Ο κόσμος της Ευριπίδου και των πέριξ. Ευριπίδου, Ψυρρή και Γεράνι: Ενας περίπατος
Εκδοση Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2018
σελ. 355, τιμή 19 ευρώ
Πατάτα, κρεμμύδι και αβγό. Τρεις καθημερινές, κοινότοπες λέξεις, που μπορεί να κρύβουν μεγάλες ιστορίες. Σαν αυτή του Αντώνη Γεωργάτσου, που το 1934 ξεκίνησε το χονδρεμπόριο της πατάτας στο κέντρο της Αθήνας, Ευριπίδου και Σωκράτους. Ηταν ένας από τους δέκα «πατατάδες» της πόλης και ο μοναδικός χονδρέμπορος πατατόσπορου. Εισήγε τον σπόρο από την Ιρλανδία, τον φύτευε στον Αγιο Πέτρο της Κυνουρίας και από ’κεί τον διοχέτευε στα χωριά όλης της Ελλάδας. Οι πατάτες του συνδέθηκαν κατά κάποιον τρόπο με ένα είδος αντίστασης κατά των Γερμανών στην Αθήνα. Τον Απρίλιο του 1941, μόλις έσπασε το μέτωπο, στο υπόγειο του Γεωργάτσου υπήρχαν απούλητοι 500 τόνοι πατατόσπορου. Προτού φτάσουν οι Γερμανοί, πουλήθηκαν στα τότε χωριά της πρωτεύουσας: Κηφισιά, Μαρούσι, Χαλάνδρι, Βριλήσια, Θρακομακεδόνες και Μεσόγεια. Οι σπόροι σπάρθηκαν, και αυτή την πρώτη χρονιά της Κατοχής οι Αθηναίοι έφαγαν πατάτες.
Ο Αντώνης Γεωργάτσος πέθανε το 1957. Την ιστορία του διηγείται ο γιος του Κωνσταντίνος, που κάνει την ίδια δουλειά, πατάτες και κρεμμύδια, αποθήκη χονδρικού εμπορίου, στην Αισχύλου 42. Ο Κωνσταντίνος Γεωργάτσος είναι ένας από τους δεκάδες «πληροφορητές» που αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή, τις συνήθειες, τις αλλαγές, το τότε και το τώρα της Ευριπίδου και των γύρω δρόμων. Είναι ένας από τους δεκάδες ήρωες του βιβλίου της Ζωής Ε. Ρωπαΐτου «Ο κόσμος της Ευριπίδου και των πέριξ», μιας συγκλονιστικής πολυφωνικής έρευνας για την ανθρωπολογία της καρδιάς της Αθήνας ή της κοιλιάς της Αθήνας. Και ταυτόχρονα μιας συλλογής από μοναδικές ιστορίες. Η συγγραφέας κατέγραψε στο μαγνητόφωνό της τις μαρτυρίες αυτές το διάστημα 2012-2014.
Ο Αριστοτέλης Οικονόμου, του μπριζολάδικου «Ο Τέλης», ήρθε στην Αθήνα από τα Γιάννενα, παιδί, το 1952, για να δουλέψει σε εστιατόρια. Ο Μιράν Κουρουνλιάν δείχνει τη φωτογραφία του παππού του, ανάμεσα στους παστουρμάδες και στα σουτζούκια, του γεννήτορα, που σώθηκε από τη σφαγή των Αρμενίων, επεβίωσε της καταστροφής του 1922 και εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά, όπου έφτιαξε το εργαστήριό του. Ο Λάμπρος Γουλιαδίτης, απόγονος του Ζαγγαβιέρου, χονδρεμπόρου τυριών από τη Θεσσαλία, θυμίζει ότι οι περισσότεροι τυρέμποροι αλλά και παντοπώλες των Αθηνών κατάγονταν από τη Θεσσαλία. Ο Μωχάμετ Μπαμπούλ, παντοπώλης της οδού Σαπφούς, από το Μπανγκλαντές, δυσανασχετεί με τον ανταγωνισμό των Κινέζων. Η Ευγενία, τρίτη γενιά «τυριά, βούτυρα Καρατζά», από το 1926, προσπαθεί να συνδυάσει παράδοση με σύγχρονο μάρκετινγκ και να ανακατασκευάσει το παλιό χαρτί περιτυλίγματος του μαγαζιού τους. Ο Στέφανος Χατζηγεωργίου, μπαχαρικά, συνεχίζει τη δουλειά του παππού του, που ήρθε από τη Σμύρνη. Λατρεύει το τζίντζερ, που «κόβει τον βήχα μαχαίρι και κάνει καλό στη ναυτία και στον πονοκέφαλο». Και οι αδελφοί Καλοθανάση μιλούν για τον παππού τους, τον Ανδρέα, που ήρθε από την Ιτέα της Φωκίδας, το 1921, και άνοιξε στην οδό Σωκράτους μαγαζί με ελιές. Φυσικά, ελιές Αμφίσσης.
