Την πρώτη φορά που ο κολομβιανός συγγραφέας Σαντιάγο Γκαμπόα (Μπογκοτά, 1965) ήρθε στην Αθήνα ήταν εννέα ετών. «Εκείνη την εποχή μπορούσες ακόμη να περιδιαβείς παντού στην Ακρόπολη. Θυμάμαι το φως, τον πατέρα μου να μας αφηγείται την ιστορία της Ακρόπολης, θυμάμαι έναν τυφλό άνδρα, έναν Βρετανό, να αγκαλιάζει και να ψηλαφεί μαγεμένος τις κολόνες. Θυμάμαι επίσης ότι είχε γίνει πόλεμος με την Τουρκία». Ηταν το καλοκαίρι του 1974, το καλοκαίρι της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο.
Σχεδόν πενήντα χρόνια αργότερα ο Γκαμπόα είναι ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της γενιάς του, εκ των ανανεωτών του λατινοαμερικανικού μυθιστορήματος και ταυτόχρονα ένας παρεμβατικός διανοούμενος, τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας «El Espectador». O συγγραφέας επισκέφθηκε την Αθήνα με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του με τίτλο Η νύχτα θα είναι μεγάλη (μετάφραση Δήμητρας Σταυρίδου, εκδόσεις Διόπτρα), στο πλαίσιο του 15ου λογοτεχνικού φεστιβάλ ΛΕΑ (Λογοτεχνία εν Αθήναις), του φεστιβάλ που φέρνει σε επαφή τον κόσμο των ισπανόφωνων συγγραφέων με το ελληνικό κοινό.
Αν θέλουμε να κατατάξουμε το βιβλίο του Γκαμπόα σε ένα λογοτεχνικό είδος, το νουάρ είναι το πρώτο που έρχεται στο μυαλό. Ενας εισαγγελέας ζητεί τη συνδρομή μιας ατρόμητης δημοσιογράφου και της βοηθού της (πρώην μέλος των ακροαριστερών ανταρτών FARC, οι οποίοι συμμετείχαν στον σχεδόν πεντηκονταετή εμφύλιο της Κολομβίας εναντίον του εθνικού στρατού και των δεξιών παραστρατιωτικών) για να διαλευκάνουν την υπόθεση μιας σφαγής ανθρώπων στην ύπαιθρο της Κολομβίας, της οποίας ο μοναδικός μάρτυρας είναι ένα παιδί. Κομβικό στοιχείο της πλοκής είναι οι ευαγγελικές εκκλησίες στην Κολομβία οι οποίες επιδίδονται σε ανηλεή πόλεμο για την εδραίωση της εξουσίας τους.
Συζητώντας με τον συγγραφέα, αντιλαμβανόμαστε ότι το λογοτεχνικό είδος που επέλεξε είναι το μέσο για να μιλήσει για τη χώρα του, τη σημερινή Κολομβία, τη χώρα μετά τις ειρηνευτικές συμφωνίες του 2016 που τερμάτισαν τον εμφύλιο, ο οποίος όμως άφησε πίσω του μια εύθραυστη δημοκρατία με χαίνουσες πληγές.
