμες Αφροδίτες του Τιτσιάνο.
Ο Δεληβορριάς βλέπει την Αφροδίτη όχι μόνο συγκριτικά με τα γλυπτά απεικονίσματά της αλλά ανατρέχει και στην άλλη τέχνη που την περιγράφει, την ποίηση. Με πολλές αναφορές στην αρχαία γραμματεία, και σημείο εκκίνησης τα Ομηρικά έπη στηρίζει τη μελέτη του και στην αισθητική: η Αφροδίτη Doria Pamphilj είναι συνολική αντίληψη της θεάς, έκφραση της συλλογικής συνείδησης της αρχαιότητας γι’ αυτήν: πέρα από τις επιμέρους «αρμοδιότητες» των μελών του Δωδεκαθέου, η Αφροδίτη ήταν η υπέρτατη συγκεφαλαίωση του Καλού.
Οχι μόνο του έρωτα, της γονιμότητας, της ηδονής: τονίζει «βαπτισμένη στα νάματα της αιωνιότητας, με τη θεληματικότητα που εκφράζει η ακλόνητη στάση της και τη βεβαιότητα της αυτογνωσίας που ακτινοβολεί, η μορφή της θεάς μοιάζει σαν να ταυτίζεται με τη μία και μοναδική Μεγάλη Μητέρα, την παντοτινή φύση». Ετσι η πλούσια εικονογράφηση του τόμου παρουσιάζει γλυπτά της Φειδιακής τυπολογίας των κλασικών χρόνων. Ο τόμος με τη γνωστή, υποδειγματικής ποιότητας εικονογράφηση του εκδοτικού οίκου Μέλισσα, είναι ο καθρέπτης της εργατικότητας και της σοφίας του Αγγελου Δεληβορριά. Επαίνου άξιοι οι επιμελητές Σταύρος Βλίζος και Βαλεντίνα ντι Νάπολι και η γενική συντονίστρια της έκδοσης Αθηνά Ραγιά.
Ο κύριος Αντώνης Κωτίδης είναι ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.