Εντοπίσαμε τον 66χρονο Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ στη Στοκχόλμη, όπου ζει και εργάζεται, εν μέσω μιας πολυάσχολης περιόδου. Ο ίδιος, επιφανής συγγραφέας και κριτικός, όχι μόνο στη Σκανδιναβία αλλά σε διεθνές επίπεδο, κατέχει από το 2020 την έδρα αρ. 14 της Σουηδικής Ακαδημίας.
«Οντας πια στην Επιτροπή Νομπέλ, το συλλογικό σώμα που προτείνει ετησίως τους νικητές ή τις νικήτριες για το Βραβείο Λογοτεχνίας στο πλαίσιο της Ακαδημίας, ενίοτε ανατίθεται και σε εμένα να παρουσιάζω την εκάστοτε επιλογή, τη συγγραφέα ή τον συγγραφέα, προς το γενικό κοινό. Υπάρχει πάντοτε τεράστιο ενδιαφέρον, ερωτήσεις να απαντηθούν, πράγματα να συζητηθούν. Παρά τον όγκο της απαιτητικής δουλειάς στην Ακαδημία εν γένει, μου δίνει πολλή ικανοποίηση (και περηφάνια, καθότι συγγραφέας ο ίδιος) να γίνομαι μεσολαβητής της καλής λογοτεχνίας. Και αυτό έκανα ετούτη την εβδομάδα με μαθητές γυμνασίων, λυκείων και καθηγητές από όλη τη Σουηδία» δήλωσε στο «Βήμα».
Η εργασία της γραφής
Πλην όμως, όπως επισήμανε στην εφημερίδα ο Σεμ-Σάντμπεργκ, στην καθημερινότητά του δεν είναι «τόσο εξωστρεφής». Συνήθως γράφει (τα δικά του βιβλία) από νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι και διαβάζει τα απογεύματα ή τα βράδια (τα βιβλία των άλλων). «Η γραφή είναι εν μέρει ρουτίνα, εν μέρει το αντίθετό της. Νομίζω ότι κάθε συγγραφέας γνωρίζει πως τίποτα το αξιόλογο δεν μένει στο χαρτί αν γράφει αποκλειστικώς τις στιγμές εκείνες που διαισθάνεται ότι τον επισκέπτεται η «έμπνευση». Η γραφή είναι χαμαλίκι, σκληρή δουλειά και συνίσταται κυρίως στο να προσπαθείς να διορθώνεις τα ίδια σου τα λάθη».
Επίσης, προφανώς, υπάρχουν μέρες γόνιμες και μέρες όχι τόσο ομαλές. Ανεξαρτήτως αυτού, «παράλληλα, οφείλεις να έχεις όλες σου τις αισθήσεις σε εγρήγορση, όλες τις ώρες: όχι μόνο σε σχέση με ό,τι συμβαίνει στο κείμενο (και τις περισσότερες φορές συμβαίνουν εκεί μέσα αρκετά για τα οποία δεν έχεις απόλυτη συναίσθηση!) αλλά και με ό,τι συμβαίνει γύρω σου. Πριν από λίγο καιρό άκουγα έναν ήχο που ερχόταν από τον επάνω όροφο του σπιτιού μου, σαν από παλιά ραπτομηχανή, ποδοκίνητη μάλιστα. Λοιπόν, ο συγκεκριμένος ήχος βρήκε αμέσως τη θέση του στην ιστορία που εσχάτως έγραφα. Πλάι σε μια μοδίστρα, ασφαλώς» εξήγησε ο Σεμ-Σάντμπεργκ με το επεξεργασμένο, ελεγχόμενο χιούμορ του.
Στα ίχνη του Ζαν-Ζακ Ρουσό
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του στα ελληνικά, αφορμή για αυτή την εκτεταμένη συνομιλία μαζί του, είναι ο εκπληκτικός Ωκεανός (Oceanen, 2022), όπου εστιάζει στη διαμονή του φιλοσόφου Ζαν-Ζακ Ρουσό, ενός μεγάλου «πρωταγωνιστή του Διαφωτισμού», στο νησί Σεν Πιερ της λίμνης Μπιεν στο καντόνι της Βέρνης, κατά το 1765, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου.
