Αυτό είναι το έβδομο βιβλίο της Τζέννυ Ερπενμπεκ που κυκλοφορεί στα ελληνικά, μεταφρασμένο, όπως και τα προηγούμενα, από τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, όχι απλώς δεινό μεταφραστή, αλλά και μεγάλο θαυμαστή της συγγραφέως. Ο Καιρός επιβεβαιώνει αυτό που λεγόταν εδώ και καιρό: πως η Ερπενμπεκ είναι η σημαντικότερη σήμερα πεζογράφος του γερμανόφωνου κόσμου – και όχι μόνο επειδή το βιβλίο τιμήθηκε εφέτος με το Διεθνές Βραβείο Booker.

Θα ξεκινήσω κάπως ανορθόδοξα, όχι από την υπόθεση αλλά από το απαράμιλλο ύφος της συγγραφέως, όπου η αφήγηση συντίθεται από κλασικές περιγραφές των γεγονότων, στις οποίες όμως ενσωματώνονται οι σκέψεις της πρωταγωνίστριας Καταρίνας, οι διάλογοι (υπό μορφή σκέψεων κι αυτοί) με τον εαυτό της, με τον εραστή της και με άλλα πρόσωπα. Η μείξη των εξωτερικών περιστατικών και του εσωτερικού τοπίου, του ψυχισμού, καθώς λέμε, είναι θαυμαστή.

Ανατολική και Δυτική Γερμανία

Ετσι μας παρουσιάζονται έκτυποι οι χαρακτήρες, αλλά και η εποχή. Γιατί ενώ φαινομενικά έχουμε μια σκοτεινή και θλιβερή ερωτική ιστορία, στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα κοινωνικό, πολιτικό, κοινωνικό και ψυχολογικό σχίσμα: της Ανατολικής Γερμανίας με τη Δυτική στα χρόνια πριν και μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Το σχίσμα αυτό δεν αφορά μόνο τους Γερμανούς αλλά – και πρωτίστως – την ίδια την Ευρώπη. Και για να αποτυπωθεί αυτή η διχοστασία απαιτούνται βιβλία υψηλού επιπέδου, όπως ο Καιρός.

Η Ερπενμπεκ από την αρχή ακόμη μας λέει σε ποιον Καιρό αναφέρεται: είναι «ο Θεός της Ευτυχούς Στιγμής», που τον συνάντησε το 1986 σε ένα λεωφορείο η πρωταγωνίστρια Καταρίνα, δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια, στο Ανατολικό Βερολίνο. Το όνομα αυτού: Χανς. Είναι επιτυχημένος συγγραφέας, παντρεμένος και μεγαλύτερος κατά 34 χρόνια της νεαρής κοπέλας. Η έλξη που νιώθουν οδηγεί σε μια παράφορη σχέση που ενισχύεται από την αγάπη τους για την τέχνη και τη μουσική και από τα πολιτικά τους ενδιαφέροντα.

Μετά τον λόγο του Νικίτα Χρουστσόφ το 1956 στο 20ό συνέδριο ΚΚΣΕ και την αποσταλινοποίηση που ακολούθησε ο κόσμος του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού δεν είναι πλέον ίδιος. Και η Γερμανία επίσης. Ο Χανς δεν λειτουργεί ως καθοδηγητικό πνεύμα, ως δάσκαλος και γκουρού της νεαρής· είναι ένας καταπιεστικός υπερήλικας που καταντά ακόμη πιο καταπιεστικός όταν ανακαλύπτει τυχαία πως κάποια στιγμή η νεαρή ερωμένη του τον είχε απατήσει.

Η σχέση τους αλλάζει δραματικά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου κι ο καθένας τους τραβάει τον δρόμο του. Το τέλος δεν είναι ευτυχές και η «ευτυχής στιγμή» μοιάζει σαν να μην υπήρξε.

Αναδρομή σε ενεστώτα χρόνο

Αλλά ό,τι πέρασε δεν χάθηκε, γιατί τίποτε δεν χάνεται τελικά· ούτε στην προσωπική μας ζωή ούτε στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κι αυτός νομίζω ότι είναι ο πυρήνας αυτού του γοητευτικού μυθιστορήματος. Ομως για να βάλει στη σειρά η συγγραφέας όσα προηγούνται με όσα έπονται κατέφυγε σε δύο «ευρήματα», που δεν είναι βέβαια δικά της αλλά χρονολογούνται από τις απαρχές τόσο της προφορικής διήγησης όσο και του γραπτού λόγου: στην αναδρομική εξιστόρηση και τη χρήση του ενεστώτα στην αφήγηση. Ετσι μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν, κάτι που δεν είναι διόλου εύκολο και προϋποθέτει υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας, το οποίο η Ερπενμπερκ ασφαλώς και διαθέτει.

