Ξεκίνησα την καριέρα μου στα γράμματα πολύ νέα, γράφοντας ποιήματα. Πολύ καλά για την ηλικία μου, καμαρώνω και σήμερα γι’ αυτή την πρώτη συλλογή που εξέδωσα στα δεκάξι μου. Διαβάζοντας όμως πολύ την ίδια εποχή, αποφάσισα γρήγορα να εγκαταλείψω τον δρόμο της ποίησης και την ιδέα της συγγραφής γιατί θεώρησα ότι δεν θα πρόσθετα τίποτα στη λογοτεχνία γράφοντας κι εγώ δίπλα στους μεγάλους που θαύμαζα τότε: τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Μπωντλαίρ, τον Ρεμπώ, τον Παβέζε. Οσοι λοιπόν απορούν πώς μεταφράζω ποίηση ενώ δεν γράφω η ίδια θα βρουν ίσως εδώ την απάντηση.
Οι φιλολογικές σπουδές και το διδακτορικό που ακολούθησε έβαλαν την οριστική ταφόπλακα στις συγγραφικές μου φιλοδοξίες. Κι εκεί με βρήκε η μετάφραση, για να παραφράσω τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Τίτου Πατρίκιου. Η μετάφραση είναι γραφή εκ του ασφαλούς, το έχω ξαναπεί, δεν χρεώνεσαι ούτε το περιεχόμενο, ούτε το ύφος, μόνο τη μεταφορά στην άλλη γλώσσα. Στο Παρίσι, στη διάρκεια των σπουδών μου, συνάντησα τον Πεσσόα. Τον διάβασα στα γαλλικά, έμαθα πορτογαλικά, έζησα κατά διαστήματα στη Λισαβόνα – τη γνωρίζω σαν το σπίτι μου – για να τον μεταφράσω. Χωρίς να το καταλάβω, μια μέρα ένιωσα έτοιμη κι άρχισα να μεταφράζω τη Θαλασσινή Ωδή, αυτό το υπέροχο ποίημα του Αλβαρο ντε Κάμπος, ενός εκ των βασικών ετερωνύμων του. Μετά ήρθαν άλλα ποιήματα, αλλά πεζά, Ο Αναρχικός Τραπεζίτης, ώσπου τόλμησα να καταπιαστώ με το Βιβλίο της Ανησυχίας. Η μετάφρασή του κράτησε χρόνια. Είναι ένα δύσκολο βιβλίο, δύσκολο για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, για τα νοήματα, για τη ζοφερή οξυδέρκειά του που κάποιες φορές ωστόσο γίνεται φωτεινή, σχεδόν λαμπερή σαν καλοκαιρινό πρωινό στη Λισαβόνα, που σε δροσίζει το αεράκι που έρχεται απ’ τον Τάγο. Τέλειωσα πριν από λίγες μέρες την αναθεώρηση εκείνης της πρώτης μετάφρασης του Εξάντα που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τον Gutenberg. Εζησα και ζω με το έργο του Πεσσόα και το Βιβλίο της ανησυχίας του Μπερνάρντο Σοάρες – ημιετερώνυμου κατά τον Πεσσόα – πάνω από είκοσι χρόνια τώρα, είναι ο καθημερινός συνομιλητής μου.
Η λέξη desassossego στα πορτογαλικά είναι κοινή, καθημερινή, δεν σημαίνει τίποτε άλλο πέρα από την έλλειψη ή την απουσία ησυχίας, ωστόσο στα χείλη του Μπερνάρντο Σοάρες αποκτά μια μοναδική ένταση και βαρύτητα. Ενόχληση, δυσφορία, δυσθυμία, ταραχή, αγωνία, θλίψη, πλήξη, αυτή η σωματική, ψυχική, μεταφυσική ανησυχία συνοδεύει τον Μπερνάρντο Σοάρες στην περιπλάνησή του στους δρόμους της πόλης, στην ενατένισή του του τοπίου, στη διαρκή αϋπνία του, στην ασταμάτητη ονειροπόλησή του. Πρόκειται για ημερολόγιο, συλλογή εντυπώσεων, αποτύπωση των αισθήσεων που καταγράφονται από ένα ανήσυχο μυαλό και μια ανορθόδοξη πένα.
Πώς μεταφράζω; Αργά, πολύ αργά, μπορεί να ξαναδουλέψω το ίδιο κείμενο και δέκα φορές αν χρειαστεί. Και σχεδόν πάντα χρειάζεται. Δεν υπάρχει για μένα εύκολο κείμενο, εύκολη μετάφραση. Εχω αποδεχτεί το «esprit de l’escalier» που με χαρακτηρίζει. Αφού το είχαν ο Ρουσώ, ο Ντιντερό και ο Βερλαίν, αισθάνομαι μάλλον περήφανη που έχω κι εγώ αυτό το σύνδρομο της καθυστερημένης ανταπόκρισης στο ερέθισμα. Στη μετάφραση άλλωστε τη σκάλα ευτυχώς την ανεβοκατεβαίνει κανείς πολλές φορές.
Εμαθα να μεταφράζω μόνη μου, ωστόσο πιστεύω στη μαθητεία. Διδάσκω τους μαθητές μου όπως ένας τεχνίτης διδάσκει την τέχνη του. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα βιοποριστούν αξιοπρεπώς. Κάποιοι, και το ελπίζω, θα ξεπεράσουν τον δάσκαλό τους.
Η κυρία Μαρία Παπαδήμα είναι μεταφράστρια, καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.