Στις 23 Απριλίου 1789 ο Ζαν-Μπατίστ Ρεβεγιόν, ιδιοκτήτης της βασιλικής βιοτεχνίας χάρτινης ταπετσαρίας, η οποία είχε τις εγκαταστάσεις της στην περιοχή Σεντ-Αντουάν του Παρισιού και απασχολούσε πάνω από 300 άτομα, απευθύνθηκε στην εκλογική συνέλευση του δημοτικού του διαμερίσματος και ζήτησε να μειωθούν οι μισθοί. Και ο Ανριό, ένας άλλος βιομήχανος που παρήγε νίτρο, δεν άργησε να τον ακολουθήσει προβαίνοντας στις ίδιες ακριβώς δηλώσεις. Εκείνοι πίστευαν ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα περνούσε και πάλι το δικό τους, οι προκλητικές απαιτήσεις τους. Ωστόσο αυτή τη φορά δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τη σοβαρότητα της τεταμένης κατάστασης. Στα προάστια και στις φτωχογειτονιές επικρατούσε ένας πρωτοφανής αναβρασμός. Οι μέρες κυλούσαν, αλλά οι διαμαρτυρίες δεν έλεγαν να κοπάσουν, αντιθέτως πύκνωναν. Η κοινωνική απόγνωση εντεινόταν, έπαυε ωστόσο να λειτουργεί ως μοιρολατρική καθήλωση και γινόταν πια, όλο και πιο έντονα, η κινητήρια δύναμη της αντίστασης στον μοιραίο θάνατο από ανέχεια. Επειδή τότε, απλούστατα, ο εξαθλιωμένος λαός της Γαλλίας πεινούσε, πέθαινε ο κόσμος σωρηδόν. Για τις τρυφηλές Βερσαλλίες, ούτε λόγος. Εκεί ήδη κυριαρχούσε μια υπερδραστηριότητα ύποπτη, ποταπή και αγοραία. Εκεί όλοι περνούσαν ζωή και κότα, κατά το κοινώς λεγόμενο, προσπαθώντας να πείσουν τους εαυτούς τους (και τους φοροχτυπημένους υπηκόους τους) ότι το κρατικό χρέος είχε φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη από μόνο του. Και κάπως έτσι, το απόγευμα της 27ης Απριλίου, ένα οργισμένο και ακανόνιστο πλήθος κατέκλυσε ασφυκτικά τον χώρο μπροστά από το Δημαρχείο, φωνάζοντας για την εξοντωτική ακρίβεια του ψωμιού, κραυγάζοντας «Θάνατος στους πλούσιους!» και καίγοντας συμβολικά δύο κούκλες που είχαν τις μορφές των προαναφερθέντων μισητών προσώπων.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος