Ιβάν Κράστεφ
Μετά την Ευρώπη
Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας, Πρόλογος Τάκης Σ. Παππάς
Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2018
σελ. 152, τιμή 9,89 ευρώ
Το τελευταίο βιβλίο του Ιβάν Κράστεφ είναι γραμμένο από τη σκοπιά ενός ανατολικοευρωπαίου διανοουμένου που, ενώ είναι υπέρ του πολιτικού φιλελευθερισμού και της περαιτέρω ώσμωσης των ευρωπαϊκών εθνών, θεωρεί ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), όπως την ξέραμε, βρίσκεται σε οριακό σημείο εξέλιξης. Γεννημένος στη Βουλγαρία, με σπουδές φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, ο Κράστεφ έγινε διεθνώς γνωστός για τον γοητευτικό όσο και κριτικό λόγο του για την εξέλιξη της δημοκρατίας μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, για επίλυση συγκρούσεων στα Βαλκάνια και για τις πολιτικές όψεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η ανατροπή των δομών
Ο τίτλος του βιβλίου δεν σημαίνει την αποσυναρμολόγηση της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οπως γράφει ο Κράστεφ, ο τίτλος του σημαίνει την απώλεια της κεντρικής θέσης που η ΕΕ κατείχε στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και στο φαντασιακό των ίδιων των Ευρωπαίων, καθώς και τον θρυμματισμό των προσδοκιών για περισσότερη και καλύτερη ενοποίηση της Ευρώπης. Η αιτία για όλα αυτά δεν βρίσκεται στην οικονομική κρίση, αλλά στην είσοδο προσφύγων και μεταναστών κατά κύματα στην Ευρώπη (πρώτο μέρος του βιβλίου). Αυτή είναι μια εξέλιξη την οποία ΕΕ δεν περίμενε, δεν ξέρει πώς να την αντιμετωπίσει σήμερα και, θα προσθέταμε, δεν έχει σχέδιο για να τη χειριστεί στις αναπόφευκτες επαναλήψεις της, αύριο και μεθαύριο. Στο προσεχές μέλλον αυξανόμενες δημογραφικές πιέσεις, φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής, περιοδικοί πόλεμοι και ανελεύθερα πολιτικά καθεστώτα θα ωθούν όλο και περισσότερους μεταξύ των φτωχότερων κατοίκων της Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής να διαβούν το κατώφλι της Ευρώπης. Παρόμοιες μετακινήσεις πληθυσμών, για οικονομικούς λόγους, ήδη γίνονται και θα συνεχίσουν να γίνονται, από τις ευρωπαϊκές χώρες της περιφέρειας της Ευρώπης προς το κέντρο της.
Οπως το θέτει ο Κράστεφ, παλαιότερα οι δυσαρεστημένοι από την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας τους πίεζαν την κυβέρνηση για να αλλάξει η κατάσταση. Τώρα απλώς εγκαταλείπουν τη χώρα τους. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η ΕΕ είναι αντιμέτωπη με μια επανάσταση, όχι πολιτικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά με μια ριζική ανατροπή στις δομές και στις νοοτροπίες των ευρωπαϊκών κοινωνιών την οποία επιφέρει η ανωτέρω μαζική μετακίνηση πληθυσμών προς τις πιο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.
Η άνοδος του λαϊκισμού
Η εν λόγω επανάσταση συνδέεται με την άνοδο του λαϊκισμού στην Ευρώπη (δεύτερο μέρος του βιβλίου). Η άνοδός του, κατά τον Κράστεφ, δεν οφείλεται μόνο στις επιπτώσεις της εισροής προσφύγων και μεταναστών ή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Οφείλεται κυρίως στην υπόσχεση των λαϊκιστών ηγετών ότι μόνο αυτοί αυθεντικά εκφράζουν τον αληθινό λαό, στη διάχυτη αντίληψη των ψηφοφόρων ότι η νίκη του κόμματός τους στις εκλογές πρέπει να επιφέρει την υποδούλωση των θεσμών στη θέληση του νικητή και στην απίστευτη δημοφιλία των θεωριών συνωμοσίας. Η άνοδος του λαϊκισμού σε συνδυασμό με τον ευρωσκεπτικισμό αποδίδεται επίσης στο διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στο μορφωμένο και εργασιακά ευκίνητο τμήμα του πληθυσμού και στους υπόλοιπους που δεν έχουν το ίδιο μορφωτικό κεφάλαιο και είναι αγκιστρωμένοι στη χώρα, αν όχι στη γειτονιά ή το χωριό, όπου γεννήθηκαν. Στο τέλος, ο Κράστεφ με διαφορετικά παραδείγματα δημοψηφισμάτων που έλαβαν χώρα το 2015-2016 αποδεικνύει ότι τα προσφιλή στους λαϊκιστές δημοψηφίσματα δεν είναι τόσο ένας θεσμός άμεσης δημοκρατίας όσο ένας θεσμός χρήσιμος για βραχυχρόνιους σκοπούς επιτήδειων πολιτικών και άχρηστος για τους σκοπούς των μεταρρυθμιστών.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ο Κράστεφ προσφέρει μια μονοδιάστατη ανάλυση της ελληνικής κρίσης. Την αποδίδει στις αυξήσεις μισθών της δεκαετίας του 2000 και στη διαφθορά, χάνοντας τη συνολική εικόνα. Επίσης, παρότι το αγγίζει έμμεσα, δεν παίρνει θέση στο ερώτημα πώς εξισορροπούνται κανονιστικά αφενός η λαϊκή ετυμηγορία, μέσω εκλογών και δημοψηφισμάτων, σε μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης που έχει δανειστεί χρήματα από άλλες χώρες της Ενωσης και η λαϊκή ετυμηγορία για το ίδιο θέμα σε αυτές τις χώρες που δάνεισαν χρήματα στην πρώτη. Το ερώτημα αναδείχθηκε μέσω πάμπολλων εντάσεων μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών το 2010-2018.
Η ηγεσία ως απάντηση
Πάντως το βιβλίο, που έχει μεταφραστεί πολύ καλά από τον Γιώργο Καράμπελα, κλείνει με την ελπιδοφόρο σκέψη ότι θα υπάρξουν ηγέτες που θα αντιμετωπίσουν τις πολλαπλές προκλήσεις που αναφέρθηκαν. Ποτέ δεν ξέρει κανείς ποιος αξιωματούχος θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο Κράστεφ αναφέρει, για παράδειγμα, τους τρεις πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους ισπανούς πολιτικούς ηγέτες που, μόνοι αυτοί, αντιμετώπισαν ευθέως έναν ισπανό πραξικοπηματία, νοσταλγό του Φράνκο, έξι χρόνια μετά την κατάρρευση του φρανκικού καθεστώτος. Στον πρόλογό του στην ελληνική έκδοση του βιβλίου, ο Τάκης Σ. Παππάς, συγγραφέας γνωστών βιβλίων πολιτικής επιστήμης, εύλογα συμπληρώνει ότι οι αντιδράσεις των τριών ισπανών ηγετών συνέπεσαν, όχι τυχαία, αλλά λόγω της κοινής προσήλωσής τους σε βασικές αξίες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αραγε μπορεί να ελπίσει κανείς σε τέτοια προσήλωση σε άλλες χώρες τα δημοκρατικά πολιτεύματα των οποίων διδάσκονται ως αντιπαραδείγματα ακραίας κομματικής πόλωσης και διαρκούς υποδαύλισης του θρυμματισμού των πολιτικών δυνάμεων;
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Harvard και επισκέπτης καθηγητής στo Πανεπιστήμιο Tufts.