Στην πραγματικότητα, εκεί αναζήτησε «άσυλο» τότε ο «βλάσφημος» και «διαβολικός» άνδρας (με ένα επίπονο πρόβλημα στην ουρήθρα του, συν τοις άλλοις) ώστε να βρεθεί μακριά από τους θρησκευτικούς (και πολιτικούς, εξυπακούεται) διώκτες του, καθολικούς και προτεστάντες.
«Διαφορετικές, ετερόκλητες παρορμήσεις συγκλίνουν ώστε να διαμορφωθεί ένα μυθιστόρημα. Πριν από πολλά χρόνια διάβασα το εμβληματικό βιβλίο του Ζαν Σταρομπίνσκι με τίτλο «Ζαν-Ζακ Ρουσό: Η διαφάνεια και το εμπόδιο» και μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση. Επειτα ξαναδιάβασα τις «Eξομολογήσεις» έχοντας κατά νου την ανάλυση του Σταρομπίνσκι. Οι «Εξομολογήσεις» του Ρουσό αποτελούν ίσως ένα από τα σπουδαιότερα αυτοβιογραφικά κείμενα στην ιστορία της λογοτεχνίας, όχι εξαιτίας της ειλικρίνειάς τους – άλλωστε, ο Ρουσό μπορούσε να γίνει βάναυσα ειλικρινής – αλλά λόγω των πολλών ευφάνταστων τρόπων που εκείνος είχε χρησιμοποιήσει για να μασκαρέψει τις ανειλικρινείς πλευρές του. Για εμένα, ο Ρουσό ήταν ανέκαθεν μια διττή ή διχασμένη προσωπικότητα. Ορθολογιστής φιλόσοφος, ναι, όμως κι ένας άνθρωπος που αρνιόταν να επενδύσει την εμπιστοσύνη του σε οτιδήποτε άλλο πέραν των συναισθημάτων του. Επιδείκνυε παθιασμένο ζήλο για το πώς λειτουργεί η κοινωνία, μα ήταν και ένας νάρκισσος του οποίου η οπτική για την κοινωνία αποκαλύπτει και πώς εκείνος έβλεπε τον εαυτό του σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους, κάτι που, όπως φαίνεται και στο μυθιστόρημά μου, τον είχε καταστήσει κάπως παρανοϊκό. Ενα από τα ωραιότερα κομμάτια στις «Εξομολογήσεις» αφορά τις εβδομάδες που κατέφυγε σε εκείνο το μικρό ελβετικό νησί και θυμάμαι να συλλογίζομαι πως, αν ποτέ εμφανιζόταν σε κάποια μυθοπλασία μου ο Ρουσό, θα έσκυβα ακριβώς πάνω στο διάστημα που πέρασε εκεί (εξάλλου, ως συγγραφέας είμαι σε αδιάλειπτη έρευνα για ένα σκηνικό όπου θα ήταν δυνατό να συνδυάσω και να συμπυκνώσω την ενότητα χώρου και χρόνου). Υστερα, τυχαία, διάβασα ένα δοκίμιο του B. Γκ. Ζέμπαλντ στο οποίο περιγράφει ένα ταξίδι του στο ίδιο νησάκι και αποφάσισα να το επισκεφτώ και εγώ. Βρήκα έναν παράδεισο εκεί, τίποτα λιγότερο. Κατόπιν ήταν εύκολο για εμένα να δω και να παρατηρήσω τον Ρουσό, να περπατά και να κάνει τις βοτανικές του έρευνες μέσα σε ένα πανέμορφο, γαλήνιο τοπίο και κάπως έτσι άρχισαν τα πάντα» εξήγησε ο Σεμ-Σάντμπεργκ.
