Ο Πορφίριο Ντίας, που υπήρξε ο μακροβιότερος πρόεδρος του Μεξικού (από το 1884 ως το 1911), ήταν δικτάτορας – αλλά εκλεγμένος δικτάτορας. Κυβέρνησε τη χώρα με σιδηρά πυγμή, βασισμένος στην υποστήριξη των γαιοκτημόνων και του ξένου κεφαλαίου. Γι’ αυτό ακούγεται περίεργη η φράση του που έμεινε ιστορική: «Καημένο Μεξικό. Τόσο μακριά από τον Θεό, τόσο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες». Εν τούτοις, αυτή η εγγύτητα με τις ΗΠΑ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία δύο από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα: του κορυφαίου μυθιστορήματος του Γκράχαμ Γκριν Η δύναμις και η δόξα και του αριστουργηματικού Κάτω από το ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρι. Ο Γκριν απεχθανόταν, όπως έλεγε, το Μεξικό, όπου έζησε για μεγάλο διάστημα, και σε έναν βαθμό το ίδιο ένιωθε ο Λόουρι. Κι όμως, αυτή η χώρα των 56 εθνοτήτων, που σήμερα αριθμεί πάνω από 126 εκατομμύρια κατοίκους, άσκησε και στους δύο μια απίστευτη γοητεία.
Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο αυτοί. Ο Γουίλιαμ Μπάροους πέρασε από εδώ και μάλιστα σκεφτόταν να μείνει μόνιμα σε τούτη τη χώρα, όπου έγραψε τον Τζάνκι, ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματά του. Και άλλοι μπιτ πέρασαν μεταπολεμικά από το Μεξικό, όπως παλαιότερα ο Ντ. Χ. Λόρενς, ο Αλντους Χάξλεϊ, ο Τζον Στάινμπεκ, ο σπουδαίος αμερικανός ποιητής Χαρτ Κρέιν και ο Αντονέν Αρτό. Ο τελευταίος έφτασε στην Πόλη του Μεξικού το 1936, διέσχισε έφιππος τη χώρα επί μήνες, έζησε με τους ντόπιους, συμμετείχε στις τελετουργίες τους και εμπνεύστηκε από αυτές τη μελέτη του Το θέατρο και το είδωλό του, όπως και τη διάσημη θεωρία του για «το θέατρο της σκληρότητας».
Ολοι αυτοί είχαν ασφαλώς εντυπωσιαστεί από την πολυμορφία και τον «εξωτισμό» (όπως τον συνελάμβαναν οι ίδιοι) της χώρας, αλλά και από το προκολομβιανό παρελθόν της, που ήταν ζωντανό ακόμη και στα αστικά της κέντρα, και από τη «μεταφυτευμένη κουλτούρα» των ισπανών αποικιοκρατών, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Οκτάβιο Πας, αφού το Μεξικό υπήρξε επί τρεις αιώνες τμήμα της αυτοκρατορικής Ισπανίας.
Αλφόνσο Ρέγιες
Η εγχώρια κουλτούρα δεν ήταν, βεβαίως, «εξωτική». Στην Ελλάδα δεν τη γνωρίζουμε επαρκώς, μολονότι οι Μεξικανοί, όπως και οι Λατινοαμερικανοί στο σύνολό τους, είναι μεγάλοι φιλέλληνες. Την καλύτερη απόδειξη αποτελεί ένας σπουδαίος πεζογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος, διπλωμάτης και μεταφραστής, ο Αλφόνσο Ρέγιες (1889-1959), υποψήφιος πέντε φορές για το βραβείο Νομπέλ. Φλογερός φιλέλληνας, μετέφρασε Ομηρο – αλλά και πολύ κατοπινούς ποιητές και πεζογράφους: τον Τσέχοφ, τον Λόρενς Στερν, τον Μαλαρμέ. Στο πεδίο της αισθητικής και της κριτικής ισχυρή επίδραση άσκησε πάνω του το φιλοσοφικό έργο του Ανρί Μπερξόν και του κορυφαίου ιταλού δοκιμιογράφου και κριτικού Μπενεντέτο Κρότσε. Ομως και το φιλολογικό έργο του Ρέγιες είναι τεράστιο.
