Εκλεισε ήδη ένας αιώνας από τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης. Γίνεται συχνά συζήτηση ή επίκλησή της στην πολιτική ειδησεογραφία, ιδίως σε εποχές όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και έντονης προβολής των τουρκικών αναθεωρητικών αντιλήψεων. Στον ελληνικό δημόσιο διάλογο η Λωζάννη είναι ένα αγαθό, συνώνυμο της ειρήνης και της σταθερότητας, που πρέπει να προστατευτεί. Oμως, περί τίνος ακριβώς πρόκειται;
Στο ερώτημα αυτό επιχειρεί να απαντήσει ένας συλλογικός τόμος με τίτλο 100 χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάννης που εκδίδεται από Το Βήμα, την ερχόμενη Κυριακή, υπό την εποπτεία του Ακαδημαϊκού Πασχάλη Κιτρομηλίδη και του ομότιμου διευθυντή Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Βασίλη Παναγιωτόπουλου. Oπως επισημαίνουν στον πρόλογό τους, στις συνθήκες του τέλους της Μεγάλης Ιδέας που σηματοδοτήθηκε από τη Μικρασιατική Kαταστροφή και τον ξεριζωμό 1.300.000 Ελλήνων, η Λωζάννη ήταν ο πικρός καρπός της ήττας στο πεδίο της μάχης.
Oμως, το χάρισμα του Βενιζέλου, ο οποίος διαπραγματεύθηκε το 1920 τη Μεγάλη Ελλάδα των Σεβρών και το 1923 την ηττημένη Ελλάδα της Λωζάννης, αλλά και η βαθμιαία συνειδητοποίηση ότι η ειρήνη ήταν προϋπόθεση της ανασυγκρότησης, οδήγησαν στην αποδοχή της Συνθήκης της Λωζάννης ως ενός από τα θεμέλια της σύγχρονης Ελλάδας.
Το ιστορικό υπόβαθρο
Στα 14 κείμενα του τόμου επιχειρείται η ανατομία των συνθηκών που οδήγησαν στη Συνθήκη αλλά και η αξιολόγηση της σημασίας της στον αιώνα που ακολούθησε. Το πρώτο μέρος αφορά γενικές προσεγγίσεις ή το ιστορικό υπόβαθρό της. Στο άρθρο του Σωτήρη Ριζά διαγράφεται το μεταβαλλόμενο ιστορικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τις αρχές του 20ού αιώνα, εποχή του ανταγωνισμού μεταξύ μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας και των εθνών-κρατών, στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν η ένταξη στο δυτικό σύστημα ασφαλείας δημιούργησε ένα πλαίσιο διαχείρισης των αποκλινόντων εθνικών συμφερόντων και στη μεταψυχροπολεμική εποχή, η οποία δοκιμάζει την αντοχή μακροχρόνιων διεθνών διευθετήσεων.
Στη συνέχεια, ο πρέσβης ε.τ. Γεώργιος Σαββαΐδης εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η Λωζάννη απετέλεσε όχι απλώς την αφετηρία ή τη βάση αλλά έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η πρέσβειρα ε.τ. Αικατερίνη Μπούρα αναφέρεται στους τρόπους ένταξης των Ελλήνων στους θεσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την ενεργό εμπλοκή τους στην οθωμανική διοίκηση και, κυρίως, κατά την τελευταία περίοδο της Αυτοκρατορίας ως κοινοβουλευτικών παραγόντων όταν εισήχθησαν συνταγματικοί θεσμοί και υπήρξε, προς στιγμήν μόνο, η μάταιη ελπίδα ότι οι εθνότητες μπορούσαν να συνυπάρξουν στο πλαίσιο ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος.
Ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης ανατέμνει την προσπάθεια της Ελλάδας να πραγματοποιήσει το όραμα της Ιωνίας κατά την τριετία 1919-1922, εγχείρημα το οποίο προσέκρουσε κατά κύριο λόγο σε μια μεταβαλλόμενη διεθνή πραγματικότητα. Επισημαίνει επίσης τη δυσμενή επίδραση της κυβερνητική αλλαγής στο εσωτερικό το 1920, η οποία στέρησε την Ελλάδα από το πολιτικό αισθητήριο και το διπλωματικό κεφάλαιο του Βενιζέλου με συνέπεια την απομόνωσή της από τους Συμμάχους προς όφελος των τούρκων εθνικιστών.
Το δεύτερο μέρος του τόμου ασχολείται με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις της Συνθήκης. Ο καθηγητής Ι. Μ. Κονιδάρης ασχολείται με τη μετατροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου από εκπρόσωπο, θρησκευτικό και πολιτικό, των Ορθοδόξων Ελλήνων της Τουρκίας, σε έναν αποκλειστικά θρησκευτικό θεσμό ο οποίος διέπεται εξαντλητικά σχεδόν από την τουρκική έννομη τάξη.