Μυθοπλασία και Ιστορία
Στον Ωκεανό περνούν (και διαθλώνται λογοτεχνικά) η εποχή, η ζωή αλλά και η ασυμβίβαστη, ιδιόρρυθμη «αποξένωση» που βιώνει ο Ρουσό. Πώς λειτουργεί ένας σύγχρονος συγγραφέας μυθοπλασίας υπό τέτοιες συνθήκες; Αραγε εντόπισε διαστάσεις (στα δεδομένα μιας αληθινής προσωπικότητας αλλά και της ιστορικής συγκυρίας) οι οποίες καθρεφτίστηκαν σε κάτι δικό του ή σε κάτι που ακουμπά στη δική μας εποχή; Κοντολογίς, πόσο τυχαίο μπορεί να είναι ένα βιβλίο για τον Ρουσό στον 21ο αιώνα;
«Νομίζω ότι με αυτό που ρωτάτε αγγίζετε μια σημαντική διάσταση της γραφής μου, όπως εγώ τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι. Τα βιβλία μου είναι πρωτίστως και βασικώς μυθοπλασίες, δηλαδή λογοτεχνικές επινοήσεις, όχι ιστορικές πραγματείες που ενδύονται κάποια επιφανειακή ή πεποιημένη φόρμα. Καταπιάστηκα με τον Ρουσό σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής του σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Προσηλώθηκα σε μια δική του «κρίση», όπως θα λέγαμε με σημερινούς όρους. Το βιβλίο επικεντρώνεται σε αυτή την κρίση, όχι στη φιλοσοφία του αυτή καθαυτήν. Ο «Ωκεανός» είναι, για εμένα, ένα μυθιστόρημα για τη θνητότητα, για την ευθραυστότητα της ζωής και τη δυσκολία να διατηρήσει κανείς και ένα ανοιχτό μυαλό και τις σχέσεις του με τους υπόλοιπους ανθρώπους, σχέσεις εμπιστοσύνης, σχέσεις ουσιαστικές. Γεγονός είναι, πάντως, πως έτυχε να ασθενήσω σοβαρά όταν συνέλαβα την ιδέα και ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο. Εικάζω, συνεπώς, ότι και αυτό έχει συμβάλει λίγο, εννοώ στις σκέψεις και στους στοχασμούς που πλημμυρίζουν τον νου του Ρουσό στο μυθιστόρημα ενόσω είναι περιτριγυρισμένος από την τελειότητα του φυσικού κόσμου».
Η ηθική αμφισημία
Και ομολογουμένως, ο Σεμ-Σάντμπεργκ διαθέτει ένα ύφος ζωγραφικό ως προς τα έξω και ένα ύφος ακτινογραφικό ως προς τα μέσα που, αδιάσπαστα και διαπεραστικά, συνθέτει και ξεδιπλώνει την αφήγησή του. Η συζήτησή μας κάλυψε ένα ευρύ φάσμα του έργου του, το θαυμάσιο μυθιστόρημα Β. (W., 2019) που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, εμπνευσμένο από το αγαπημένο του θεατρικό έργο, τον ημιτελή Βόιτσεκ, τον οποίο ο γερμανός δραματουργός Γκέοργκ Μπίχνερ είχε επίσης εμπνευστεί από μια αληθινή (ποικιλοτρόπως ταραγμένη και αιματηρή) ιστορία.
Ο Σεμ-Σάντμπεργκ είπε ότι το εν λόγω βιβλίο «είναι από όλα το πιο κοντινό στην καρδιά μου» και περιέγραψε τη «σχεδόν συμβιωτική σχέση» που ανέπτυξε με τον αβυσσαλέο ήρωά του. Κουβεντιάσαμε όμως και για άλλα μυθιστορήματά του, τους βραβευμένους Απόκληρους (2009) και τους Εκλεκτούς (2014), πολυσέλιδα εγχειρήματα (βασισμένα σε ιστορικές πηγές που δεν επικαλύπτουν όμως τη δημιουργική φαντασία) τα οποία περιστρέφονται γύρω από την Κεντρική Ευρώπη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και (αναπόφευκτα) τον ναζισμό.