Υπήρξε πραγματικός πρωτοπόρος όχι μόνο για το Μεξικό αλλά και για όλον τον ισπανόφωνο κόσμο. Το διήγημά του Το δείπνο, γραμμένο το 1912, από πολλούς θεωρείται ότι εισάγει τον υπερρεαλισμό (μια δεκαετία και πλέον πριν από την επίσημη εμφάνιση του κινήματος στη Γαλλία) και τον μαγικό ρεαλισμό στην ισπανόφωνη λογοτεχνία του Νέου Κόσμου. Επηρέασε πολλούς ενόσω ζούσε, όπως και μετά τον θάνατό του. Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που ήταν φειδωλός στους επαίνους, είχε πει πως ο Αλφόνσο Ρέγιες είναι «ο μεγαλύτερος πεζογράφος που εμφανίστηκε ποτέ στον ισπανόφωνο κόσμο».
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Οσο κι αν Το δείπνο του Ρέγιες θεωρήθηκε προδρομικό σε ό,τι αφορά τον μαγικό ρεαλισμό, αυτός καθιερώθηκε με ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών: το Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που το έγραψε στην Πόλη του Μεξικού, όταν προσποριζόταν εκεί τα προς το ζην από τη δημοσιογραφία στη δεκαετία του 1960. Το Μεξικό τότε ήταν (και παραμένει) το κέντρο της εκδοτικής ζωής και της δημοσιογραφίας για όλη την ισπανόφωνη Αμερική. Τη δημοσιογραφία, άλλωστε, άσκησε και ο Ρέγιες, στα χρόνια που έζησε στην Ισπανία, συνδυάζοντάς τη με τη λογοτεχνία, όπως συνέβαινε και στην Κεντρική Ευρώπη την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η μεταφυτευμένη κουλτούρα των ισπανών αποικιοκρατών σε συνδυασμό με τις τοπικές παραδόσεις δημιουργούσε ένα εντυπωσιακό υβρίδιο, μια νέα μορφή κοσμοπολιτισμού που συνυπήρχε αρμονικά με τα ζωντανά στοιχεία της εντοπιότητας. Και ενώ το Μακόντο (η θρυλική φανταστική πόλη στα Εκατό χρόνια μοναξιά) βρίσκεται στην Κολομβία, θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται και στο Μεξικό.
Ο Γκαρσία Μάρκες έφτασε με την οικογένειά του στην Πόλη του Μεξικού από τη Νέα Υόρκη στις 2 Ιουλίου 1961 σχεδόν αναγκαστικά, αφού δεν κατάφερε να πάρει βίζα για τον Καναδά όπου ήθελε να μεταβεί. Εκεί θα έμενε ως το τέλος της ζωής του. Είχε μακρά δημοσιογραφική πείρα, που την αξιοποίησε και εδώ. Παράλληλα όμως τον ενδιέφερε και ο κινηματογράφος – και το Μεξικό ήταν η Μέκκα του σε ό,τι αφορούσε την Κεντρική και τη Λατινική Αμερική. Εδώ γυρίστηκαν πολλές από τις σπουδαιότερες ταινίες του Μεταπολέμου. Και δεν είναι περιττό να θυμίσω δύο αριστουργηματικές του Λουίς Μπουνιουέλ: τους Los Olvidados του 1950 (που παίχτηκε στη χώρα μας με τον απερίγραπτο τίτλο Ξεχασμένοι από την κοινωνία) και τη Βιριδιάνα (η οποία γυρίστηκε τη χρονιά που έφτανε ο Γκαρσία Μάρκες στο Μεξικό).
Ο Μάρκες επιδόθηκε στη συγγραφή σεναρίων. Το πρώτο ήταν διασκευή ενός διηγήματος του Χουάν Ρούλφο, που την έγραψε μαζί με έναν άλλον σπουδαίο συγγραφέα και φίλο του, τον Κάρλος Φουέντες, και το δεύτερο το σενάριο για ένα από τα σημαντικότερα έργα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας του Νέου Κόσμου, τη συγκλονιστική νουβέλα Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο. Ο Μάρκες έλεγε πόσο τον επηρέασε αυτή η νουβέλα. Και όσοι ψάχνουν για επιδράσεις τον συγκρίνουν με τον Φόκνερ και τον Χέμινγκγουεϊ. (Γι’ αυτό το τελευταίο, κουβέντα να γίνεται.)
