Η Κρανιά δεν υπάρχει. Δεν θα τη βρείτε σε κανέναν χάρτη. Είναι όμως τόσο γνώριμη, τόσο οικεία. Είναι μια επινοημένη, μικρή πόλη, σφηνωμένη ανάμεσα στους νομούς της Θεσσαλίας. Εκεί, λοιπόν, τοποθετείται το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη με τίτλο Κορνιζωμένοι. Οσο προχωρεί κανείς στην ανάγνωση αυτού του βιβλίο τόσο ανεβάζει παλμούς, ιδίως στο τρίτο και τελευταίο μέρος του. Πρόκειται για μια αφήγηση μπασταρδεμένη, να μια λέξη με την οποία δεν θα διαφωνούσε η συγγραφέας.
Ενα σύγχρονο θρίλερ σαν αρχαία τραγωδία; Ενα υπαρξιακό νουάρ που ξεδιπλώνεται στον επαρχιακό κάμπο; Αν στα Σακιά (2010) πυρήνας ήταν μια σχέση μητέρας και γιου, εδώ ο φακός στρέφεται σε μια σχέση πατέρα και γιου, στην πλέον ακραία εκδοχή της μάλιστα. Στους Κορνιζωμένους γίνεται ένα φονικό, «το φρικωδέστερον των εγκλημάτων», και η Καρυστιάνη επιχειρεί να το ξεψαχνίσει με την κουβεντιαστή, κοφτερή, πυκνή της γλώσσα. Ο θύτης είναι, ασφαλώς, δεν χωρεί αμφιβολία, ένα «τελεσίδικο κάθαρμα». Το θέμα όμως είναι το εξής: μετά από 100 σελίδες τα ξέρουμε όλα και, παράλληλα, δεν ξέρουμε τίποτα. «Ούτε εν βρασμώ, ούτε κατά λάθος, ούτε η ώρα η κακιά». Τότε; Η Καρυστιάνη αναλαμβάνει τον ρόλο μιας ντετέκτιβ, θα λέγαμε, όχι για να δώσει στους αναγνώστες τη λύση ενός μυστηρίου αλλά για να τους πασάρει τον συγκεκριμένο ρόλο, έντεχνα, τη στιγμή ακριβώς που η αγωνία και η απορία κατακλύζουν τα πάντα.
«Το να σκοτώσεις είναι πολλές φορές η μεγαλύτερη απόδειξη της δειλίας» είπε μετά από μια παρατεταμένη σιωπή στο «Βήμα» η πολυβραβευμένη πεζογράφος, την οποία συναντήσαμε στα γραφεία του εκδότη της. Στο μυθιστόρημα αυτό, παρακολουθούμε τον ήρεμο και ευσυνείδητο κορνιζά Στέλιο Σπούγια, ιδιοκτήτη της επιχείρησης «Τέλειον», τη σύζυγό του Χιονία, που τον έχει εγκαταλείψει και έχει παντρευτεί έναν άλλον άνδρα στο μεταξύ, τον γιο τους Χρόνη, ένα δοτικό και σπάνιο πλάσμα, καθώς και τη σύντροφο του τελευταίου, την Κλέα Γκιζελή, μία από τις πιο συναρπαστικές δεύτερες ηρωίδες που έχει πλάσει ποτέ η Καρυστιάνη.
Η συγγραφέας στους Κορνιζωμένους θαρρείς κι έχει απορροφήσει κάθε αδιανόητη πλευρά της σημερινής πραγματικότητας, από τα αστυνομικά δελτία μέχρι την έκρηξη της λανθάνουσας βίας που, αντιλαμβάνεστε, αναγκάζει τους ανθρώπους να πέφτουν, καταπώς λένε, από τα σύννεφα. Ωστόσο, συνθέτει έναν μύθο, γερό και ανησυχαστικό, μεσοτοιχία διάφανη με όσα βιώνουμε, κάνει δηλαδή λογοτεχνία, που είναι και το ζητούμενο.
«Ηθελα να αναμετρηθώ με δαιμονικές σκέψεις»
«Ξέρω ότι μπορώ να διεκπεραιώσω μια ιστορία, έχω κατακτήσει πλέον αυτή τη δεξιότητα. Ομως δεν μου αρκεί αυτό πια. Λύσσαξα αυτή τη φορά να ξεφύγω από την ασφάλεια της πεπατημένης, να πάρω το ρίσκο και, αν χρειαστεί, να σπάσω και τα μούτρα μου».
