Ο άνθρωπος δεν θέλει πολύ «για να σαλτάρει». Και συχνότατα, αυτό προκύπτει σε ανύποπτες, παράξενες στιγμές. Πλην όμως, ελάτε, ας πάμε μέχρι τα Σεπόλια, ας πλησιάσουμε τη μονοκατοικία μιας τυπικής μικροαστικής οικογένειας στη σημερινή πρωτεύουσα, κι ας δούμε από κοντά πώς, για μια ακόμη φορά, ο Κωνσταντίνος Καβουράκης ή Κάβουρας, ένας εξηντάρης εμποροϋπάλληλος, «τραβοσέρνει απ’ το μαλλί» την Ελένη, τη γυναίκα του.
Το συγκεκριμένο βραδάκι, ωστόσο, είναι διαφορετικό, σημαδιακό. Διότι με το που μπαίνει στο σπίτι ο Βαγγέλης, ο πρωτότοκος του ζεύγους, και αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει, προσπαθώντας να προστατέψει τη μητέρα του, ασυγκράτητος πλέον, μανιασμένος, δεν σηκώνει απλώς χέρι στον γεννήτορά του, μα τον πλακώνει στις μπουνιές και τον ρίχνει στο πάτωμα αιμόφυρτο. Ετούτος ο άγριος καβγάς, όπως τον περιγράφει η Μάρω Δούκα στο νέο της μυθιστόρημα Φελιτσιτά (ο τίτλος σχετίζεται με μια μαυρόασπρη, τρυφερή γατούλα) ξεσηκώνει μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις, εξωτερικές και εσωτερικές, πρακτικές και υπαρξιακές, που περιστρέφονται γύρω από την απροσδόκητη φυγή του πατέρα αμέσως μετά το ποικιλοτρόπως ανατρεπτικό συμβάν, το οποίο, ασφαλώς, επηρεάζει όλα τα μέλη της οικογένειας ανεξαιρέτως, ανασύροντας στην επιφάνεια καταχωνιασμένα απωθημένα και ανομολόγητες αλήθειες.
Σταδιακά και παράλληλα, εμφανίζεται μια ευκρινής αντανάκλαση της ελληνικής κοινωνίας μπροστά στα μάτια μας. Λοιπόν, ο Κωνσταντίνος Καβουράκης ή Κάβουρας ανοίγει την πόρτα, βγαίνει έξω, φτάνει στην οδό Αιόλου, στο κέντρο της Αθήνας, πιάνει εκεί ένα πεζούλι και, κοντολογίς, γίνεται «άστεγος και ζητιάνος», ένας «άνθρωπος του δρόμου από επιλογή», ένας άνθρωπος «δίχως ταυτότητα πια», κατά το γνωστό τραγούδι. Το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε. Το «Βήμα» είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει ξανά με τη συγγραφέα, από τις κορυφαίες πεζογράφους μας, και δεν την άφησε ανεκμετάλλευτη.
Επικεντρώνω, λοιπόν, μι-νιμαλιστικά στο παρόν, με όσο παρελθόν θα μπορούσε να απαιτήσει ή και να αντέξει το θέμα που ενώ νομίζω ότι εγώ έχω επιλέξει, έρχεται όμως η στιγμή που καταλαβαίνω, όπως μου συμβαίνει σχεδόν πά- ντα, ότι αυτό με επέλεξε…
Κυρία Δούκα, μεταξύ 2019 και 2023 έχετε εκδώσει τρία μυθιστορήματα. Αν μου επιτρέπετε, πώς εξηγείται το γεγονός ότι «γκαζώνετε» εσχάτως, λογοτεχνικά μιλώντας;
«Περνούν τα χρόνια, όλα αλλάζουν κι εγώ, το θέλω ή όχι, γερνώ, ή έστω, για να μη με θεωρήσετε απαισιόδοξη, ωριμάζω… Δεν έχω διάθεση πια να καταπιαστώ με μεγάλες συνθέσεις, όπως στην τριλογία μου (σ.σ. Αθώοι και φταίχτες, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, Ελα να πούμε ψέματα), ο ιστορικός καμβάς πάνω στον οποίο κεντούσα εκείνα τα μυθιστορήματα, απ’ τη στιγμή που δεν έχω το κουράγιο να χωθώ επίμονα στην ιστορία και στις σκοτεινιές της, δεν μπορεί να με υποστηρίξει. Επικεντρώνω, λοιπόν, μινιμαλιστικά στο παρόν, με όσο παρελθόν θα μπορούσε να απαιτήσει ή και να αντέξει το θέμα που ενώ νομίζω ότι εγώ έχω επιλέξει, έρχεται όμως η στιγμή που καταλαβαίνω, όπως μου συμβαίνει σχεδόν πάντα, ότι αυτό με επέλεξε. Τα τρία τελευταία βιβλία μου απαίτησαν λιγότερο