Ο Μάρκες άρχισε να γράφει τα Εκατό χρόνια μοναξιά το 1965. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν πρωτοφανές. Σε έναν μόνο τόμο διέτρεξε επτά γενεές της οικογένειας Μπουενδία γράφοντας ένα μυθιστόρημα που δεν είναι σάγκα. Δεν είχε ξανασυμβεί – και ούτε πρόκειται, νομίζω. Οπως και δεν πρόκειται να συμβεί και με το Πέδρο Πάραμο – κι ας ανακαλύπτουν οι σχολαστικοί ομοιότητες με τον Θάνατο του Αρτέμιο Κρους του Κάρλος Φουέντες. Αλλά εκείνο που μπορεί κανείς να πει είναι πως στα δύο τελευταία έχουμε το σύγχρονο πορτρέτο μιας χώρας που υπάρχει, ζει και τρέφεται από τις αντιφάσεις της, το σκοτεινό της μετείκασμα, το βίαιο παρελθόν της, την αδυσώπητη μοίρα της και την αυτοκτονική της πίστη στη δύναμη της εξουσίας που γεννάει αδίστακτους αρχηγούς και δικτάτορες.
Το λατινοαμερικανικό «el boom»
Στον δυτικό κόσμο συνηθίζουμε να προσλαμβάνουμε την ιστορία και τον πολιτισμό της Λατινικής Αμερικής ως μια ενότητα με λίγο πολύ κοινά χαρακτηριστικά εξαιτίας της γλώσσας, αφού με εξαίρεση την Πορτογαλία σε όλες τις υπόλοιπες χώρες η γλώσσα που μιλιέται, κυρίως όμως που γράφεται, είναι τα ισπανικά. Ενας πρόσθετος λόγος είναι πως η ιδέα αυτή καλλιεργήθηκε στον αγγλόφωνο κόσμο.
Ωστόσο, όσες είναι οι ομοιότητες άλλες τόσες είναι και οι διαφορές. Μπορεί στην εκρηκτική δεκαετία του 1960 να παρουσιάστηκε στην πεζογραφία το φαινόμενο που απεκλήθη «el boom», αλλά οι ομοιότητες των τεσσάρων κύριων εκπροσώπων του (οι οποίοι ήταν φίλοι μεταξύ τους) με καθαρά λογοτεχνικά κριτήρια είναι λιγότερες από τις διαφορές τους. Ο ρεαλισμός του Κολομβιανού Μάριο Βάργκας Λιόσα δεν έχει σχέση με τον μαγικό ρεαλισμό του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ούτε και η περίτεχνη ανάπτυξη της αφήγησης στο έργο του Χούλιο Κορτάσαρ με τις αντίστοιχες των παραπάνω δύο. Και ο Μεξικανός Κάρλος Φουέντες είναι από μόνος του μια ολόκληρη κατηγορία, όπως άλλωστε και οι προηγούμενοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο ισπανόφωνος κόσμος της Κεντρικής και της Λατινικής Αμερικής δεν είναι μια πολυπρισματική επικράτεια. Και η μεγαλύτερη από τις χώρες που την αποτελούν είναι το Μεξικό, που η πολυμορφία του είναι ασύγκριτα εντυπωσιακότερη από την αντίστοιχη των υπόλοιπων. Αλλά τι σημαίνει να είναι κανείς Μεξικανός; Και άραγε να είναι ή να γίνεται; Οι πολιτικές περιπέτειες της ηπείρου σφράγισαν το έργο των επιφανών συγγραφέων της. Και το καλύτερο παράδειγμα είναι ο Κάρλος Φουέντες.