«Ανέκαθεν μάζευα για μένα την ίδια, έγραφα για τον εαυτό μου, δεν ήξερα αν θα εκδώσω βιβλία. Κι όσα έχουν κυκλοφορήσει, έχω αρχίσει να τα σκέφτομαι και να τα δουλεύω από χρόνια πριν. Η κεντρική ιδέα για αυτό εδώ καρφώθηκε στο μυαλό μου το 2009, το ξανάπιασα το 2014 αλλά το άφησα για να γράψω το «Φαράγγι». Από τότε όμως ήξερα τι ήθελα να γράψω, σε τι ήθελα να δοκιμαστώ, ήθελα να γίνω άνω-κάτω, να αναστατωθώ, να αναμετρηθώ με δαιμονικές σκέψεις. Είχε έρθει πλέον η ώρα των «Κορνιζωμένων». Σκύβω πάνω από το θέμα μου παράφορα, δεν γίνεται αλλιώς. Αποτόλμησα ένα βιβλίο γεμάτο αγάπη αλλά έναν κεντρικό χαρακτήρα πολύ διαφορετικό για τα δεδομένα μου, ταπεινός μεν κι αυτός αλλά που, σίγουρα, δεν θα τον έκανε κανείς κορνίζα στο σπίτι του. Κοιτάξτε, ξέρω ότι μπορώ να διεκπεραιώσω μια ιστορία, έχω κατακτήσει πλέον αυτή τη δεξιότητα. Ομως δεν μου αρκεί αυτό πια. Λύσσαξα αυτή τη φορά να ξεφύγω από την ασφάλεια της πεπατημένης, να πάρω το ρίσκο και, αν χρειαστεί, να σπάσω και τα μούτρα μου» εξήγησε η Καρυστιάνη.
Η «επικράτεια των κινήτρων»
Ο βασικός της ήρωας ανήκει κι αυτός «στα χαμηλά της κοινωνικής διαστρωμάτωσης» αφού «εκεί παραμένω πάντοτε, από εκεί αντλώ έμπνευση, αυτές είναι οι δικές μου ροές». Τι αναζητούσε εσχάτως; «Εψαχνα τη σύμπλευση συνείδησης και ασυνειδησίας, πώς αυτές οι δυο μπορεί να ξιφουλκούν μέσα σε έναν άνθρωπο μέχρι τελικώς πτώσεως. Εψαχνα τη βαρύτητα μιας μεταιχμιακής κατάστασης και θέλησα να καταστήσω συμμέτοχους τους αναγνώστες στην εσωτερική αμφιταλάντευση του Στέλιου Σπούγια. Αφήνω μονάχα νύξεις και τους εμπιστεύομαι απολύτως, θα καταλάβουν εγκαίρως προς τα πού πάει το πράγμα. Εψαχνα, για να το πω κι αλλιώς, την επικράτεια των κινήτρων. Αν είναι λογικά και ικανοποιητικά τα κίνητρα για όλα όσα φριχτά συμβαίνουν. Ομως μπορεί και να μην υπάρχει εξήγηση απλή, μπορεί να μην υπάρχει καν εξήγηση που να θέλουμε να την αποδεχθούμε. Πρέπει να περάσει πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσουμε τι έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, για παράδειγμα, στη ζωή ενός ανθρώπου ή στην πορεία μιας κοινωνίας. Στους «Κορνιζωμένους» δεν υπάρχει ισχυρό κίνητρο για το έγκλημα που διαπράττεται, αυτό είναι και το πιο τρομακτικό. Ενίοτε υποτιμούμε ή παρερμηνεύουμε διάφορες πράξεις οι οποίες φαίνονται μικρού βεληνεκούς αλλά ύστερα αποδεικνύονται μεγατόνων. Λόγου χάριν, να υποστείς ταπείνωση. Πιστεύω ότι δεν παραγράφεται, ούτε με ένα συγνώμη ούτε με τον χρόνο» εκτίμησε η συγγραφέας.