Η πλοκή του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τη δράση των ευαγγελικών εκκλησιών στην Κολομβία. Γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα;
«Το θέμα σχετίζεται με την επιστροφή μου στην Κολομβία το 2015 μετά από 30 χρόνια που έζησα κυρίως στην Ευρώπη. Μετά τις ειρηνευτικές συμφωνίες άρχισα να ξαναγνωρίζω τη χώρα μου, την ύπαιθρο, τις πόλεις, γιατί μπορούσα πλέον να ταξιδέψω στο εσωτερικό της χώρας χωρίς να κινδυνεύω – πριν από τις ειρηνευτικές συμφωνίες αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο, μπορούσες να πέσεις θύμα απαγωγής. Σε όλη τη χώρα λοιπόν, και κυρίως στις πιο φτωχές περιοχές, έβλεπα παντού ευαγγελικές εκκλησίες, Αντιλήφθηκα το μέγεθος της πολιτικής τους ισχύος όταν το 2016 τάχθηκαν κατά του προέδρου Σάντος και των ειρηνευτικών συμφωνιών: ο Σάντος ήθελε να τις φορολογήσει και οι εκκλησίες αντιστέκονταν σθεναρά (οι εκκλησίες αυτές ζητούν υποχρεωτικά χρήματα από τους πιστούς). Οι πάστορες που ζήτησαν από τους πιστούς να ψηφίσουν «όχι» στο δημοψήφισμα για την ειρηνευτική διαδικασία εξελίχθηκαν, οι περισσότεροι εξ αυτών, σε τοπικούς φυλάρχους: άρχισαν να έχουν σχέσεις με τη μαφία, να ξεπλένουν χρήμα, η εκκλησία είναι ο ιδανικός χώρος για ξέπλυμα χρήματος από λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Οι πάστορες εμφανίζονται σε μια τράπεζα με ένα εκατομμύριο δολάρια σε ρευστό, τα καταθέτουν λέγοντας ότι προέρχονται από δωρεές πιστών και τα χρήματα θεωρούνται νόμιμα. Οι ευαγγελικοί «πωλούν» την πολιτική ισχύ τους κυρίως στη Δεξιά, διότι λόγω των χριστιανικών πεποιθήσεών τους είναι πολύ συντηρητικοί (τάσσονται κατά των αμβλώσεων, καθώς και εναντίον των ομοφυλοφίλων). Oλα αυτά αποτελούν τη νέα πραγματικότητα της Κολομβίας μετά τις ειρηνευτικές διαδικασίες, τις νέες αντιθέσεις της χώρας, τη νέα μορφή βίας. Oλοι σχεδόν οι Κολομβιανοί χαμηλών εισοδημάτων είναι μέλη ευαγγελικών εκκλησιών».
Oλοι αυτοί ήταν παλαιότερα καθολικοί;
«Ναι, και τα τελευταία 10-15 χρόνια έγιναν ευαγγελικοί (προτεστάντες) γιατί η Ευαγγελική Εκκλησία κατάφερε να υποκαταστήσει, ως έναν βαθμό, το κράτος».
Οπως συνέβη παλαιότερα με τη θεολογία της Απελευθέρωσης (αριστερό ρεύμα εντός της Καθολικής Εκκλησίας στη Λατινική Αμερική που αναπτύχθηκε κυρίως στη δεκαετία του 1970) η οποία υποκαθιστούσε το κράτος;
«Ακριβώς, μόνον που η θεολογία της Απελευθέρωσης ήταν ένα ρεύμα αριστερό. Οι ευαγγελικοί ήρθαν στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1970 από τις ΗΠΑ (οι εκκλησίες της Πεντηκοστής στις ΗΠΑ) για να περιορίσουν την ισχύ των «αριστερών» καθολικών ιερέων σε όλη τη νοτιοαμερικανική ήπειρο. Το πολιτικό τους κεφάλαιο σήμερα στην Κολομβία μεταφράζεται σε 6-7 εκατομμύρια ψήφους. Είναι πάρα πολλοί. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε και στη Βραζιλία και αλλού στη Λατινική Αμερική».
Ερευνήσατε το έργο και τη λειτουργία των ευαγγελικών εκκλησιών προκειμένου να γράψετε το μυθιστόρημά σας;
«Συνομίλησα με πολλούς ανθρώπους-μέλη αυτών των εκκλησιών και, πιστέψτε με, είναι πάρα πολλοί. Το βιβλίο είναι αποτέλεσμα της προσωπικής μου εμπειρίας με αυτές τις εκκλησίες, η πλοκή του είναι μυθοπλασία, όμως όλα όσα αναφέρω είναι αληθινά: η περιοχή όπου εκτυλίσσεται η πλοκή, η ορεινή περιοχή γύρω από το Κάλι, οι δύσβατοι δρόμοι, η πόλη του Κάλι, όπου ζω, οι άνθρωποι που υπακούν τυφλά στους πάστορες».
