Τον Ιούλιο του 1919, από το Τσαρίτσιν του Βόλγα, ο στρατηγός Αντον Ντενίκιν εξέδιδε την «Οδηγία για τη Μόσχα». Τέσσερις στρατιές αντεπαναστατών Λευκών θα κινούνταν για την «τελική και οριστική επιτυχία, την κατάληψη της καρδιάς της Ρωσίας».
Η Ρωσική Επανάσταση θα ήταν μια παρένθεση, ο Κόκκινος Οκτώβρης του 1917 μια οφθαλμαπάτη, το καθεστώς τον μπολσεβίκων μια περαστική στιγμή της Ιστορίας. Λίγους μήνες αργότερα η επίθεση θα εκφυλιζόταν στα πρόθυρα του Πέτρογκραντ, μακριά όμως από τη νέα πρωτεύουσα: «Οι στρατιές του Κόλτσακ στη Σιβηρία, του Ντενίκιν στον νότο και του Γιουντένιτς στη Βαλτική δεν κατόρθωσαν να συντονίσουν ποτέ τις επιχειρήσεις τους».
Ως αποτέλεσμα, το Πέτρογκραντ θα μετονομαζόταν για επτά δεκαετίες σε Λένινγκραντ, το Τσαρίτσιν θα γινόταν Στάλινγκραντ. Οι Κόκκινοι επικράτησαν πλήρως, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά. «Οι Λευκοί», καταλήγει ο διακεκριμένος βρετανός ιστορικός Αντονι Μπίβορ στο συμπέρασμα του βιβλίου Ρωσία 1917-1921. Επανάσταση και Εμφύλιος Πόλεμος (εκδ. Γκοβόστη), «ηττήθηκαν κυρίως λόγω της αδιαλλαξίας τους». Στη διάρκεια όμως μιας αιματηρής σύγκρουσης απίστευτης βαρβαρότητας βρέθηκαν πολύ κοντά στο να ανατρέψουν μία από τις καμπές του 20ού αιώνα.
Ο Οκτώβριος του 1917 συνιστά κατά κανόνα το επίκεντρο στην ιστοριογραφία της Ρωσικής Επανάστασης, κάτι που συχνά καταλήγει σε εμπροσθοβαρείς αφηγήσεις: με πρόλογο τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ενδιάμεση στάση τη Φεβρουαριανή Επανάσταση, το αποκορύφωμα είθισται να είναι η διαδοχή των γεγονότων που οδήγησαν στην κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους.

Antony Beevor.Ρωσία 1917-1921. Επανάσταση και Εμφύλιος Πόλεμος. Μετάφραση Πέτρος Τσαλπατούρος. Εκδόσεις Γκοβόστη, 2024, σελ. 592, τιμή 36,80 ευρώ
Προσεγγίσεις μιας «μακράς διάρκειας», όπως αυτές του βρετανού ιστορικού του Κολεγίου Μπέρκμπεκ Ορλάντο Φάιτζις με αφετηρία την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και τερματικό σταθμό τις απαρχές της σταλινικής περιόδου (A People’s Tragedy. The Russian Revolution 1891-1924, εκδ. Viking, 1997), σπανίζουν. Κατά συνέπεια, η εστίαση στη νίκη του Βλαντίμιρ Ιλιτς Λένιν έχει βέβαια το πλεονέκτημα να αναδεικνύει το αναπάντεχο της φύσης της, αλλά και το σοβαρό μειονέκτημα να συσκοτίζει την εύθραυστη συνθήκη της.
Εξ ου και η οπτική που επιλέγει εδώ ο Αντονι Μπίβορ είναι ευρηματική, παρά το γεγονός ότι δεν αφίσταται από τη βραχεία διάρκεια. Αντιστρέφοντας τη συνήθη εικόνα της Ρωσικής Επανάστασης, ρίχνοντας το βάρος στο δεύτερο μισό της, τον Εμφύλιο Πόλεμο, κατορθώνει να προβάλει σε πρώτο πλάνο την πιθανότητα μιας διαφορετικής έκβασής της, αλλά και να προσφέρει μια όψη που δεν εξαντλείται στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της περιόδου.
Το επαναστατικό σκηνικό
Ο Μπίβορ αποτυπώνει το βασικό σκηνικό με αδρές πινελιές. Η αποκοπή του τσαρικού καθεστώτος από την πραγματικότητα τον Ιανουάριο του 1917 αποδίδεται με μια εμβληματική ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του βρετανού πρεσβευτή σερ Τζέιμς Μπιουκάναν και του Νικολάου Β΄, όπου ο διπλωμάτης συμβουλεύει τον τσάρο να βγει από την απομόνωση και να προσεγγίσει τον λαό του και ο μονάρχης απαντά: «Μου λες, πρέσβη, ότι οφείλω να κερδίσω την εμπιστοσύνη του λαού μου. Ομως, ο λαός δεν είναι εκείνος που πρέπει να κερδίσει τη δική μου;».
