Ο Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ (1904-1991) υπήρξε μετρ της μυθοπλασίας και εκπληκτικός αφηγητής. Και όπως όλοι οι πεζογράφοι πρώτης γραμμής, εκτός από τα μυθιστορήματά του μας έδωσε και σπουδαία διηγήματα. Εννέα από αυτά περιλαμβάνονται στον τόμο που εξέδωσαν πρόσφατα οι εκδόσεις Κίχλη. Για όσους έρχονται σε πρώτη επαφή με το έργο του είναι – πέραν της αναγνωστικής απόλαυσης – και η καλύτερη εισαγωγή στην πεζογραφία ενός εξαίρετου τεχνίτη. Ο Σίνγκερ κρατάει τον αναγνώστη στη σελίδα και ταυτοχρόνως του δημιουργεί το αίσθημα της αναγνωστικής ευφορίας που τον παρακινεί να γυρίσει σελίδα. Αυτό το πετυχαίνουν μόνον οι εξέχοντες λογοτέχνες. Κατ’ εξοχήν οι ρεαλιστές του 19ου αιώνα, την παράδοση των οποίων (των Ρώσων ιδίως, του Γκόγκολ ή του Ντοστογέφσκι, λόγου χάριν) συνεχίζει ο Σίνγκερ. Ολα αυτά, βέβαια, αλλάζοντας ό,τι πρέπει ν’ αλλάξει. Οι Πολωνοεβραίοι του Μεσοπολέμου Εδώ υπάρχουν όσα περιμένει κανείς από μια πεζογραφία τέτοιων απαιτήσεων: Η τοπογραφία, που είναι η Πολωνία του Μεσοπολέμου. Η κοινωνία και το ανθρωπολογικό και μεταφυσικό της περιεχόμενο, δηλαδή ο κόσμος των Ασκενάζι Εβραίων της εποχής. Η ατμόσφαιρα και οι ξεχωριστοί χαρακτήρες που κινούν την αφήγηση. Ο διάχυτος παντού βιωματικός πλούτος. Ολο το έργο του ο Σίνγκερ το έγραψε στα γίντις, το γλωσσικό ιδίωμα των Ασκενάζι της Ευρώπης, μια γλώσσα που έχει σήμερα σχεδόν εξαφανιστεί. Εγινε ωστόσο διεθνώς γνωστός μέσω των μεταφράσεών του στ’ αγγλικά, τις οποίες επέβλεψε ο ίδιος. Και γνώρισε μεγάλες τιμές όχι μόνο στις ΗΠΑ, όπου μετανάστευσε το 1935, αλλά και διεθνώς: το 1978 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ. Η εβραϊκή ταυτότητα σφραγίζει το έργο του αλλά δεν έχει περιορισμένο χαρακτήρα, αφού και η εβραϊκή διασπορά έχει ευρύτερο περιεχόμενο, ιδιαίτερα όταν αναφέρεται στις μάζες του εβραϊκού πληθυσμού στην Πολωνία και στην Ουκρανία, τις μεγαλύτερες σε διεθνές επίπεδο. Αν το έργο του Σίνγκερ διαφοροποιείται από εκείνο των σημαντικών συγγραφέων εβραϊκής καταγωγής στην Κεντρική Ευρώπη, αυτό οφείλεται στο ότι το διακρίνει ο κοινοτισμός, μια κοινωνία διάχυτη μέσα στις αντίστοιχες των εθνικών. Διαβάζοντας κανείς το έργο του Σίνγκερ αντιλαμβάνεται πως οι Εβραίοι της Ευρώπης διατήρησαν την ταυτότητά τους εξαιτίας του ισχυρού θρησκευτικού αισθήματος που τους βοηθούσε να αντιμετωπίσουν την καταπίεση των εθνικών. Πατρίδα τους ήταν η συναγωγή, η Τορά και οι Δέκα Εντολές. Αλλά ο κόσμος τους δεν περιοριζόταν εδώ. Ενα τεράστιο μυθολογικό υπόβαθρο υπάρχει παράλληλα – κι αυτό αναδεικνύει στο έργο του αυτός ο γεννημένος παραμυθάς, ένας αφηγητής «από κούνια», για να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό της Ελίζαμπεθ Χάρντγουικ για τον δοκιμιογράφο Εμερσον. Το στοιχείο του μύθου Το συμβολικό περιεχόμενο των μύθων, όπου παρελαύνουν δαίμονες, βρικόλακες, δικηγόροι του Πονηρού και διαβολικά όντα, είναι κυρίαρχο στα διηγήματα του τόμου. Αυτοί οι μύθοι, γεννήματα της λαϊκής φαντασίας, αναπαράγονται, μεταμορφώνονται και αποκτούν μια απίστευτη γοητεία. Υπάρχει ο πραγματικός κόσμος, όμως συνυπάρχει με τον άλλο κόσμο: της καββάλα, του μυστικισμού, της Βίβλου και του Ταλμούδ. Εναν κόσμο που ορίζει όχι μόνο την προσωπικότητα, αλλά και τις πράξεις των ανθρώπων. Το κυριότερο