Και οι οποίοι δίνουν την εντύπωση υπνωτισμένων…
«Μα είναι υπνωτισμένοι! Κάποτε βρέθηκα σε λειτουργία ευαγγελικής εκκλησίας στην Αργεντινή – στην Κολομβία δεν θα μπορούσα να το κάνω, θα με αναγνώριζαν. Μπήκα στον ναό και όλοι με κοίταζαν, κραύγαζα ότι ήμουν ξένος. Ενιωσα άβολα, αλλά δεν έφυγα. Σε κάποια στιγμή του κηρύγματος το εκκλησίασμα άρχισε να βρίζει τον Σατανά, ουρλιάζοντας «Φύγε, Σατανά». Στο Κάλι ο ναός της ευαγγελικής εκκλησίας είναι τεράστιος, όπως τον περιγράφω στο βιβλίο. Οι πιστοί είναι καταγεγραμμένοι, η εκκλησία εισπράττει το 10% του μισθού τους, και αν δεν έχουν ρευστό πληρώνουν με κάρτα, η εκκλησία διαθέτει και μηχάνημα POS. Καταλαβαίνετε πόσα χρήματα έχουν συσσωρεύσει».
Δεν μπορεί κανείς να αγγίξει τους πάστορες των ευαγγελικών εκκλησιών;
«Οχι, γιατί αν κάποιος βάλλει εναντίον τους θα πουν ότι υφίστανται διώξεις για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αυτό συμβαίνει πάντα στη Λατινική Αμερική: οι ανέντιμοι, οι διεφθαρμένοι, χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα των εντίμων για να τη γλιτώσουν. Οι διεφθαρμένοι ιερείς θα πουν ότι βάλλεται η θρησκευτική ελευθερία, οι διεφθαρμένοι επιχειρηματίες θα πουν ότι βάλλεται η ελευθερία τού επιχειρείν, οι διεφθαρμένοι δημοσιογράφοι θα πουν ότι βάλλεται η ελευθερία του Τύπου. Αντιλαμβάνεστε πόση σύγχυση δημιουργούν όλα αυτά στους πολίτες με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης: αυτό είναι και το μείζον πρόβλημα της Κολομβίας και όλης της Λατινικής Αμερικής, η έλλειψη εκπαίδευσης».
Το βιβλίο σας αποτελεί, θα λέγατε, μια ωδή στη συμφιλίωση της Κολομβίας;
«Ναι. Για μένα η εθνική συμφιλίωση ήταν μια στιγμή πολύ συγκινητική γιατί προϋποθέτει κάτι πολύ εύθραυστο, τη συγχώρεση. Η συγχώρεση είναι κάτι δύσκολο, δεν την εννοούν όλοι. Το μόνον που μπορείς να κάνεις για να είναι αποτελεσματική η συγγνώμη είναι να δημιουργήσεις τις συνθήκες ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να συγχωρήσουν και να μπορούν να δεχτούν τη συγχώρεση. Να δημιουργήσεις δηλαδή τις συνθήκες ώστε η συγχώρεση να είναι σημαντική και για τις δύο πλευρές. Μπορεί να συγχωρέσεις μόνον αυτόν που σου ζητάει συγχώρεση. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, θέσπισαν νόμο για να συγχωρεθούν ορισμένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι όμως δεν ζήτησαν ποτέ συγγνώμη, είναι αμετανόητοι. Η συγχώρεση είναι όπως η αγάπη, είναι κάτι πολύ βαθύ. Το μυθιστόρημα προσπαθεί να καταδυθεί σε αυτό το βάθος. Μόνον η λογοτεχνία, νομίζω, μπορεί να αγγίζει τόσο βαθιά ζητήματα. Ενα μυθιστόρημα έχει πιο προσωπική γλώσσα, πιο προσωπικό ύφος και οι αναγνώστες το καταλαβαίνουν πολύ πιο εύκολα και γρήγορα σε σχέση με ένα δοκίμιο. Η συγχώρεση συνδέεται ευθέως και με το αίσθημα της ορφάνιας στη χώρα μου. Η Κολομβία, ξέρετε, είναι η μοναδική χώρα στη Λατινική Αμερική που έζησε εμφύλιο επί πέντε σχεδόν δεκαετίες, και γι’ αυτό είναι μια χώρα ορφανών. Η ορφάνια της είναι ένα από τα θέματα που θίγει το μυθιστόρημα. Η Κολομβία είναι χώρα ορφανών, τόσο σε πραγματικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο. Είναι ένα κράτος αδύναμο που δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες του. Οι Κολομβιανοί έχασαν τους γονείς τους στον εμφύλιο και ταυτόχρονα απώλεσαν και το κράτος που λειτουργεί ως προστάτης των πολιτών. Είναι, συνεπώς, διπλά ορφανοί».
Δημοσιογραφία και σύγχρονη γυναίκα
Μια εκ των βασικών ηρωίδων του βιβλίου, η Χουλιέτα, είναι δημοσιογράφος. Εχετε πει ότι θεωρείτε τους δημοσιογράφους τους ήρωες του καιρού μας. Είναι ενδιαφέρον, δεδομένης της αρνητικής φήμης που έχουν σήμερα οι δημοσιογράφοι, στην Ελλάδα τουλάχιστον.
«Τους δημοσιογράφους τούς σκοτώνουν, τους απειλούν, τους παρενοχλούν οι εξουσίες: οι πολιτικοί, οι παραστρατιωτικοί, οι αντάρτες. Οι δημοσιογράφοι δεν έχουν ούτε πολλά χρήματα ούτε όπλα, έχουν μόνον τα μολύβια τους και την αλήθεια τους. Και όταν γράφουν την αλήθεια είναι πιο αποτελεσματικοί από τη Δικαιοσύνη, στην Κολομβία. Γι’ αυτό εκτιμώ τους δημοσιογράφους, γιατί φέρνουν στο φως την αλήθεια σε μια χώρα στην οποία το 80% των εγκλημάτων παραμένουν ατιμώρητα».
H Χουλιέτα είναι νέα, ανεξάρτητη και ατρόμητη δημοσιογράφος. Πίνει πολύ, αγαπά τους έφηβους γιους της, τους οποίους μεγαλώνει κυρίως μόνη της, και δεν έχει σε καμία εκτίμηση τον θεσμό του γάμου. Πώς δημιουργήσατε μια τόσο σύγχρονη ηρωίδα;
«Ο κόσμος των παστόρων είναι ανδροκρατούμενος και σκοτεινός. Επέλεξα μια γυναίκα ως ηρωίδα γιατί ήθελα να υπάρχει μια ισορροπία. Επιπλέον, θεώρησα πιο ενδιαφέρον το βλέμμα μιας γυναίκας απέναντι σε αυτόν τον κόσμο».
Η ηρωίδα σας είναι πολύ πειστική.
«Αυτό μου λένε όσες γυναίκες έχουν διαβάσει το βιβλίο. Ολες οι φίλες μου είναι κάπως σαν τη Χουλιέτα: εργάζονται, είναι διαζευγμένες, έχουν παιδιά στην εφηβεία κολλημένα στις οθόνες. Είναι γυναίκες της πόλης. Αντίθετα, η βοηθός της Χουλιέτα, η Χουάνα, προέρχεται από τον κόσμο της υπαίθρου, είναι πρώην αντάρτισσα. Ηθελα και μια τέτοια ηρωίδα, ένα πρόσωπο που θα συμμετέχει στη συμφιλίωση της χώρας, στην οποία κάλεσε ο πρόεδρος Σάντος να λάβουν μέρος όλοι οι Κολομβιανοί».