Στα τέλη του επόμενου μήνα ο κοινωνικός αναβρασμός μπροστά στον οποίο ο τελευταίος των Ρομανόφ εθελοτυφλούσε εξελίχθηκε σε επανάσταση και η δυναστεία κετέρρευσε. Μετά την πτώση στο προσκήνιο ανήλθε μια σειρά ηγετών χωρίς το απαιτούμενο ειδικό βάρος: ο ήπιος αλλά ανεπαρκής πρίγκιπας Λβοβ, ο πρώιμος φιλελεύθερος αλλά όψιμος οπαδός της παλινόρθωσης Πάβελ Μιλιούκοφ, ο δεινός ρήτορας αλλά υπερφίαλος Αλεξάντρ Κερένσκι.
Κυνικότερος όλων, ο Λένιν, «ο φαλακρός ηγέτης με την καθηγητική γενειάδα, τα στενά μάτια και το διαπεραστικό βλέμμα», αποβιβάστηκε στον Σταθμό της Φινλανδίας, εκμεταλλεύθηκε τις διαιρέσεις, δήλωσε προκαλώντας ειρωνικά γέλια στο Πρώτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ ότι οι μπολσεβίκοι είναι «έτοιμοι, ανά πάσα στιγμή, να κυβερνήσουν» και οδήγησε μέσα σε έξι μήνες ένα μικρό, πειθαρχημένο κόμμα στην εξουσία.
«Πλέον μπορούμε να προβούμε στη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων» ανακοίνωνε πανηγυρικά το βράδυ της 26ης προς την 27η Οκτωβρίου από το βήμα του Δευτέρου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ. Σύντομα θα γινόταν σαφές ότι ο κυριότερος όρος της μετάβασης αφορούσε την απογύμνωση συνελεύσεων και συλλογικών οργάνων από κάθε δυνατότητα λήψης αποφάσεων και τη συγκέντρωσή της στα χέρια της μειοψηφίας. Σημαντικότερη ωστόσο από τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης με συνοπτικές διαδικασίες τον Ιανουάριο του 1918 είναι κατά τον Μπίβορ η ευρύτερη στρατηγική του Λένιν να επιβάλει ένα «καθεστώς τρόμου».
Ο Ρωσικός Εμφύλιος υπήρξε εγγεγραμμένος ευθύς εξαρχής στη συγκρουσιακή λογική του μπολσεβίκου ηγέτη, ο οποίος ήταν πεπεισμένος ότι ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του είχαν περισσότερες πιθανότητες να «εδραιώσουν την ισχύ τους μέσω ενός εμφυλίου πολέμου». Γρήγορα όμως η εξουσία στις περιφέρειες θρυμματίστηκε, ιδιαίτερα σε εκείνες του Νότου, του Βόλγα και της Απω Ανατολής, με αποτέλεσμα να γίνει το επίδικο μεταξύ Κόκκινων κυβερνητικών, Λευκών νοσταλγών του τσάρου, Κοζάκων εθνικιστών, Γερμανών που καταλάμβαναν τα εδάφη που τους είχαν παραχωρηθεί με τη Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ με την οποία η χώρα εξήλθε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Μάρτιο του 1918, Δυτικών πρώην συμμάχων που επιχείρησαν να επέμβουν στη Νότια Ρωσία και διάσπαρτων μισθοφορικών ομάδων.
Με αντιπάλους πεπειραμένους στρατιωτικούς όπως οι Αντον Ντενίκιν, Πιότρ Βράνγκελ, Αλεξάντρ Κόλτσακ, η κίνηση του Λένιν αποδείχθηκε ότι περιείχε μεγάλο βαθμό ρίσκου. Αν κάτι έκρινε τελικά τον πόλεμο υπέρ των μπολσεβίκων, αυτό ήταν η γεωγραφία και η πολιτική ανικανότητα των Λευκών. Η διασπορά δυνάμεων γύρω από την κεντρική περιοχή που ήλεγχε η κυβέρνηση σήμαινε ότι το δίκτυο επικοινωνιών ευνοούσε τον Κόκκινο Στρατό.
Πολιτικά, η ακραιφνής επιδίωξη μιας Μεγάλης Ρωσίας από τον Ντενίκιν στέρησε τη δυνατότητα σύμπηξης συμμαχιών, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, ο πιθανός προσεταιρισμός του πολωνού ηγέτη Γιούζεφ Πιουσούτσκι. Επειτα από δύο σχεδόν χρόνια αμφίρροπων εκστρατειών, η τελική εξόρμηση των αντεπαναστατικών δυνάμεων το φθινόπωρο του 1919 ήταν μια απατηλή αυγή.