«Δεν θα έλεγα ότι με ενδιαφέρει η ναζιστική περίοδος με τη στενή έννοια, όπως ενδιαφέρει λ.χ. έναν ιστορικό ή έναν πολιτικό επιστήμονα που αναζητεί τις αιτίες και τις επιπτώσεις των γεγονότων. Με ενδιαφέρουν τα ηθικά αδιέξοδα των ατόμων και των συνειδήσεών τους, εν προκειμένω, μπροστά στο Κακό. Η ηθική τους αμφιθυμία και αμφισημία, αν προτιμάτε. Οπως συμβαίνει στους «Απόκληρους» με τον πρωταγωνιστή Μορντεχάι Χάιμ Ρουμκόφσκι (σ.σ.: ως διοικητής γκέτο διαδραμάτισε σκοτεινό ρόλο, παρά την εβραϊκή καταγωγή του, στο Ολοκαύτωμα των Πολωνοεβραίων). Τα ζητήματα αυτά, γενικότερα, επανέρχονται στα βιβλία μου, συνδέονται με όλους τους κεντρικούς χαρακτήρες που έχω πλάσει και δεν με έχουν εγκαταλείψει ποτέ, όπως επίσης το ενδιαφέρον μου για τον δυϊσμό στις ανθρώπινες προσωπικότητες, ας ανακαλέσω ξανά εδώ τον Ρουσό, το ενδιαφέρον μου για τις εντάσεις που αναδύονται όταν συγκρουόμενα γνωρίσματα ενός ατόμου εκδηλώνονται».
Η «ατόφια ουσία» της λογοτεχνίας
Ο Στιβ Σεμ-Σάντμπεργκ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και «στην ατόφια ουσία» της λογοτεχνίας. «Είμαι εξαιρετικά καχύποπτος με όσους ισχυρίζονται ότι η λογοτεχνία είναι εξ ορισμού πολιτική ή ότι θα όφειλε να είναι πολιτική. Η λογοτεχνία, για εμένα, είναι απείρως πιο πλατιά από οτιδήποτε θα την υποβίβαζε απλώς σε κάποιο πολιτικό μήνυμα ή κάποιον ιδεολογικό σκοπό. Οπως το βλέπω εγώ, ο μοναδικός τρόπος που έχει ένας συγγραφέας για να είναι βαθιά πολιτικός είναι ο εξής: να παραμένει όσο το δυνατόν πιο αισθητικά συνεπής και έντιμος σε σχέση με την ίδια την τέχνη του, καθώς εξονυχιστικά επιχειρεί να μεταβιβάσει στους άλλους την περιπλοκότητα που συνοδεύει την πραγματικότητα, την πραγματικότητα όπως τη βιώνουν οι αληθινοί άνθρωποι, την πραγματικότητα σε όλη την ομορφιά και την ασχήμια της.
Αν όντως το καταφέρνει αυτό ένας συγγραφέας, το ίδιο το κείμενό του θα εξωθήσει τους αναγνώστες να αντιδράσουν, πνευματικά ή ψυχοσυναισθηματικά και, στην ιδανική περίπτωση, θα τους προβληματίσει ώστε να ζυγιάσουν και να μετρήσουν εκείνοι τη δική τους ηθική ακεραιότητα. Υπό την έννοια αυτή, όλη η λογοτεχνία που αξίζει να διαβάζεται θα είναι πάντοτε πολιτική. Η άλλη, η εργαλειοποιημένη λογοτεχνία, είναι ως επί το πλείστον καθαρή απάτη».
INFO: Steve Sem-Sandberg, «Ωκεανός», μετάφραση Γρηγόρης Ν. Κονδύλης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2024, σελ. 304, τιμή 16,96 ευρώ