χρόνο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαίτησαν λιγότερο μόχθο και κόπο, λιγότερη προσοχή. Θα πρέπει, επίσης, να ομολογήσω ότι από τα πρώτα μου βιβλία και έως σήμερα, πάντα πιστεύω ότι αυτό που γράφω κάθε φορά είναι και το τελευταίο. Επειτα όμως από την απαραίτητη δημιουργική τεμπελιά νιώθω πάλι την ανάγκη να ξαναρχίσω. Ο χρόνος λιγοστεύει πάντως, δεν έχω πια υπομονή, όπως παλιά, να τελειώνω ένα βιβλίο και να το αφήνω να «σιτεύει», σχεδόν να το ξεχνώ, έχοντας καταπιαστεί με το επόμενο. Θέλω να πω δεν βιάζομαι, αλλά δεν έχω πια και τον απεριόριστο χρόνο. Είμαι κοντά στο σημείο που θα πω: ως εδώ ήταν η διαδρομή μου και έκανα το καλύτερο που μπορούσα».
Αυτά τα τρία βιβλία, τα πιο πρόσφατα, τα έχετε μέσα στο μυαλό σας με έναν ενιαίο τρόπο; Σαν την «ύστερη» φάση του έργου σας, ας πούμε;
«Ναι, θα τα ήθελα ως μιαν άτυπη τριλογία, το καθένα όμως έχει τις δικές του ανάγκες, τη δική του φόρμα, την ξεχωριστή του περιπέτεια. Μοιάζουν όλα με υπαρξιακό μουρμουρητό, και ταυτοχρόνως το βλέμμα των αφηγητών στρέφεται και προς τα έξω, προς τον δρόμο κυρίως, και η κυρία Αφεντούλα στην Πύλη εισόδου και η νεαρή Κάκια στο Να είχα, λέει, μια τρομπέτα και ο Κωνσταντίνος με την οικογένειά του στο Φελιτσιτά περπατούν, περιφέρονται, θυμούνται, μονολογούν, σκέφτονται από το σήμερα στο χθες και αντίστροφα. Και στα τρία βιβλία πρωταγωνιστεί ή συμπρωταγωνιστεί η Αθήνα και η ανθρωπογεωγραφία της».
Oσο καταγινόμουν μ’ αυτόν τον χαρακτήρα, όσο μου αποκάλυπτε τη σκοτεινιά του, διαπίστωνα ότι υπάρχουν δεκάδες αφανείς λόγοι που μπορούν να μας εκτροχιάσουν, κι ας φαίνεται η ζωή μας αλφαδιασμένη
Ο κεντρικός σας ήρωας, τον πατριάρχη εννοώ, φεύγει από το σπίτι και ζει για κάμποσους μήνες στον δρόμο. Μήπως αναζητούσε απλώς την αφορμή; Μήπως, επί της ουσίας, φεύγει οικειοθελώς από το σπίτι;
«Δεν είναι σίγουρο ότι φεύγει οικειοθελώς από το σπίτι του ο Καβουράκης, φεύγει γιατί το μόνο που ήθελε στη ζωή του ήταν να τον υπολογίζουν, να τον θεωρούν σπουδαίο και άξιο, η αποτυχία του να γίνει αστυνομικός, να τον δεχτούν στο «σώμα» θα τον ακολουθεί για πάντα σαν ήττα. Είναι και η ωραία αυτοδύναμη γυναίκα του, ο μεγάλος του έρωτας, που διαρκώς του πυροδοτεί τη ζήλεια, μια ζήλεια που τον ροκανίζει. Τα παιδιά του τον αγαπούν και ίσως να τον λυπούνται, αλλά δεν του δίνουν καμιά σημασία, οι συνάδελφοί του δεν του φέρονται φιλικά. Oσο καταγινόμουν μ’ αυτόν τον χαρακτήρα, όσο μου αποκάλυπτε τη σκοτεινιά του, διαπίστωνα ότι υπάρχουν δεκάδες αφανείς λόγοι που μπορούν να μας εκτροχιάσουν, κι ας φαίνεται η ζωή μας αλφαδιασμένη. Κι αυτοί οι δεκάδες λόγοι έχουν να κάνουν και με τη ζωή που ζούμε, τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που μας δίνονται, τις αντοχές που έχουμε, το εσωτερικό, το αμίλητο πηγαινέλα μας. Να πω εδώ και κάτι ακόμη, τον ήρωά μου, τον Κωνσταντίνο Καβουράκη ή Κάβουρα, τον έχω δει και ξαναδεί στους δρόμους της Αθήνας, πότε μου δίνει την ιδέα του απολύτως παραιτημένου, πότε του περιφρονητή και πότε του νοσταλγού της κανονικής ζωής μας, υπάρχουν όμως και φορές που τον βλέπω σαν στυλίτη, αρνητή των υλικών αγαθών, που έχει νικήσει τις ανασφάλειές του, έστω κι αν σιγοκλαίει μέσα του».