Το χρονικό της αγριότητας
Η σημαντικότερη ίσως συμβολή του Μπίβορ έγκειται στην αποτύπωση της αγριότητας που επικράτησε στην εμφυλιοπολεμική Ρωσία. Οπως και στα πιο δημοφιλή βιβλία του, Στάλινγκραντ και Βερολίνο: Η πτώση 1945 (αμφότερα από τις εκδόσεις Γκοβόστη), ανασκάπτει εδώ έναν θησαυρό πρωτογενούς υλικού, ο οποίος αποκαλύπτει μια ατέρμονη διαδοχή βιαιοτήτων. Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν στις 23 Αυγούστου 1918 στο Πέτρογκραντ, για παράδειγμα, μέλη της Τσέκα φόρτωσαν 500 αιχμαλώτους δεμένους πισθάγκωνα με αγκαθωτό σύρμα σε δύο φορτηγίδες τις οποίες βύθισαν στον Κόλπο της Φινλανδίας στο πρότυπο των noyades, των μαζικών πνιγμών στη Ναντ κατά τη Γαλλική Επανάσταση.
Στην επαρχία Αμούρ ο Λευκός υποστράτηγος Σεργκέι Νικολάγεβιτς Ροζόνοφ «αρεσκόταν να εκτελεί όλους τους αιχμαλώτους και να κρεμάει τις σορούς τους σε τηλεγραφικούς στύλους κατά μήκος του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου». Η κατάληψη της πόλης Κοζλόφ από Λευκούς Κοζάκους το 1919 συνοδεύθηκε από πυρπολήσεις, απαγχονισμούς και λεηλασίες. Μία εβδομάδα αργότερα, όταν διαδόθηκε η είδηση ότι οι Κοζάκοι επέστρεφαν, οι κάτοικοι έσπευσαν να τους προϋπαντήσουν φωνάζοντας «Ζήτω η Εθνική Ρωσία». Αυτή τη φορά όμως επρόκειτο για μια εμπροσθοφυλακή Κόκκινων Κοζάκων που προέβησαν σε νέες εκτελέσεις.
Μόνο στην Ουκρανία υπολογίζεται ότι διεξήχθησαν και από τις δύο πλευρές 1.300 πογκρόμ εναντίον Εβραίων. Την κατάληψη της Κριμαίας, όπου είχαν καταφύγει τα υπολείμματα των Λευκών στα τέλη του 1920, ακολούθησε τεράστιος αριθμός τουφεκισμών, από 15.000 ως 100.000. Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο Αντονι Μπίβορ υπολογίζει το σύνολο των θυμάτων των συγκρούσεων των ετών 1917-1921 σε 12 εκατομμύρια. Αριθμός ασύλληπτος, όχι μόνο αποκαλύπτει την πλήρη έκταση των θηριωδιών, αλλά δικαιολογεί και τον πρόσφατο χαρακτηρισμό του Ρωσικού Εμφυλίου από τον Τζόναθαν Σμιλ, καθηγητή του Πανεπιστημίου Κουίν Μέρι του Λονδίνου, ως «συμπυκνωμένου παγκοσμίου πολέμου».
Η πινακοθήκη των δολοφόνων
Στην αφήγηση του Μπίβορ εμφανίζεται ένα πλήθος προσώπων, καθημερινών ανθρώπων και πρωταγωνιστών του Εμφυλίου, θυμάτων και θυτών, από το οποίο ξεχωρίζει το εγκληματικό πάνθεο της σύγκρουσης. Ο 32χρονος αντιστράτηγος των Λευκών Αντρέι Σκούρο, για παράδειγμα, ήταν «γενναίος και πανούργος διοικητής, με αφοσιωμένους στρατιώτες, […] υπερόπτης και παράτολμος αξιωματικός που δεν έτρεφε τον παραμικρό σεβασμό για τους ανωτέρους του, αλλά και ένας σαδιστής με ακραία αντισημιτικά αισθήματα, ο οποίος λάτρευε να παρακολουθεί ανθρώπους να μαστιγώνονται και να αναλώνεται σε όργια με πόρνες».
Ο τσεκιστής Σαένκο, «πασίγνωστος μακελάρης του Χαρκόβου, […] κοντός άνθρωπος με σπινθηροβόλο βλέμμα, αναρίθμητα τικ και έκφραση μανιακού», βασάνιζε με μαχαίρι τα θύματά του. Δυσκολευόταν επίσης να κρατήσει αρχείο των εγκλημάτων του, όπως φαίνεται από τον τρόπο σωτηρίας ενός κρατούμενου που όταν τον άκουσε να καλεί το όνομά του απάντησε από το κελί «μα αυτόν τον εκτελέσατε χθες» για να λάβει την αμήχανη ανταπάντηση «α, μάλιστα».