Η αναδρομή (και η αφήγηση) ξεκινά μόλις η Καταρίνα μαθαίνει για τον θάνατο του Χανς και ανοίγει τις δύο κούτες με τα ντοκουμέντα που αναφέρονται στη σχέση τους – αλλά και στη ζωή τους έξω από αυτήν. Αναδιφώντας τα ανακαλύπτει τα ψέματα που της έλεγε ο Χανς και μαζί με αυτά και τα μυστικά που της έκρυβε, όπως για παράδειγμα ότι υπήρξε μέλος της ναζιστικής νεολαίας. Ωστόσο, ψέματα του έλεγε και μυστικά τού έκρυβε και η Καταρίνα.

Τα ψέματα έχουν εδώ και μια αλληγορική σημασία που δεν δηλώνεται ευθέως, όμως ο αναγνώστης την υποψιάζεται χωρίς δυσκολία: είναι τα ψέματα του σοβιετικού συστήματος που επιδρούν καταλυτικά στον ψυχισμό και τη συνείδηση ακόμη και των πιστότερων υποστηρικτών του, όπως ο Χανς. Και πότε το αντιλαμβάνεται ο τελευταίος; Οταν ανακαλύπτει την απιστία της νεαρής ερωμένης του. Τότε θυμάται τις αλλαγές που συνέβησαν στη δεκαετία του 1950 και τις θεωρεί πλέον με διαφορετική ματιά.

Η σχέση του Χανς και της Καταρίνας πέρασε από διάφορες φάσεις· όμως άρχισε να αλλάζει δραματικά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η συμβολική σημασία της οποίας δεν είναι βέβαια η επανένωση των δύο Γερμανιών. Αλλωστε, οι διαφορές μεταξύ τους εξακολουθούν να παραμένουν και σήμερα στο ψυχολογικό, το κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο, κι αυτό δεν διέφυγε της προσοχής των προερχόμενων από την Ανατολική Γερμανία συγγραφέων, όπως, λ.χ., της Κρίστα Βολφ. Δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη και την Ερπενμπεκ, που γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1967 και μεγάλωσε στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.

Αναπάντητα ερωτήματα

Το συμπέρασμα που προκύπτει λοιπόν δεν είναι η επανένωση των δύο Γερμανιών· είναι το ιστορικό χάσμα που προέκυψε, για την κάλυψη του οποίου δεν αρκεί η νίκη των δυτικών αξιών. Για τούτο η Καταρίνα αναδιφώντας τις δύο κούτες τις οποίες «κληρονόμησε» από τον εραστή της δεν ανακαλύπτει τις απαντήσεις στα ερωτήματα που τη βασάνιζαν αλλά βρίσκεται μπροστά σε νέα αναπάντητα ερωτήματα. Δεν θα προσπαθήσει να τα απαντήσει. Αλλωστε δεν έχει και νόημα.

Ούτως ή άλλως το υπαρξιακό βάθος βρίσκεται στην απώλεια. Εκεί όμως ακυρώνεται τελικά και το σχήμα όπου συνυπάρχουν και γεννούν παραλληλισμούς ο έρωτας και η πολιτική. Ακυρώνεται αλλά δεν εξαφανίζεται. Υπάρχει, όπως εξακολουθούν να υπάρχουν τα δίπολα που περνούν μέσα από τις σελίδες του Καιρού: οι δύο Γερμανίες, ο κομμουνιστικός και ο καπιταλιστικός κόσμος, το ατομικό και το ιστορικό δράμα.

Με 226 σημειώσεις έχει εφοδιάσει το βιβλίο ο εξαιρετικά προσεκτικός Αλέξανδρος Κυπριώτης. Κι είναι όλες απαραίτητες!

Πικρό τέλος παρά την «απελευθέρωση»

Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με την επέμβαση της καταλυτικής και αδυσώπητης μνήμης, όταν η Καταρίνα απευθύνεται στον νεκρό πλέον εραστή της, που τον φαντάζεται «να έχει στημένο το γραφείο του κάτω από το χώμα… με κάνα δυο κόλλες χαρτί μπροστά του». Κι έτσι φτάνουμε στο δραματικό τέλος: «Μακάρι να ήξερα τότε ότι ήμουν το είδωλό σου στον καθρέφτη. Αλλά εκείνος δεν μπορεί ούτε να τη δει ούτε να την ακούσει, κι ούτε μπορεί να της δώσει καμία απάντηση πια». Η Καταρίνα έχει «απελευθερωθεί». Εν τούτοις το τέλος είναι πολύ πικρό.