Μια βίαιη εποχή
Και συμπλήρωσε: «Ζούμε σε μια εποχή ξέφρενης, αφηνιασμένης βίας και θέλησα να δείξω κάτι πέρα από το στιγμιαίο αδίκημα, το στιγμιαίο έγκλημα, το είδος εκείνο της άφατης πάλης που μπορεί να σημαδέψει μια ολόκληρη ζωή διά παντός. Θέλησα να θέσω ερωτήματα οδυνηρά, ανεπίλυτα, θανατηφόρα. Να έχεις κάνει κάτι και να μην παίρνεις ποτέ απάντηση για τον ίδιο σου τον εαυτό, είναι βαρύ, ασήκωτο αυτό. Το βιβλίο δεν το έγραψα για να δικαιολογήσω τίποτα, ούτε για να παρηγορηθώ, το έγραψα για να ξεθολώσω, εγώ πρώτη από όλους, τη ματιά μου. Μέσω της μυθοπλασίας που δεν πρέπει να παρέχει καμία βεβαιότητα». Αναστέναξε τότε η Καρυστιάνη.
«Η λογοτεχνία δεν υπάρχει για να κάνει τα πράγματα νιανιά, δεν υπάρχει απλώς για να μας καθησυχάζει και να μας αποφορτίζει ή να μας εξιλεώνει, υπάρχει γιατί η ζωή του καθενός, η ζωή μας, είναι ένα μυστήριο που για να το διαπεράσουμε έχουμε ανάγκη το κάτι παραπάνω».
«Εχω διαβάσει κάμποση ψυχολογία στη ζωή μου, κάμποση ψυχιατρική και ψυχανάλυση. Και ειλικρινά σας λέω, φοβάμαι μην κάνω την έξυπνη στα βιβλία μου. Για αυτό μελετάω και εργάζομαι και συλλογίζομαι πάρα πολύ. Οταν ένα θέμα μου γραπώνει την ψυχή το τεστάρω για καιρό για να δω αν έχω τη δύναμη να καταπιαστώ μαζί του, να το σεβαστώ. Τα περισσότερα βιβλία που έχω βγάλει τα έχω χιλιοσκεφτεί, τα έχω βασανίσει. Και πάντα τα δίνω, προτού δημοσιευθούν, να τα διαβάσουν όχι μόνο επιστήμονες αλλά και απλοί, κανονικοί άνθρωποι. Εν πάση περιπτώσει, η λογοτεχνία δεν υπάρχει για να κάνει τα πράγματα νιανιά, δεν υπάρχει απλώς για να μας καθησυχάζει και να μας αποφορτίζει ή να μας εξιλεώνει, υπάρχει γιατί η ζωή του καθενός, η ζωή μας, είναι ένα μυστήριο που για να το διαπεράσουμε έχουμε ανάγκη το κάτι παραπάνω».
«Βλέμματα από 50 χρόνια πριν»
Υστερα επανήλθαμε στο βιβλίο και, τρόπον τινά, στην ουσία του τίτλου του. «Από μικρή έδινα βάση στα βλέμματα, έχω μανία με αυτά. Σήμερα τα ανθρώπινα βλέμματα είναι σαν χαμένα, σαν μην ξέρουν πού να κοιτάξουν, πού να εστιάσουν. Πάντως, έχω αποθηκεύσει βλέμματα από πενήντα χρόνια πριν, τα έχω κορνιζώσει στις σάλες του μυαλού και της καρδιάς μου, από τις κινηματογραφικές ταινίες που έβλεπα πέντε φορές την καθεμιά και την ίδια μου τη μάνα ως τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Τα βλέμματα που με πείθουν περισσότερο και με κάνουν να κλαίω είναι αυτά που μέσα τους βαθιά αντικρίζω την απόρριψη. Τι να πω, ας κοιταχτούμε, έχουμε γίνει εξπέρ στο να πονάμε ο ένας τον άλλον. Δυστυχώς είναι ένα σπορ αυτό στο οποίο επιδιδόμαστε αχόρταγα, ένα σπορ που το ασκούμε χωρίς να πλήττουμε και χωρίς να βάζουμε ποτέ μυαλό».
Η Καρυστιάνη γράφει κάπου στο βιβλίο ότι «η πολλή αγάπη ανοίγει τα μάτια» και ήταν πρόθυμη να την υπερασπιστεί αυτή τη φράση με ένταση. «Το πιστεύω αυτό, εμείς δεν δείχνουμε εμπιστοσύνη πια, εμείς φοβόμαστε, εμείς κρατάμε τα δυνατά συναισθήματα εν υπνώσει. Και πιστεύω στη δύναμη του έρωτα, όπως τον εκφράζει η Κλέα στο μυθιστόρημα. Ο έρωτας σου χαρίζει ένα άλλο επίπεδο αντίληψης και κατανόησης, μια διορατικότητα».
