«Ο πόλεμος γίνεται μ’ αιμοσφαίρια και η πολιτική με λύμφη». Η αποστροφή του Μ. Καραγάτση προς το τέλος του Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου αντιστοιχεί στα δύο μέρη τη φιλόδοξης αρχικής του εξαγγελίας για τη σειρά: με απαρχή την Ελληνική Επανάσταση ο συγγραφέας οραματίστηκε μέσα στην Κατοχή ένα πολύτομο έργο που θα αποτελούσε μια «βιολογική και κοινωνική ιστορία μιας αστικής ελληνικής οικογένειας από το 1821 μέχρι σήμερα». Υλοποίησε τελικά μόνο μια τριλογία ως το 1949 (μαζί με τα Αίμα χαμένο και κερδισμένο και Τα στερνά του Μίχαλου) όπου πρωταγωνιστεί ο κοτζάμπασης Μίχαλος Ρούσης, εξωμότης, δειλός, τυχοδιώκτης, ήρωας, γυναικάς, πότε κυνικός πότε παρορμητικός παρατηρητής της πρώιμης νεοελληνικής πραγματικότητας. Εκείνο που σήμερα ηχεί παράξενα στο αφτί του αναγνώστη είναι η «βιολογική ιστορία», η θεμελίωση του ατομικού στοιχείου στον βιολογικό ντετερμινισμό. Επηρεασμένος από τα αντίστοιχα διαβάσματά του στον Μεσοπόλεμο (Τσέζαρε Λομπρόζο, Μαξ Νορντάου, Αλεξίς Καρέλ), ο Καραγάτσης βλέπει στην ατομική πρωτοβουλία τον καρπό της «φυλετικής πραγματικότητας», αποδίδει στους σωματικούς παράγοντες τον έλεγχο των διανοητικών: το σώμα «δέχεται την αποτρόπαιη σκλαβιά της ζωικής ανάγκης, μόνο και μόνο για να έχη η ψυχή το δικαίωμα να διαλαλή τον κούφιο λόγο «δεν είμαι σκλάβος!». Ποια ουσία έχει το νόημα της λευτεριάς, όταν η ανάγκη να συντηρήσης τη ζωή του κορμιού σου σε ρίχνει σε δουλεία τρισχειρότερη;». Αίμα, αδένες, λύμφη κυριαρχούν στη ζωή του Ρούση και των συμπολεμιστών του με τρόπο που μοιάζει ξεκομμένος από τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρήσεις. Ο Καραγάτσης βέβαια κερδίζει το παιχνίδι και εδώ, όχι όμως με την επιστημονική θεμελίωση στο «ατράνταχτο φρούριο της βιολογίας», αλλά με τις γνωστές του αρετές: τη σαρωτική ανατροπή κάθε πλοκής, την ταχύτητα με την οποία εναλλάσσονται τα επεισόδια και οι τύχες των χαρακτήρων του, την ευχέρεια της γραφής και τον ιδιαίτερο χειρισμό της γλώσσας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος