Είναι σπάνιο το βιβλίο ενός συγγραφέα να μεταφράζεται δύο φορές στα ελληνικά και οι εκδόσεις του να κυκλοφορούν σχεδόν ταυτόχρονα. Αυτό συνέβη με τους Ρεμβασμούς του μοναχικού περιπατητή, το κύκνειο άσμα του Ζαν-Ζακ Ρουσό. Βέβαια, είναι συμπτωματικό.
Από την άλλη, ίσως να οφείλεται σε δύο αιτίες: αφενός στο αυξημένο ενδιαφέρον που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια διεθνώς για το έργο του Ρουσό, αφετέρου στην επιστροφή των ρομαντικών, όπως τουλάχιστον την προπαγάνδιζε ο Χάρολντ Μπλουμ. Θυμίζω πως ο Μπέρτραντ Ράσελ στην Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας του γράφει με απόλυτη βεβαιότητα για τον Ρουσό πως «είναι ο πατέρας του ρομαντικού κινήματος, ο εισηγητής συστημάτων σκέψεως που συνάγουν μη-ανθρώπινα γεγονότα από ανθρώπινα συναισθήματα».
Οι λεγόμενοι «επαρκείς αναγνώστες» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) είναι εξοικειωμένοι με το έργο του Ρουσό και ιδίως με τα σημαντικότερα έργα του: τη Νέα Ελοΐζα, τον Αιμίλιο και ασφαλώς το Κοινωνικό συμβόλαιο, το ευαγγέλιο της Γαλλικής Επανάστασης. (Αν θέλει, για παράδειγμα, να καταλάβει κανείς – όσο γίνεται, φυσικά – τον Ροβεσπιέρο και τον Σαιν Ζυστ είναι αναγκαίο να διαβάσει τον Ρουσό.) Τώρα έχουν την ευκαιρία με τους Ρεμβασμούς να γνωρίσουν οι έλληνες αναγνώστες το πιο προσωπικό και σε μεγάλο βαθμό το πιο ποιητικό έργο του συγγραφέα, μολονότι η ποίηση δεν απουσιάζει από τα υπόλοιπα βιβλία του. Ο Ρουσό είναι ο αντίποδας του Βολταίρου – και η αμοιβαία αντιπάθειά τους είναι γνωστή.
Δεν είναι αναγκαίο να κατατριβόμαστε με το ερώτημα κατά πόσον είναι φιλόσοφος ο Ρουσό – μολονότι για τους Γάλλους (και όχι μόνο γι’ αυτούς) το ερώτημα δεν υφίσταται καν. Αναμφισβήτητα όμως υπήρξε σπουδαίος συγγραφέας και σε τούτο κυρίως οφείλεται το ότι διαβάζεται και σήμερα με μεγάλο, και αυξημένο θα έλεγα, ενδιαφέρον. Η επίδρασή του στη μοντέρνα τέχνη, και κατ’ εξοχήν στη λογοτεχνία, από τον Χέλντερλιν και τον Γκαίτε ως τον Μποντλέρ, τον Τολστόι και τον Προυστ, είναι αναμφισβήτητη. Θα μπορούσε να θεωρηθεί, ως έναν βαθμό, τολμώ να πω, και πρόδρομος των υπερρεαλιστών, αφού υποστήριζε πως «ο κόσμος του πραγματικού έχει τα όριά του αλλά ο κόσμος της φαντασίας δεν έχει όρια».
Αναδρομή ζωής
Οι Ρεμβασμοί (1776-1778) αποτελούνται από την καταγραφή δέκα περιπάτων που πραγματοποίησε ο Ρουσό, όταν μετά από απίστευτες περιπέτειες και διωγμούς (οι κάτοικοι ενός χωριού μάλιστα επιχείρησαν να τον λιθοβολήσουν) κατέφυγε μαζί με τη σύντροφό του Τερέζ στο Νησάκι του Αγίου Πέτρου στη λίμνη Μπιέν της Ελβετίας. Εκεί, μέσα στο γοητευτικό τοπίο πραγματοποιεί τους στοχαστικούς του περιπάτους κάνοντας αναδρομή στα περιστατικά της ζωής του, τις περιπέτειες, το μίσος που προκάλεσε, τις φοβερές κατηγορίες και τα ψέματα που του είχαν προσάψει (του διαφθορέα και του δολοφόνου).
Είναι μακριά από την πόλη, βρίσκεται μέσα στη φύση από την οποία προκύπτουν οι μεγάλες αλήθειες της ζωής, μόνος με τη συνείδησή του που την προβάλλει στο αύριο. Οι καταγραφές του πιστεύει ότι θα τον δικαιώσουν μετά θάνατον. Γράφει για τον εαυτό του αλλά και για να τον διαβάσουν οι μεταγενέστεροι. Μιλάει για τις ψευδείς κατηγορίες και για το μένος που αντιμετώπισε, για τον πόλεμο που του έκαναν οι φιλόσοφοι της εποχής του, για τον διωγμό που υπέστη από την Εκκλησία, για τις περιπλανήσεις του, άλλες αναγκαστικές και άλλες κατ’ επιλογή.