«Θα σε πουλήσει»
Αλλά η Ευριπίδου και τα πέριξ δεν είναι μόνο τρόφιμα. Η Αννα και η Μαρίνα Μαύρου συνεχίζουν το κατάστημα νεωτερισμών «Ιωάννης Μαύρος». Ο παππούς τους άρχισε το εμπόριο το 1905 στο Καστελλόριζο, μετέφερε την επιχείρησή του στη Σάμο το 1918 και το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, Αιόλου και Ευριπίδου γωνία, ίδια θέση με σήμερα. Ο Πάτροκλος Παπαλαμπρόπουλος, από τη Νεμέα της Κορινθίας, πουλάει κουμπιά και, παρά την κρίση, διατηρεί στοκ, ακολουθώντας μιαν αρχή του παλιού εμπορίου κουμπιών, σύμφωνα με την οποία «όταν δεν το πουλήσεις, θα σε πουλήσει». Ο Ιωάννης Πατίστας κληρονόμησε από τον θείο του τις συνταγές για σαράντα κολόνιες και όλα τα μηχανήματα και τα φίλτρα για την παρασκευή τους. Ετσι ξεκίνησε, Ευριπίδου 4, πουλώντας χειροποίητες κολόνιες, προτού περάσει στα «φρέσκα καλλυντικά». Ο Αθανάσιος Μαρούγκας, τρίτη γενιά παραδοσιακές λάμπες στην οδό Πολυκλείτου, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να διατηρηθεί στην αγορά, έχοντας πίσω του την παράδοση του παππού του που κατασκεύαζε γκαζιέρες, λάμπες λουξ και λάμπες για γρι-γρι και πυροφάνια. Και ο Γιάννης Κοϊμτζής συνεχίζει τη δουλειά του παππού του που ήρθε από τη Χαλκιδική και άρχισε να κατασκευάζει, το 1951, υδρόγειες σφαίρες.
Η Ευριπίδου είναι όμως και ο δρόμος του έρωτα. Οίκοι ανοχής, δωμάτια ξενοδοχείων και κυρίως πολλές ιστορίες, για τη «Φασολάδα», που πήγαινε τους πελάτες σε γιαπιά, ή για την Μπρίλη, μυθική πόρνη του δρόμου, με απίστευτο λεξιλόγιο, που έκανε τους άντρες περαστικούς να σταματούν και τις γυναίκες να κλείνουν τ’ αφτιά τους.
Είναι βέβαια και η κοινωνική ζωή, τα καφενεία και τα εστιατόρια ή οι ταβέρνες. Το καφενείο του Δαμιανού Ζιμόπουλου, στην Αγίου Δημητρίου, το είχε ανοίξει στη δεκαετία του 1960 ένας Ναξιώτης, που ήταν και ο μανάβης της περιοχής. «Οι πελάτες μου είναι όλοι παιδικοί μου φίλοι. Είναι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί εδώ. Αυτοί με στηρίζουν». Το «Δίπορτο» και η «Κληματαριά» είναι η ζωντανή μνήμη μιας σχεδόν κοινοβιακής ζωής, όπου το πιάτο της σούπας ερχόταν με τρία κουτάλια και από τις τσέπες των πελατών έβγαιναν οι μεζέδες, σαρδέλες παστές και κεφαλοτύρι. Ο Δημήτρης ή Τζίμης Καρατζένης του οινομαγειρείου «Ηπειρος», μέσα στην κρεαταγορά, ήρθε στην Αθήνα από τα Τζουμέρκα το 1949. Μπήκε στο εστιατόριο «Πάνθεον» όπου έμαθε τη μαγειρική και έγινε ένας από τους σημαντικότερους μάγειρες της μεταπολεμικής Αθήνας. Πέθανε το 2014, αλλά η μαρτυρία του καταγράφηκε.