«Δεν έχει μετρηθεί η επίπτωση της μνημονιακής εμπειρίας»
Δεν δυσκολευτήκαμε να συμφωνήσουμε με την Καρυστιάνη ότι έξω, στην κοινωνία, υπάρχει κάτι έκρυθμο, ένα δυσοίωνο απόθεμα που συσσωρεύεται. «Νομίζω ότι ακόμα δεν έχει μετρηθεί και αναλυθεί συνολικά η επίπτωση της ασύλληπτης μνημονιακής εμπειρίας (και των υπόλοιπων κρίσεων που ακολούθησαν) πάνω μας, ανεξαρτήτως κομματικών επιλογών ή πεποιθήσεων, κι όχι πάνω μόνο σε μας, διεθνώς εδώ που τα λέμε. Στις συζητήσεις εδώ επανέρχεται η ευθύνη του πολιτικού προσωπικού και η ευθύνη του ελληνικού λαού, αλλά η ευθύνη του ευρωπαϊκού ιερατείου είναι σαν να έχει ήδη ξεχαστεί. Λες και συντελέστηκαν μόνα τους όλα αυτά, λες και δεν θα γευτούμε μακροπρόθεσμες συνέπειες. Κρέμασαν μια χώρα συλλήβδην στα μανταλάκια, η Ελλάδα υπέμεινε μια συλλογική ταπείνωση, υπερβολική και τιμωρητική. Και ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό, εξακολουθεί να συμβαίνει σε βάρος των πλέον αδύνατων, μη και πειραχτούν οι τράπεζες και τα funds.
Διαβάζω, ακούω ειδήσεις και αναρωτιέμαι σε ποιους θριάμβους αναφέρονται οι πρωτοκλασάτοι; Πού ζουν; Με τόσους νέους ξενιτεμένους, με τόσα εργατικά ατυχήματα, με τέτοια ανέχεια. Ξέρετε, ήμουνα νια και γέρασα, με τα νοσοκομεία που θα στελεχωθούν, με τα ρέματα που θα ξεμπαζωθούν, με το δημογραφικό που θα το λύσουν, με τα περιλάλητα σχέδια παραγωγικής εθνικής ανασυγκρότησης. Η πολιτική είναι ένα σοβαρό πράγμα, θα έπρεπε να συνοδεύεται από λέξεις όπως ειλικρίνεια, εντιμότητα, προνοητικότητα, σεμνότητα. Είναι απίστευτο, τώρα ψάχνεις να βρεις έστω και έναν σεμνό! Διαπιστώνω περίλυπη, μιλώντας για τον τόπο μας, ότι η πολιτική και η δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης δεν αναδέχονται την κρίσιμη σημασία που έχουν για τη δημοκρατία».
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
«Το μακρύ ταξίδι στο ψέμα και στον αγύριστο»
Στα αποσπάσματα που δημοσιεύει «Το Βήμα» από το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Κορνιζωμένοι» ο κεντρικός ήρωας Σωτήρης Σπούγιας αναλογίζεται τη ζωή και τον εαυτό του.
«Γίνεται να είναι βιδωμένος μόνος του ένας άνθρωπος νυχτιάτικα σ’ ένα παγκάκι και να μην τον βάλει το κεφάλι του σε περιπέτειες; Ο Στέλιος Σπούγιας θα ήθελε να μην είναι κορνιζάς. Θα ήθελε να έχει πιο ψαγμένες απόψεις. Θα ήθελε να υπολογίζουν τη γνώμη του. Να μην αισθάνεται κάθε τρεις και δυο στριμωγμένος, μπερδεμένος, μηδαμινός. Να έχει οικονομική επιφάνεια που να μετράει στην πόλη. Να έχει πατρικό σπίτι σ’ ένα χωριό. Να έχει ταξιδέψει στον Βόρειο Πόλο. Να ξεχωρίζει για ένα ιδιαίτερο ταλέντο, στο ακορντεόν ή στο αργεντίνικο ταγκό, έστω στην πολιτική μύτη, να μυρίζεται τις κομπίνες της εξουσίας. Θα ήθελε μια στο τόσο να ενθουσιάζει αληθινά το μοναχογιό του. Και, να είναι ακόμη παντρεμένος με τη Χιονία. Που τόσο βίαια του στέρησε τα καταπράσινα σαν φετάκια ακτινίδιου, σαν άγουρα κορόμηλα μάτια της. Που τον καταδίκασε να του λείπουν ακόμη και τα δύο φορητά ατομικά τασάκια της, ένα στο χέρι κι ένα στην τσάντα της, φουγάρο. Που δεν ήθελε δεύτερο παιδί μαζί του, αντισυλληπτικά, σπιράλ και συχνά ύπνος αγκαλιά με το γιο τους στο παιδικό δωμάτιο, αλλά με τον επόμενο σύζυγο έκοψε μαχαίρι το κάπνισμα, λύσσαξε στις εξωσωματικές και, όπως διατυμπανίστηκε σε όλη τη συμπρωτεύουσα, έμεινε επιτέλους έγκυος, στα σαράντα έξι της. Μπαμπά, του είχε πει τις προάλλες ο Χρόνης, φαντάζεσαι μια μέρα να έχω στην τάξη μαθητή το αδερφάκι μου; Ισως λοιπόν η χαρά γι’ αυτό το προσεχές αδελφάκι ήταν ο λόγος για το έκτακτο πάρτι. Και μάλιστα με ρούχα και μακιγιάζ κλόουν. Σαν πρόβα για παράσταση σε νήπια» (σελ. 76-77).