Κάρλος Φουέντες
Ο Φουέντες, καταγόμενος από οικογένεια μεξικανών διπλωματών, έζησε από παιδί, λόγω της δουλειάς του πατέρα του, σε πολλές χώρες και στο Μεξικό πήγε για πρώτη φορά όταν ήταν 16 ετών, ενώ προηγουμένως είχε λάβει αγγλοσαξονική παιδεία. Αρχισε, καθ’ ομολογίαν του ίδιου, να αισθάνεται Μεξικανός το 1938, όταν η μεξικανική κυβέρνηση εθνικοποίησε την παραγωγή του πετρελαίου στη χώρα (που ως τότε το εκμεταλλεύονταν αμερικανικές εταιρείες) προκαλώντας την μήνιν των ΗΠΑ. Ο Φουέντες δεν υπήρξε αντιαμερικανός με την έννοια που γνωρίζουμε, αφού στις ΗΠΑ το έργο του γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα και επιτυχία και ο ίδιος πολλές τιμές. Ελεγε όμως πως οι ΗΠΑ είναι πολύ καλές όταν αναφέρονται στον εαυτό τους και πολύ κακές όταν αναφέρονται στους άλλους.
Για χρόνια πολλοί το θεωρούσαν σχεδόν αυτονόητο πως μετά το Νομπέλ που δόθηκε στον Οκτάβιο Πας το επόμενο που θα πήγαινε σε μεξικανό συγγραφέα θα ήταν για τον Φουέντες, αλλά αυτό δεν συνέβη, παρά την ποιότητα και τον όγκο του έργου του, που ξεπερνά τους 65 τόμους. Και σε προσωπικό επίπεδο γνώρισε δύο μεγάλα δράματα. Τα δύο από τα τρία παιδιά του πέθαναν ενόσω εκείνος ζούσε. Ο γιος του από αιμοφιλία και η κόρη του από τα ναρκωτικά. Υπήρξε για χρόνια στενός φίλος με έναν κορυφαίο ποιητή και δοκιμιογράφο της χώρας, τον Οκτάβιο Πας, μέχρι το 1988 που επήλθε ρήξη μεταξύ τους, η οποία δεν αποκαταστάθηκε ως τον θάνατο του Πας.
Οκτάβιο Πας
Αν θεωρήσουμε πως η μεξικανική αναγέννηση στον γραπτό λόγο αρχίζει στα τέλη του 19ου αιώνα με τον Αλφόνσο Ρέγιες και συνεχίζεται ως τις μέρες μας, η μεγάλη μορφή που ξεχωρίζει είναι του Οκτάβιο Πας, ενός συγγραφέα «αναγεννησιακού», όπως δικαίως τον έχουν χαρακτηρίσει. Από τον τεράστιο όγκο των ποιημάτων του ξεχωρίζει η εκτενής Ηλιόπετρα (ή Πέτρα του ήλιου) που έχει μεταφραστεί πέντε φορές στα ελληνικά, αλλά, όπως και άλλα σπουδαία ποιητικά έργα, έχει επισκιαστεί από τους αγγλοαμερικανικούς «δεινόσαυρους» Πάουντ και Ελιοτ. Είναι κατά πάσα πιθανότητα το σπουδαιότερο ερωτικό ποίημα του 20ού αιώνα, ανώτερο κατά τη γνώμη μου ακόμη και από τα ωραία ερωτικά ποιήματα του Νερούδα. Αλλά και τα άλλα του ποιήματα, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου για τον πρόωρα χαμένο έλληνα κοινωνιολόγο Κώστα Παπαϊωάννου, που τον γνώρισε στο Παρίσι και υπήρξαν στενοί φίλοι, συνθέτουν το τεράστιο έργο ενός ποιητή που σημάδεψε τον 20ό αιώνα.