διήγημα, που τιτλοφορεί και το βιβλίο, είναι το «Γκίμπελ ο σαλός», ένας εκπληκτικός χαρακτήρας, ο οποίος λες και βγαίνει από τον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι, μόνο που ο Γκίμπελ δεν είναι ένα είδος, ας πούμε, εβραίου πρίγκιπα Μίσκιν, αλλά μια καρικατούρα του ντοστογεφσκικού ήρωα. Σαλός, δηλαδή, σχεδόν σαλεμένος – για τους άλλους όμως, όχι γιατί το πιστεύει ο ίδιος. Γι’ αυτό και η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη κι από την αρχή ακόμη ο Σίνγκερ μας προετοιμάζει σχετικά με το πώς θα κινείται και θα συμπεριφέρεται ο ήρωάς του: «Είμαι ο Γκίμπελ ο σαλός. Εγώ δεν το πιστεύω πως είμαι σαλός. Κάθε άλλο. Αλλά έτσι με φωνάζει ο κόσμος. Μου ‘βγαλαν το παρανόμι σαν ήμουνα σκολιαρόπαιδο ακόμα. Δηλαδή, εφτά παρανόμια είχα: βλαμμένος, βόιδι, σερσέμης, χαϊβάνι, γκλάβας, μαλακοπίτουρας και σαλός. Το τελευταίο μου κόλλησε. Και γιατί με είχανε για σαλό; Γιατί ήμουν ευκολόπιστος». Ο Γκίμπελ θα εγκαταλείψει την πατρογονική εστία, θα γίνει ένας περιπλανώμενος ως το τέλος της ζωής του, θα λέει κι αυτός ιστορίες και παραμύθια σαν τον συγγραφέα, σαν ένας δεύτερος και εξίσου γοητευτικός, όπως ο Σίνγκερ, αφηγητής. Εμβληματικοί χαρακτήρες Ο αφηγητής Γκίμπελ όμως δεν είναι ο μόνος εμβληματικός χαρακτήρας. Εμβληματικά, λίγο ως πολύ, είναι και τα πολλά πρόσωπα που παρελαύνουν σ’ αυτά τα διηγήματα. Που όλα ζουν τη μικρή ή τη μεγάλη τους περιπέτεια: ο Αμπα Σούστερ στο διήγημα «Οι μικροί παπουτσήδες», ο ραββίνος Νεεμία, πρωταγωνιστής στο «Κάτι υπάρχει», και τόσοι άλλοι. Κι όλοι μαζί δεν εκφράζουν μόνον έναν κόσμο αλλά κι έναν ολόκληρο πολιτισμό. Ο Σίνγκερ όμως δεν εξιδανικεύει την εβραϊκή κοινωνία. Δεν είναι λίγα τα κωμικά έως σαρδόνια σχόλια που βάζει στο στόμα των χαρακτήρων του. Συχνά οι χαρακτήρες του ζουν έναν αδυσώπητο εσωτερικό πόλεμο με τον Θεό τους, όπως και με τους ειδωλολάτρες βεβαίως, ανάμεσα στους οποίους συναντάμε και Εβραίους. Και φυσικά με τα δαιμόνια (που ενίοτε έχουν ανθρώπινη μορφή και συμπεριφορά), εναντίον των οποίων επιστρατεύουν ξόρκια και φυλαχτά. Καταπληκτικοί διάλογοι Ο υφέρπων ερωτισμός σε κάποιες σελίδες διαψεύδει το στερεότυπο ότι η εβραϊκή ήταν μια αμιγώς πατριαρχική κοινωνία. Οι γυναίκες του Σίνγκερ είναι πρόσωπα ολοκληρωμένα και συχνά ισχυρότερα από τους άνδρες. Αυτό είναι εμφανέστατο στους καταπληκτικούς διαλόγους, οι οποίοι δεν είναι περιγραφικοί απλώς αλλά κινούν τις επιμέρους αφηγήσεις που είναι διάσπαρτες σε όλα τα διηγήματα. Ο συγγραφέας αυτός «μιλάει» με τους ήρωές του – κι έτσι μιλάει με τους αναγνώστες του. Τα διηγήματά του διαθέτουν μια σπάνια προφορικότητα. Τα διαβάζεις κι είναι σαν ν’ ακούς ιστορίες που σου της λέει κάποιος άλλος. Δεν έχουν ψυχολογικό χαρακτήρα αλλά απαρτίζουν έναν κόσμο που είναι τόσο πραγματικός όσο και φανταστικός. Γιατί και η πραγματικότητα μπορεί να φαντάζει επινοημένη όσο και η μυθοπλασία, και ο Αρχων του Σκότους σαν μέρος της καθημερινής ζωής. Η κωμική πλευρά του κακού, επομένως, είναι μέρος της ανθρώπινης κληρονομιάς, κι αυτή καθιστά τούτα τα διηγήματα διαχρονικά, δηλαδή εκείνα που τα αποκαλούμε συνήθως κλασικά. Ο αναγνώστης θα τα απολαύσει, γιατί έχουν μεταγραφεί σε θαυμάσια ελληνικά από τον Βάιο Λιάπη, που εφοδίασε το βιβλίο με πλήθος αναγκαίες σημειώσεις και ένα ενδιαφέρον επίμετρο.