Παράλληλα, το Φανάρι αποκόπηκε διοικητικά από την επικράτεια της ελληνικής πολιτείας καθώς παραχώρησε, έστω «επιτροπικώς», τη διοίκηση των μητροπόλεων των Νέων Χωρών στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας. Ο Δημήτρης Καμούζης ασχολείται με την ιδέα της ανταλλαγής των πληθυσμών, η οποία θεωρήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής ότι ήταν το «λογικό επακόλουθο» των εξελίξεων στο πεδίο της μάχης, αλλά και μια «αναγκαία διευθέτηση» προκειμένου να εκλείψουν πιθανές εστίες αναταραχής καθώς ολοκληρωνόταν η μετάβαση από τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες στα έθνη-κράτη.
Ο Νίκος Ανδριώτης ασχολείται με τη μακρά και επίπονη διαδικασία αποκατάστασης των προσφύγων που κατέφυγαν στο ελληνικό κράτος κατά τη δεκαετία του 1920. Ο καθηγητής Πέτρος Λιάκουρας πραγματοποιεί μια λεπτομερή νομική προσπέλαση των ζητημάτων οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών και παρουσιάζει αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου που ενδιαφέρουν στο πλαίσιο μιας πιθανής προσφυγής στη Χάγη για την επίλυση των σχετικών ζητημάτων. Τέλος, ο αναπληρωτής καθηγητής Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης ασχολείται ειδικά με το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης και αναδεικνύει τη νομικά έωλη σύνδεση αμυντικών μέτρων που έλαβαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας που επιχειρεί η Αγκυρα.
Οι διεθνείς διαστάσεις
Το τρίτο μέρος του τόμου ασχολείται με τη σχέση της Τουρκίας με τη Συνθήκη της Λωζάννης και το διεθνές καθεστώς που απορρέει από αυτή. Ο πρέσβης ε.τ. Αλέξης Αλεξανδρής προσεγγίζει λεπτομερώς την τουρκική διπλωματική προσπάθεια στο πλαίσιο της συνδιάσκεψης της Λωζάννης και αναδεικνύει τη διασύνδεσή της με τη υπερέχουσα στρατηγική της δημιουργίας ενός τουρκικού εθνικού κράτους στη θέση της καταλυθείσας πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Ιωάννης Γρηγοριάδης εξετάζει τις πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές στην Τουρκική Δημοκρατία και πώς αυτές, ιδίως η αμφισβήτηση από το πολιτικό Ισλάμ των κοσμικών βάσεων του τουρκικού κράτους, επηρέασαν την εξωτερική πολιτική της Αγκυρας προς μια αναθεωρητική πολιτική. Αυτό αφορά ιδίως την αμφισβήτηση του καθεστώτος της Λωζάννης, το οποίο συμβολικά και πρακτικά ταυτίστηκε με μια υποτιθέμενη ιστορική αποτυχία του κεμαλισμού να προστατεύσει την οθωμανική κληρονομιά.
Το τελευταίο μέρος του τόμου αφορά διεθνείς και πολυμερείς διαστάσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ιδίως την αμερικανική και την ευρωπαϊκή εμπλοκή. Ο Γιώργος Καλπαδάκης αναδεικνύει την πρώιμη σύνδεση των ΗΠΑ με την ευρύτερη περιοχή της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αλληλεπίδραση των φιλελεύθερων ιδεών με τα οικονομικά συμφέροντα κατά τη διαμόρφωση της αμερικανικής πολιτικής στη δεκαετία του 1920.
Η Κωνσταντίνα Μπότσιου ασχολείται με την επιρροή των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων από το 1947 και εξής και επισημαίνει το γεγονός ότι οι δύο χώρες αντιμετωπίστηκαν για δεκαετίες ως μια στρατηγική ενότητα χρήσιμη για την ατλαντική στρατηγική στην περιοχή.
Τέλος, ο Σωτήρης Ντάλης ανατέμνει τις ευρωτουρκικές σχέσεις, τη μακρά πορεία σύνδεσης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και τη διάψευση των προσδοκιών για μια στενή σχέση Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ενωσης με απώτερο στόχο την ένταξη. Η προοπτική αυτή συνυφάνθηκε με την πιθανότητα επίλυσης των διαφορών Ελλάδας και Τουρκίας σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Γενικά, ο στόχος του τόμου, εκτός από μια αποτύπωση της στιγμής, είναι κυρίως να δώσει στο γενικό αναγνωστικό κοινό μια συνολική εικόνα για τη Συνθήκη της Λωζάννης, για το ιστορικό της υπόβαθρο και το καθεστώς που αυτή διαμόρφωσε, να φωτίσει τις όποιες αλλαγές, αλλά και να ερμηνεύσει γιατί συνιστά μια σταθερή διευθέτηση στα 100 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε.
Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής Ερευνών του Κέντρου Ερευνας Ιστορίας Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.