Οι προσωπικές ιστορίες δεν εξωραΐζουν την πραγματικότητα ούτε αποτελούν οχήματα νοσταλγίας. Αφήνουν να φανεί η κρίση που έχει αλλάξει όλον τον εμπορικό χάρτη του κέντρου της πόλης και έχει οδηγήσει πολλά ιστορικά καταστήματα και παραδοσιακές βιοτεχνίες στην παρακμή και το κλείσιμο. Αφήνουν να φανούν οι «βλαβερές συνέπειες» των αναπλάσεων που δεν συνοδεύονται από τα κατάλληλα μέτρα. Αφήνουν να φανεί η δύσκολη συμβίωση με τους μετανάστες. «Με τα μπαρ, με τα κέντρα και τη νυχτερινή ζωή άρχισαν να έρχονται και οι αλλοδαποί: Αλγερινοί, Βορειοαφρικανοί. Αυτούς τους ξεχωρίζουμε από τους Πακιστανούς, Ινδούς κ.λπ., που ήρθαν για να δουλέψουν. Οι Βορειοαφρικανοί σπάγανε τζάμια αυτοκινήτων, έκλεβαν τσάντες και άρχισε η φθορά πλέον». Αφήνουν να φανούν τα ναρκωτικά.
Πού είναι όλοι αυτοί οι ξένοι στην ανθρωπογεωγραφία του βιβλίου; Αποτελούν το 90% των εργαζομένων σε δρόμους όπως η Σαπφούς, η Μενάνδρου, η Επικούρου, η Σοφοκλέους αλλά είναι επιφυλακτικοί. Δεν μιλούν. Η μαρτυρία τους είναι μόνο η παρουσία τους.
Το μαγικό χιλιόμετρο
Η Ευριπίδου είναι ένας γνωστός-άγνωστος δρόμος που αποτελεί το όριο μεταξύ δύο συνοικιών, του Ψυρρή και του Γερανίου. Ξεκινάει από μια πλατεία, την Αγίων Θεοδώρων, και καταλήγει σε μια πλατεία, την Ελευθερίας, γνωστή και ως Κουμουνδούρου. Στο κέντρο της, μία ακόμη πλατεία, που πολλοί την ξέρουμε, αλλά κανένας δεν της δίνει σημασία. Είναι η πλατεία Ιερού Λόχου, στη συμβολή της Ευριπίδου με την Πραξιτέλους και την Αγίου Μάρκου. Στην «κρυφή» Ευριπίδου ανήκει και το μικρό εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη της Κολώνας, προς το τέλος του δρόμου, δηλαδή σε εκείνο το κομμάτι, κάτω από την οδό Αθηνάς, που συγκεντρώνονται τα παντοπωλεία, τα καταστήματα αλλαντικών και μπαχαρικών, το χονδρεμπόριο και κυρίως το πλήθος των καταστημάτων των μεταναστών, ιδίως των Κινέζων. Από την Αιόλου μέχρι την Αθηνάς ο χαρακτήρας της παλιάς Ευριπίδου δεν έχει αλλάξει πολύ. Εδώ βρίσκεται και μία από τις τέσσερις εισόδους της κρεαταγοράς. Από την αρχή της έως την Αιόλου, η Ευριπίδου είναι ένας σύγχρονος εμπορικός δρόμος, με νέου τύπου ξενοδοχεία αλλά και με το κτίριο της Εταιρείας των Φίλων του Λαού.
Πάνω απ’ όλα όμως η Ευριπίδου είναι οι άνθρωποί της και οι ιστορίες τους. «Είμαστε σαράντα χρόνια στην περιοχή. Φτιάχναμε παπούτσια μπαλέτου, τα μαλακά. Εργάστηκα πρώτα με τα μαλακά, μετά με την μπαρέτα για το θέατρο».