***
«Ολοι οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους, οι πολλοί όχι συστηματικά ίσως, ένα τη φορά για το άλφα ή το βήτα ζήτημα, άντε και για το γάμα και κάνα δυο ακόμη παρακάτω, δεν παίρνουν σβάρνα όλα τα γράμματα του αλφάβητου ως το ωμέγα, όλα τα θέματα του βίου. Λίγοι όσοι δουλεύουν τον εαυτό τους εφ’ όλης της ύλης και ελάχιστοι όσοι το παραδέχονται συνειδητά, επειδή δεν έχουν το ταλέντο να κλείνουν ανοιχτές υποθέσεις ή δεν αντέχουν την αποτυχία τους στα ερωτικά, στις σχέσεις με γονείς, με τέκνα, με αδέρφια, ούτε το θέατρο να το παίζουν πολιτισμένοι με τον επόμενο σύζυγο της πρώην τους, ούτε το ξεφτιλίκι να υπομένουν εργοδότες-απατεώνες ή να ψηφίζουν ό,τι δεν τους ενθουσιάζει πια. Εγώ; αναρωτήθηκε ο Στέλιος Σπούγιας, εγώ στον εαυτό μου τι λέω; Είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ πια από το αρχικό σημείο όπου ξεκινάει το μακρύ ταξίδι στο ψέμα και στον αγύριστο. Αυτά σκεφτόταν το επόμενο πρωί καθ’ οδόν προς το μαγαζί» (σελ. 141-142).
***
«Στη ζούλα λοιπόν βγήκε κι απόψε, αργά το βράδυ, στο μπαλκόνι με σβηστό το φως. Κάθισε σε μια γωνιά αθέατος από πιθανούς μπανιστηρτζήδες της απέναντι πολυκατοικίας, ούτε τσιγάρο δεν άναψε, για να μη δίνει στόχο η καύτρα, όπως στα χαρακώματα του πολέμου. Η ζούλα στην ημερήσια και νυχτερινή διάταξη. Και οι παρακάτω συλλογισμοί στη ζούλα, οι μισοί Ολύμπιοι θεοί, οι μισοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες και Συγκλητικοί και κάμποσοι Βυζαντινοί, κορυφαίοι αξιωματούχοι, ξεπάστρευαν αντίπαλους, αντίζηλους, συζύγους, τα ίδια τους τα αδέρφια, ακόμη και τα ίδια τους τα παιδιά, για να κρατήσουν θρόνους, θώκους, επαρχίες και ερωτικά κρεβάτια. Ο Σπούγιας δεν ήταν γερός στην Ιστορία, στα αρχαία, στα λατινικά, ποτέ δεν είχε πάρει ζεστά το θέμα της μόρφωσης, προβιβαζόταν με ένα 12 συν πλην, όμως ακόμη και οι σκράπες ήξεραν τον Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του, τη Μήδεια που είχε σκοτώσει τα δυο μικρά της, τον Ορέστη που είχε καθαρίσει τον τάδε εραστή της μάνας του, τον Αγαμέμνονα που θυσίασε την αθώα κορούλα του, την Ιφιγένεια, για να φυσήξει ο ούριος άνεμος, και πάει λέγοντας, κι εσύ τέκνον, Βρούτε; επίσης» (σελ. 150).