Μείζων ευρωπαίος πεζογράφος του 20ού αιώνα και ισάξιος εν πολλοίς του Τζόις, του Μούζιλ και του Τόμας Μαν, ο Χέρμαν Μπροχ δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Τα δύο κορυφαία έργα του, οι Υπνοβάτες και το Βιργιλίου θάνατος, έχουν εκδοθεί και στη χώρα μας.
Παρέμενε αμετάφραστο κι ένα άλλο μυθιστόρημά του, Τα μάγια, μεταφερμένο τώρα στη γλώσσα μας από την εξαιρετική Σοφία Αυγερινού, η οποία εφοδίασε το βιβλίο με ένα αναλυτικό και διαφωτιστικό επίμετρο. Ο Μπροχ ολοκλήρωσε το έργο αυτό το 1936, εννιά χρόνια πριν από την έκδοση της μνημειώδους τριλογίας του Οι υπνοβάτες και τέσσερα πριν από το αριστούργημά του Βιργιλίου θάνατος.
Δεν έμεινε ευχαριστημένος, αλλά το ξανάγραψε άλλες δύο φορές μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει την τρίτη εκδοχή προτού πεθάνει. Δεν ξέρουμε ποια θα είναι η τελική μορφή που θα του έδινε, αλλά κι από αυτή που έχουμε εύκολα συμπεραίνουμε πως Τα μάγια είναι Μπροχ – κι αυτό σημαίνει πολλά.
Αρκετά από τα μεγάλα θέματα που απασχόλησαν τον Μπροχ θα τα βρούμε κι εδώ: την κρίση των αξιών, τη μαζική ψυχολογία, την ηθική έκπτωση της Ευρώπης, το μεταφυσικό και θρησκευτικό κενό που οδηγούσε στην καταστροφή της. Και για να τα πει όλα αυτά εκείνος ο μείζων αφηγητής – αλλά και σπουδαίος δοκιμιογράφος – έστησε μια εκπληκτική αλληγορία.
Ενας ημιπαράφρων τσαρλατάνος
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 σ’ ένα αλπικό χωριό της οροσειράς Κούπριν. Το χωριό έχει δύο τμήματα: το πάνω και το κάτω, οι κάτοικοι των οποίων διαφέρουν σε πολλά μεταξύ τους. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε διάστημα εννιά μηνών, από τα τέλη του χειμώνα ως το επόμενο φθινόπωρο και μας την αφηγείται ο ηλικιωμένος γιατρός του χωριού, που επέλεξε πριν από δέκα χρόνια να ζήσει μακριά από την πόλη έπειτα από μια καταστροφική ερωτική σχέση.
Στο χωριό εκείνο, που δεν κατονομάζεται, φτάνει μια μέρα ένας ευφυής, περιπλανώμενος και στα πρόθυρα της παράνοιας τύπος ονόματι Μάριους Ράτι, ο οποίος, όπως συμβαίνει συνήθως στα χωριά, στην αρχή προκαλεί την περιέργεια των κατοίκων. Το μυαλό του είναι γεμάτο από περίεργες και εξωφρενικές (αλλά και επικίνδυνες) ιδέες περί «καθαρότητας», περί αρμονίας του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, περί υπεροχής της φύσης έναντι της κοινωνίας των πόλεων και το πιο επικίνδυνο: περί χώματος και αίματος που ορίζουν τη μοίρα και τον προορισμό του ανθρώπου. (Η ιδέα περί χώματος και αίματος είναι, όπως ξέρουμε, δομικό συστατικό της ναζιστικής ιδεολογίας.)
Υπνωτίζοντας την κοινότητα
Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Ράτι, που είναι ένα είδος Χίτλερ σε μικρή κλίμακα, θα «μαγέψει» και θα καταστήσει υποχείριο των ιδεών του τον τοπικό πληθυσμό, ως έναν βαθμό ακόμη και τον γιατρό. Ο Ράτι μάλιστα δεν παραλείπει να υποσχεθεί στους χωρικούς ότι θα ανοίξει και τα παλιά χρυσωρυχεία. Στις «ιδέες» εκείνου του τσαρλατάνου ο κάθε κάτοικος βρίσκει κάτι από τον εαυτό του, μολονότι η κοινότητα στην οποία ανήκει δεν είναι αρραγής. Κατά κάποιον τρόπο ο Ράτι ασκεί στους αμόρφωτους χωρικούς την υπνωτική δύναμη που ασκούσε ο Χίτλερ στον γερμανόφωνο πληθυσμό του Μεσοπολέμου. Φυσικά η κοινωνία θα πρέπει να είναι αποκλειστικά ανδροκρατική. Οι γυναίκες δεν έχουν σχέση με το πνεύμα και δεν παράγουν ιδέες. Μόνο γεννούν παιδιά.
Η μόνη που θα αντισταθεί στον μικρό Φύρερ Μάριους Ράτι είναι μια μητρική φιγούρα, η μητέρα Γκίσον – αλλά χωρίς επιτυχία. Ο Ράτι θα πείσει τους κατοίκους ότι για να επιτευχθεί η χαμένη αρμονία του χωριού είναι αναγκαία μια ανθρωποθυσία. Ακολουθεί ένα ντελίριο βίας. Στο τέλος του βιβλίου πεθαίνει η μητέρα Γκίσον. Οι κάτοικοι θα συνεχίσουν να ζουν όπως παλιά, η ελπίδα όμως δεν θα σβήσει, αλλά θα έλθει από το μέλλον.
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το περίγραμμα του μυθιστορήματος. Οι πολύ απαιτητικοί αναγνώστες ίσως βρουν τους χαρακτήρες ατελείς ή σχηματικούς, αλλά το βιβλίο δεν παύει να είναι συναρπαστικό. Και μάλιστα να διαβάζεται πολύ πιο εύκολα από τους Υπνοβάτες και το Βιργιλίου θάνατος. Γραμμένο στο μεσοδιάστημα των δύο παραπάνω μεγάλων έργων της παγκόσμιας πεζογραφίας Τα μάγια είναι και μια γέφυρα που τα συνδέει. Υπάρχουν βέβαια και εκπληκτικές περιγραφές της φύσης, διεισδυτικές αναλύσεις της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς των χαρακτήρων και κυρίως: το γεγονός ότι οι ρίζες της μαζικής ψυχολογίας του ναζισμού προϋπήρχαν.
Σύμφωνα με τον Μπροχ, που με το Βιργιλίου θάνατος μας έδωσε μια συγκλονιστική ελεγεία για τον θάνατο της λογοτεχνίας (δεκαετίες πριν αρχίσουν διάφοροι θεωρητικοί να «προλέγουν» τον θάνατο του συγγραφέα), η ηθική, όπως και η επιστήμη, είναι σημαντικότερη από τη λογοτεχνία. Αλλά εκεί, όπως κι εδώ, στην τέχνη καταφεύγει κι ο ίδιος για να μας μιλήσει για το τέλος της. Ο Μπροχ όμως δεν μας έδωσε ένα μυθιστόρημα μόνο για τον δαιμονικό χαρακτήρα του ναζισμού αλλά και για τη δύναμη της αγάπης.