Τώρα ζει σχεδόν μόνος, αλλά το περιβάλλον του είναι κοσμολογικό, είναι η αλήθεια μέσω της οποίας αισθάνεται δικαιωμένος για την προηγούμενη ζωή του. Εξετάζει τα όσα υποστήριξε, αναλύει το πώς αντιλαμβάνεται μείζονα θέματα όπως η αλήθεια και το ψέμα. Σ’ αυτό που υπήρξε και στα όσα υποστήριξε βρίσκει το νόημα του κόσμου εδώ – μακριά από τον κόσμο, μακριά από το πλήθος, την εξουσία, την τριβή μέσα στην κοινωνία των πόλεων. Δεν το κάνει ως αναχωρητής αλλά ως περιπατητής, σύμφωνα με τα αρχαία πρότυπα. Κι αυτόν μιμείται, μου φαίνεται, ο Πέτερ Χάντκε στα περιπατητικά του δοκίμια.
Η φύση: πηγή του συναισθήματος
Οταν κάποιος βαδίζει, παρατηρεί και θυμάται, σκέφτεται καλύτερα – κυρίως όμως αισθάνεται βαθύτερα. Εδώ ο Ρουσό ζει τη «φυσική θρησκεία» ή καλύτερα τη θρησκεία της φύσης, τη μόνη αληθινή πηγή του συναισθήματος. Ο Νίτσε έλεγε πως «έχουμε την τέχνη για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια». Η αλήθεια για τον Ρουσό είναι θεολογική, αλλά η ιδιότυπη θεολογία του προκάλεσε την μήνιν της οργανωμένης Εκκλησίας. Για να την κατανοήσει κανείς, όπως και την πολιτική φιλοσοφία του, αρκεί να διαβάσει τα μεγάλα του έργα. Εδώ τον ευγενή άγριο τον ταυτίζει με τον εαυτό του. Ο ευγενής άγριος δεν είναι βίαιο άτομο. Είναι αυτός που ανήκει στον φυσικό κόσμο, σαν τον ίδιον τώρα, καθώς περπατά, σκέφτεται, συλλέγει βότανα και σπάνια φυτά, όπως συλλέγει και αναμνήσεις. Τα φυσικά αισθήματα επομένως είναι η πηγή της αρετής.
Ο Ρουσό είναι μακριά από την πλήθουσα αγορά και την οργανωμένη κοινωνία, αλλά παραμένει αντάρτης, ένα «ορκισμένος» αναρχικός, δηλαδή ο κατ’ εξοχήν ρομαντικός μολονότι τις απαρχές του ρομαντισμού θα πρέπει να τις αναζητήσει κανείς όχι στη Γαλλία ή στην Ελβετία (την πατρίδα του) αλλά στη Γερμανία. Το ρομαντικό κίνημα θα έδινε σπουδαίο έργο στη λογοτεχνία, όμως ο Ρουσό έκανε τη μεγάλη τομή και το συνέδεσε με τη φιλοσοφία. Τις δικές του ιδέες υιοθέτησαν λίγο-πολύ οι ποιητές που ακολούθησαν: από τον Κόλριτζ και τον Γουέρντσγουορθ ως τον Μπάιρον, τον Σέλεϊ, τον Πούσκιν και τον Βικτόρ Ουγκό. Αλλά και πλήθος άλλοι, φιλόσοφοι και κοινωνιολόγοι, από τον Σοπενάουερ, τον Χέρντερ, τον Καρλάιλ και τον Χάιντεγκερ ως τον Λεβί-Στρος – ακόμη και τον Καντ.
Η λέξη που άλλαξε σημασία
Από τους Ρεμβασμούς ο Ρουσό ολοκλήρωσε κι επεξεργάστηκε τους επτά. Τον όγδοο και τον ένατο τους ολοκλήρωσε, αλλά δεν τους επεξεργάστηκε. Ο δέκατος έμεινε ανολοκλήρωτος. Θα πρέπει εδώ να σημειώσω πως η λέξη ρεμβασμός αποδόθηκε αργότερα στον Μπoντλέρ από τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ως τα τέλη του 18ου αιώνα όμως δεν είχε τη σημερινή του σημασία. Σήμαινε τη γελοία φαντασία και το άγχος που προκαταλαμβάνει το πνεύμα. Η νέα σημασία της λέξης οφείλεται στον Ρουσό, που εκτός από φιλόσοφος και συγγραφέας ήταν και μουσικός – κι αυτό εύκολα διαπιστώνεται στη μουσικότητα της γλώσσας του, ιδίως στους Ρεμβασμούς. Μουσικότητα που τη διακρίνει κανείς και στις δύο ελληνικές μεταφράσεις, ιδίως σε αυτή του Θάνου Σαμαρτζή, ο οποίος τη συνόδευσε και με μια αναλυτική εισαγωγή, που είναι ένα θαυμάσιο δοκίμιο.