Νομίζω πως σε μεγάλο βαθμό, σε τούτο το βιβλίο, τον τόνο δίνει κατά τα λοιπά η Βούλα, η μικρότερη κόρη, καθώς συλλογίζεται ότι οικογένεια είναι αυτό που αγαπάς και συγχρόνως δεν αντέχεις κιόλας…
«Η οικογένεια πάντοτε, με όλες τις χάρες και όλες τις εκτροπές της. Με τις ρίζες της και τα ξερόκλαδά της. Εχω να πω ότι όλους τους ήρωες και τις ηρωίδες του βιβλίου, έστω και αν προς στιγμήν αισθάνθηκα ότι τους επινόησα, σελίδα τη σελίδα τούς αισθανόμουν να μου επιβάλλονται, να με ακολουθούν και να τους ακολουθώ, να γράφω αυτά που μου υπαγορεύουν, όσο κι αν ακούγεται παραδοξολογία. Και σ’ αυτό ακριβώς, πιστεύω, κατοικοεδρεύει αυτό που λέμε συμβατικά έμπνευση. Σε ό,τι αφορά τους χαρακτήρες, άντρες και γυναίκες, έχουν προκύψει με τον δικό τους τρόπο, και οι πέντε όμως συγκλίνουν προς τα εκεί που τους ωθεί η εποχή μας. Βλέπουμε πάντως ότι και οι ηττημένοι άντρες και οι χειραφετημένες γυναίκες είναι εξίσου ματαιωμένοι».
Αυτό που έχει ενδιαφέρον στο «Φελιτσιτά» είναι ότι δυσκολευόμαστε να αποφανθούμε, να πάρουμε θέση ενδεχομένως, να σταθούμε δίπλα σε έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα…
«Οι χαρακτήρες σ’ αυτό το βιβλίο δεν ορίζονται μονόπλευρα από το καλό ή το κακό, αλλά και γενικά στη λογοτεχνία, πιστεύω, δεν υπάρχουν μόνο καλοί ή κακοί χαρακτήρες, θετικοί ή αρνητικοί, οι χαρακτήρες για να είναι ζωντανοί, εγώ τουλάχιστον έτσι το αισθάνομαι, πρέπει να είναι πραγματικοί άνθρωποι, να εμπεριέχουν το καλό και το κακό, το θετικό και το αρνητικό, ο καθένας με τη δική του ματιά, τη δική του πλευρά, τα δικά του τραύματα, και προπαντός να «τοποθετούνται» περίβλεπτοι, πάνω και πέρα από το απόλυτο της υποκριτικής ηθικής και της πολιτικής ορθότητας… Οσο για τη φεμινιστική ματιά που έχει γίνει στις μέρες μας πιο μαχητική, δεν ξέρω πόσο αποτελεσματική είναι, πόσο αληθινή, εφόσον το ζητούμενο θα έπρεπε να εμπεριέχει τη συνοδοιπορία και όχι τον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητα γυναικών και ανδρών».
