Λίγο πριν από τον θάνατό της, η Νανά έχει γίνει θρύλος: στα σαλόνια της παρισινής κοινωνίας, όπου θριαμβεύει ως εταίρα πολυτελείας, διακινούνται σενάρια για τους άνδρες που αποπλάνησε ή αφαίμαξε οικονομικά από την Τουρκία ως τη Ρωσία. Αναλώνει πρόσωπα, περιουσίες, δάση, ποτάμια και υποστατικά. Οι πιστοί της δανείζονται, υπεξαιρούν, τρελαίνονται και αυτοκτονούν προκειμένου να απολαύσουν τα θέλγητρά της.
H «Νανά» (εκδ. Νάρκισσος) του Εμίλ Ζολά (1840-1902), δημοσιευμένη το 1880, θεωρείται ένα από τα αριστουργήματά του. Προκλητικό ως προς την αποτύπωση των έκλυτων ηθών της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και της κατεδαφιστικής κριτικής για τις ηγέτιδες τάξεις της, το βιβλίο ωστόσο δεν μένει, όπως συνήθως εκλαμβάνεται, μόνο στον σύντομο χορό της ηρωίδας του γύρω από τη φλόγα της παρισινής αριστοκρατίας.
Η σύντομη παράγραφος που περιγράφει την κηδεία της Νανάς αποτελεί ουσιαστικά τον άξονα γύρω από τον οποίο μπορεί να στραφεί ολόκληρο το έργο: ο θάνατός της συμπίπτει με την έναρξη του Γαλλογερμανικού Πολέμου του 1870 (ο οποίος, όπως γνωρίζουν οι τότε αναγνώστες, πρόκειται να λήξει με ταπεινωτική ήττα της Γαλλίας) και καθίσταται ασήμαντος και συνάμα ενδεικτικός επίλογος μιας εποχής παρακμής. Αριστοτεχνικά, ο Ζολά εδώ κρύβει τελικά το συλλογικό πίσω από το ατομικό πεπρωμένο: το μυθιστόρημα δεν αποτελεί απλώς το ψυχογράφημα μιας εταίρας, αλλά υπαινικτική προβολή του ως παρασκηνίου των αιτίων της επερχόμενης στρατιωτικής συντριβής.