Εκείνη τη χρονιά ο ήλιος ήταν ανελέητος, σχεδόν φονικός. Προκάλεσε μια πρωτοφανή ξηρασία στην Κίνα, εκτεταμένη και τρομακτική. Οι αγρότες κάποιας ορεινής περιοχής, διαβλέποντας ότι σύντομα δεν θα είχαν ούτε τροφή ούτε νερό, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν μαζικά τον τόπο τους. Ενας γέρος αρνήθηκε να τους ακολουθήσει, ο Παππούλης. «Είμαι εβδομήντα δύο χρονών. Και τρεις μέρες μόνο να περπατήσω, θα πεθάνω απ’ την εξάντληση. Αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω, προτιμώ να πεθάνω στο χωριό μου» απάντησε όταν τον ρώτησαν. Τους επεσήμανε ωστόσο και κάτι άλλο, ότι στη δική του στέρφα γη είχε φυτρώσει, σαν από θαύμα, μια καλαμποκιά. Δίπλα στον Παππούλη παρέμεινε ένας έμπιστος σύντροφος, ένας τυφλός σκύλος, ο Στραβός. Μες στην ερημιά και τη σιωπή, αντιμετωπίζοντας την πείνα, τη δίψα, απρόβλεπτους κινδύνους αλλά και το φάσμα του θανάτου, ο άνθρωπος και το ζώο θα κάνουν τα πάντα προκειμένου και να σώσουν τον ελπιδοφόρο βλαστό και να επιβιώσουν. Ο τρόπος με τον οποίο κορυφώνεται το υπαρξιακό δράμα στη νουβέλα Χρόνια, μήνες, μέρες του Γιεν Λιένκε κάνει ακόμη πιο ανατριχιαστική και συγκινητική την ατμόσφαιρά της. Με τούτη την υποβλητική αφήγηση, ένα λιτό μα ισχυρό κράμα δυστοπίας και αλληγορίας, ο 62χρονος πεζογράφος, δίχως αμφιβολία ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς της σύγχρονης Κίνας και από τους πλέον καταξιωμένους στον υπόλοιπο κόσμο, συστήνεται επιτέλους στους έλληνες αναγνώστες.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.