Η λογοτεχνία είναι πολλά πράματα, κυρία Δούκα, μπορεί ωστόσο να μεταμορφωθεί σε έμπρακτη αλληλεγγύη; Και για πόσο;
«Η βαθύτερη αιτία του βιβλίου είναι ακριβώς να αναγνωρίσουμε τουλάχιστον ότι και αυτοί οι άνθρωποι, οι άνθρωποι του λεγόμενου «περιθωρίου», έχουν τη δική τους μνήμη, τις δικές τους αφορμές… Eνας από τους βαθύτερους σκοπούς της λογοτεχνίας είναι να ανακινεί το θυμικό μας και να αναμοχλεύει τη λογική μας, να μας βοηθάει να βλέπουμε αλλιώς τον κόσμο, να κατανοούμε, να συμπάσχουμε, έστω για μια στιγμή μόνο. Αυτές οι στιγμές που αθροίζονται βοηθούν όχι μόνο εμείς να γίνουμε κάπως καλύτεροι αλλά και οι βασανισμένοι να μη λησμονούν την ανθρωπιά τους, να μη σταματούν να σκέφτονται. Για παράδειγμα, πόσες και πόσες φορές στο Φελιτσιτά ο Κωνσταντίνος Καβουράκης αλλά και οι προσωρινοί συνοδοιπόροι του δεν ένιωσαν παρηγορημένοι, σχεδόν ανακουφισμένοι, χαρούμενοι έστω και για λίγο μέσα στη μαύρη ζωή τους, πόσες φορές δεν ένιωσαν την αύρα της απελευθέρωσης;».
Στροβιλισμός στην εποχή
Τα πράγματα πώς τα βλέπετε, στη χώρα και διεθνώς;
«Με έχει απογοητεύσει η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της, με εξοργίζει η κοροϊδία της Νέας Δημοκρατίας, με θλίβουν οι πόλεμοι, πρώτα με τον Πούτιν στην Ουκρανία, τώρα με τον ισραηλινό πρωθυπουργό να μακελεύει τη Γάζα. Αυτό με την Παλαιστίνη με έχει πολύ ταράξει. Με εξοργίζει και η στάση των ίσων αποστάσεων… Πολλά θα μπορούσα να πω, αλλά δεν θέλω. Το θέμα είναι ότι όσο περνούν τα χρόνια, με τη «μεταπολιτική» να θριαμβεύει και τις ιδεολογίες να εξανεμίζονται, ο πλανήτης όλο και πιο πολύ θα κινδυνεύει από τους ίδιους πάντα, τους αχόρταγους ισορροπιστές του τρόμου. Αλλά και πάλι τι να πούμε, όσο ξημερώνει και βραδιάζει το φως θα διακρίνεται, η ελπίδα δεν θα τελειώνει, ο άνθρωπος όσο απελπισμένος, όσο αποβλακωμένος κι αν είναι θα συνεχίζει την πορεία του. Εγώ ανέκαθεν συνέπλεκα τη ματιά και τον βηματισμό μου με την Αριστερά, όπως την εννοώ εγώ, και ταυτόχρονα συνέπλεα με την ανάγκη μου της συγγραφής, προτάσσοντας πάντα την αφοσίωσή μου στη λογοτεχνία που υπηρετώ από το 1974».
Φέτος συμπληρώνεται μισός αιώνας από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973. Πώς σκέφτεστε σήμερα την «Αρχαία σκουριά», εκείνο το εμβληματικό βιβλίο σας;
«Σε εκείνο το βιβλίο, μέσα από τα χρόνια της δικτατορίας και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, θέλησα να αποτυπώσω τον βηματισμό μιας περίπου συνομήλικής μου, να καταγράψω την επίπονη και επώδυνη διαδρομή της προς την ωριμότητα… Κι ακριβώς αυτό, επειδή είχα, αν και «απαίδευτη» λογοτεχνικά, εστιάσει στην αγωνία ενός νέου ανθρώπου που στροβιλίζεται στην εποχή του, μιλώντας τη γλώσσα της ειλικρίνειας που δεν κομματίζεται σε εποχή άκρως πολιτική, βοήθησε το βιβλίο να επιβιώσει, να διαβάζεται ακόμη και σήμερα. Αλλά να το πω, και το εννοώ, όσα χρόνια κι αν περάσουν το Πολυτεχνείο θα υπάρχει για να μας θυμίζει… ότι υπήρξε, ότι άφησε το αποτύπωμά του ως ιστορικό γεγονός που θα αναζητά διαχρονικά την επικαιρότητά του αλλά και τη συνέχεια με προμετωπίδα το σολωμικό «Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», κι ας ακούγεται παλιομοδίτικο, ξεπερασμένο…».