Ο Πας όμως έδωσε μεγάλο έργο και στο δοκίμιο επεκτείνοντας το αντίστοιχο έργο που άφησε ο Αλφόνσο Ρέγιες. Αυτός ο βαθύτατα Mεξικανός ήταν ταυτοχρόνως και ένας Eυρωπαίος ή, πιο σωστά, ένα οικουμενικός δημιουργός ριζωμένος από τη μια στην κουλτούρα της χώρας του και από την άλλη στη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση. Αγέραστο παραμένει το εκπληκτικό του δοκίμιο σε μέγεθος βιβλίου Ο λαβύρινθος της μοναξιάς του 1950. Οποιος θέλει να καταλάβει τι σημαίνει μεξικανική ταυτότητα από εδώ θα πρέπει να ξεκινήσει. Ο Πας παρουσιάζει τον Mεξικανό της εποχής του σαν έναν μηδενιστή που κρύβει την ταυτότητά του πίσω από μάσκες και «σιωπά» ανάμεσα στο προκολομβιανό παρελθόν του και στην ισπανική κουλτούρα που επέβαλαν στη χώρα οι κονκισταδόρες επί τρεις αιώνες. Αλλά δεν έμεινε σε αυτό. Εφαρμόζοντας, θα λέγαμε, το δόγμα πως πρέπει κανείς να σκέπτεται παγκόσμια αλλά να δρα επιτοπίως, κατάφερε να ενσωματώσει στη μεξικανική κουλτούρα ό,τι σημαντικότερο είχε να επιδείξει η ευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής του.
Πέρασε από το Παρίσι, γνώρισε τον υπερρεαλισμό και συνδέθηκε με τους κύριους εκπροσώπους του. Εισήγαγε την υπερρεαλιστική εικονοποιία στην ποίησή του και της έδωσε λατινοαμερικανικά χαρακτηριστικά. Oπως οι υπερρεαλιστές, υπήρξε ένθερμος θιασώτης της ζωγραφικής και της μοντέρνας τέχνης. Αφιέρωσε ποιήματά του στον Μιρό, στον Μαρσέλ Ντισάν, στον Ρομπέρτο Μάτα, στον Ράουσενμπεργκ, στον Μπαλτίς και άλλους. Εγραψε θαυμάσια κείμενα για τον Λεβί-Στρος και τον Μαρσέλ Ντισάν. Δεν θαύμαζε τους τρεις διασημότερους μουραλίστας, τον Ντιέγκο Ριβέρα, τον Νταβίντ Αλφάρο Σικέιρος και τον Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο, αλλά έναν άλλο σπουδαίο ζωγράφο: τον Ρουφίνο Ταμάγιο από την Οαχάκα.
Εγραψε ανεπανάληπτα άρθρα και δοκίμια για τους Αζτέκους, την πολιτική κατάσταση στο Μεξικό και στη Λατινική Αμερική, για την Ινδία, τον βουδισμό και το ιαπωνικό θέατρο Νο. Υποστήριξε τους δημοκρατικούς στον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας, αλλά έπαθε σοκ όταν οι σταλινικοί εκτέλεσαν εκεί έναν από τους καλύτερους φίλους του. Και αυτό ήταν η αιτία να κόψει κάθε προηγούμενο δεσμό με τους κομμουνιστές, παραμένοντας ένας ελεύθερος σοσιαλδημοκράτης και αγνοώντας τις επιθέσεις εναντίον του από την επίσημη Αριστερά στο Μεξικό.
Στα εκπληκτικά του δοκίμια, που περιλαμβάνονται στον τόμο Το δοξάρι και η λύρα, εξηγεί το ποιητικό φαινόμενο από την εποχή του Ομήρου, των ελλήνων τραγικών και του Βιργιλίου ως τον Μπλέικ, τον Γουίτμαν, τον Λόπε ντε Βέγα, τον Ρουμπέν Δαρίο, τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και τον Νερούδα, εξετάζοντας την ποίηση με μπρίο και αναμφισβήτητη αυθεντία όχι ως λογοτεχνικό είδος αλλά ως παγκόσμιο φαινόμενο, που μπορεί να αλλάξει τη ζωή του ανθρώπου. Εχουν περάσει σχεδόν εξήντα χρόνια από την ολοκληρωμένη δεύτερη έκδοση του βιβλίου και ελπίζω να βρεθεί εκδότης που να το εκδώσει και στα ελληνικά. Ο Πας για το Μεξικό είναι ό,τι και ο Μπόρχες για την Αργεντινή – και για εμάς. Θα έλεγα, και κάτι παραπάνω.
Στο επόμενο: Βιέννη, η ακυρωμένη αναγέννηση.